«Σαν Ρέμο». Το θυμήθηκα ξαφνικά σήμερα το πρωί. Το δισκοπωλείο που υπήρχε απέναντι από το σπίτι μου στην Αγίας Ζώνης. Λέω «δισκοπωλείο» διότι δεν ήταν ακριβώς δισκάδικο, όπως εκείνα της Φωκίωνος Νέγρη και της Πατησίων.
της Μαρίνας Παπαγεωργίου
Το «Σαν Ρέμο» ήταν σαν κοσμηματοπωλείο, το δάπεδο ήταν στρωμένο με μοκέτα και οι δίσκοι κλεισμένοι σε ξύλινα ντουλάπια, σαν θυρίδες. Από Deutsche Grammophon έως τα νέα άλμπουμ – αρχές δεκαετίας ’70. Στη βιτρίνα, σειρά από κασέτες, Dylan, Joan Baez, Janis, τακτικά τοποθετημένες, δεξιά υπήρχαν και οι 8-track. Ζητούσες από τον κομψό δισκοπώλη, έβγαζε τους δίσκους από τα ντουλάπια και σου τους έδειχνε, σαν περιδέραια, σε καθοδηγούσε.
Στη Φωκίωνος Νέγρη ήταν αλλιώς. Καθαρόαιμα δισκάδικα. Θυμάμαι ένα υπόγειο, εκεί μου αγόρασαν την πρώτη μου συλλογή, δίσκοι 45 στροφών με παραμύθια. Ήταν ένα άλμπουμ με θήκες, μπορούσες να το ξεφυλλίσεις και να διαλέξεις παραμύθι για να το ακούσεις στο πικ απ (το δικό μου ήταν Dual βαλιτσάκι). Υπήρχαν κι αυτά τα παιδικά, πλάι στην απεραντοσύνη των δίσκων για νέους, ράφια γεμάτα. Πιο πάνω, ο κινηματογράφος Negro, τον θυμάμαι από την εποχή που έπαιξε τον Bambie του Disney – μετά το γύρισε στα αισθησιακά. Ήταν πλάι στο Πι, στο σιντριβάνι με τις πάπιες. Στην πολύ συμβολική -για μένα- συμβολή της Φωκίωνος Νέγρη με την Αγίας Ζώνης.
Ζήλευα που ο δρόμος μου δεν είχε όνομα νησιού αλλά εκκλησίας. Το μεγάλο νησί μας, η Κυψέλη, ήταν μια Πολυνησία. Ίμβρου, Τενέδου, Σπετσών, Σκοπέλου, Κυκλάδων, Κερκύρας, Ζακύνθου, Σικίνου, Τήνου, Μηθύμνης, Ιθάκης, Αμοργού, Κεφαλληνίας, Επτανήσου, Κέας.
Αυτό δεν αλλάζει. Αυτό και ο σκύλος μας. Ο άσπρος μαρμάρινος σκύλος της Φωκίωνος Νέγρη, που ήταν ο φίλος μας και όλοι καθίσαμε στη ράχη του. Το πιο έμψυχο άγαλμα της Αθήνας. Υπήρχε κι ένα σκάμμα. Βουτούσες στα χώματα, καβαλούσες και τον άσπρο σκύλο, μεγαλείο! Με αποκορύφωμα τα καλοκαίρια, όταν η Φωκίωνος Νέγρη ήταν όλη δική μας γιατί τα βράδια γινόταν πεζόδρομος (ναι, ο μόνιμος πεζόδρομος έγινε πολύ αργότερα), όλος δικός μας, για εμάς και τα ποδήλατά μας! Κανένα άγχος πια για τη μπάλα, την κλωτσούσες κι ας πήγαινε όπου ήθελε, ο δρόμος των πιτσιρίκων!
Το πρωί, στο δρόμο για το σχολείο, κατέβαιναν ακόμα τη Φωκίωνος ξενύχτηδες από την Quinta. Το Select σέρβιρε καφέδες και εκεί ήταν και η Πρώτη Κοπάνα. Καφές στο Select με τη φίλη μου. Η ροκιά ροκιά, αλλά και το Select Select. Το Σπιτικό πολύ κοντά, γειτόνεψε με τον Σαράφη που μας έφερε στην Κυψέλη όσα μπλου τζιν λαχταρούσε η ψυχή μας. Πιο πάνω οι τυρόπιτες και οι πίτσες του Ακτύπη σε φορμάκια και πλάι το σουβλατζίδικο του Σπεσιαλίστα∙ όταν περνούσες κουδούναγε τη σειρά από γιδοκουδούνες που κρέμονταν στην πρόσοψη.
Ενδιάμεσα η Δημοτική Αγορά. Το Βασίλειο των εμπόρων. Όποια ανακαίνιση και αν έγινε ή όποια κι αν γίνει ξανά στο μέλλον, αμφιβάλλω αν θα ξεθυμάνουν ποτέ αυτές οι μυρωδιές. Καραμέλες, καφές, μπαχάρια, λαχανικά, ψάρια, η μηχανή του κιμά στο κρεοπωλείο με το ξύλινο ψυγείο και το κάδρο «ο πωλών τοις μετρητοίς, ο πωλών επί πιστώσει». Μαζαράκης, Τσιχλιάς.
Άτυχη μέσα στην τύχη μου, μεγάλωσα με το θερινό σινεμά Πιγκάλ στον ακάλυπτο του πατρικού μου. Δυστυχώς για μένα, μεσολαβούσαν ακόμη δυο ακάλυπτοι «ζούγκλες» και η απέναντι πολυκατοικία κι έτσι έβλεπα μόνο μια στενή λωρίδα από την οθόνη. Δεν πειράζει όμως, πέρασα εκατοντάδες βραδιές να ακούω το έργο σαν ραδιόφωνο, MASH, Μπανάνες, Αρχίστε την επανάσταση χωρίς εμένα, Jesus Christ Superstar, ήξερα κάθε σκηνή, ήξερα τυφλά σε ποιο σημείο θα γελάσουν οι θεατές. Το Πιγκάλ έγινε Στέλλα, αυτό όμως συνέβη πολύ αργότερα.
Στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου, για παγωτό από το γαλακτοπωλείο Δωδώνη (ναι, η αλυσίδα συνέβη κι αυτή πολύ αργότερα). Περπατούσαμε την Επτανήσου με τις νεραντζιές και φτάναμε στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, με τον Άγιο Γεώργιο, τον καφενέ και το χάλκινο φανάρι με τους 3 Έρωτες στο κέντρο, ίδιο με της πλατείας Εξαρχείων, τα εξάδυμα∙ εκεί ήταν και το χαρτοπωλείο Mi Vou – ό,τι κι αν σήμαινε, θύμιζε τοτέμ.
Και, από εκεί, πολύ κοντά, ο Πανελλήνιος, ο στίβος μας, και το Πεδίο του Άρεως, το πάρκο μας.
Κατεβαίναμε στην Πλατεία Αμερικής, στο Άττικα. Εκεί είδαμε το Grease. Πιο πέρα το Studio. Στην Πατησίων, το Ράδιο Σίτυ, εκεί το Εξπρές του Μεσονυκτίου. Και πλάι, στο θέατρο Καλουτά, το Jesus Christ Superstar του Μάικ Ροζάκη (που διηύθυνε ζωντανά), του Μίμη Πλέσσα και του Δημήτρη Μαλαβέτα.
Οι ταβέρνες. Συκιές, μουριές, βαρέλια. «Η Σπετσοπούλα», ο «Καρακατσάνης». Καλοκαίρια στους κήπους. Και οι βραδιές-θεσμός για σβίγγους στην Αγίας Ζώνης! Η «Θράκα» στη Φωκίωνος ήταν ο βασιλικός σταθμός, κυρίως για ψητά μήλα μετά το φαγητό, η προσμονή ήταν για τα ψητά μήλα.
Τα θέατρα. Κυκλάδων, ο Λευτέρης Βογιατζής νέος. Στο Μικρό Θέατρο, της Κερκύρας, είδαμε τα Μικροαστικά του Λουκιανού Κηλαηδόνη και του Γιάννη Νεγρεπόντη. Στην Πατησίων, στη Στοά Μπρόντγουαιη, Μάνος Κατράκης, για τα τυχερά παιδιά της γενιάς μας. Το «Ντα». Και Έλλη Λαμπέτη. Η Στοά είχε μπουτίκ, σε όροφο υπήρχε και βεστιάριο, θυμάμαι κι ένα μαγαζάκι με «τρικ», ταχυδακτυλουργικά.
Τα σχολεία. Οι ταβέρνες. Τα καφενεία. Τα βιβλιοπωλεία. Τα θέατρα. Τα σινεμά. Τα σιντριβάνια. Οι πλατείες – στέκια. Η εκκλησία της Αγίας Ζώνης, με το παρεκκλήσι και τον άστεγο που ζούσε χρόνια εκεί, φορώντας κοντά παντελόνια κι ένα παλτό.
Πίσω στη Φωκίωνος Νέγρη∙ η ευωδιά αυτή δεν φεύγει ποτέ, αχ, αυτός ο βοτανικός δρόμος!
Δεν ξαναγυρνώ να κοιτάξω το κείμενο, ό,τι μου ήρθε, το έγραψα. Δεν έχει τελειωμό η Κυψέλη. Αν δεν έχετε αντίρρηση, συμπληρώστε κι εσείς.