Ποια είναι τa συμπέρασματα της ετήσιας πανελλήνιας έρευνας του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) σε δείγμα 2.000 καταναλωτών από όλη την Ελλάδα.
Ποσό πάνω από 1.500 ευρώ υπολογίζεται ότι έχει εξοικονομήσει το μέσο νοικοκυριό κατά την τελευταία πενταετία λόγω των πολλών και διαρκών προσφορών σε ολοένα και περισσότερα προϊόντα στις οποίες προβαίνουν οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ, συχνά με τη συνεργασία και συγχρηματοδότηση από τους προμηθευτές.
Ειδικότερα, το 2018 υπολογίζεται ότι η ετήσια εξοικονόμηση ήταν κατά μέσο όρο 318 ευρώ, το 2017 326 ευρώ, το 2016 252 ευρώ, το 2015 298 ευρώ και το 2014 303 ευρώ. Το μειωμένο ποσό που καταγράφεται για το 2016 οφείλεται στο γεγονός της υπολειτουργίας κυρίως του δικτύου της «Μαρινόπουλος» και δευτερευόντως της «Βερόπουλος», αλυσίδες των οποίων ο έλεγχος πέρασε στις «Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτης» και «METRO AΕBE», αντιστοίχως. Το κόστος των προωθητικών ενεργειών που μεταφράζεται σε εξοικονόμηση για τα νοικοκυριά υπολογίζεται σε 6 δισ. ευρώ
Από την έρευνα, εξάλλου, προκύπτει ότι δύσκολα οι Ελληνες καταναλωτές θα «απεξαρτηθούν» από τις προσφορές, όπως θα επιθυμούσαν οι επιχειρήσεις. Το 71% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι το 2018 αγόρασαν περισσότερα προϊόντα σε προσφορά σε σύγκριση με το 2017, ενώ το 59% ανέφεραν ότι, όταν βρουν προσφορά στα είδη που ψάχνουν, αγοράζουν μεγάλες ποσότητες και τις αποθηκεύουν. Επιπλέον, για πάνω από τους μισούς, και συγκεκριμένα για το 56%, οι προσφορές είναι ο κύριος λόγος για να επιλέξουν το κατάστημα από το οποίο θα κάνουν τις αγορές τους.
Το στοιχείο αυτό εξηγεί και τον μεγάλο ανταγωνισμό που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΕΛΚΑ, το 56% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι προτιμά περισσότερες προσφορές από τις χαμηλές τιμές, ενώ το 44% δηλώνει ότι εάν δεν βρει προσφορά στο προϊόν που επιθυμεί να αγοράσει, θα καθυστερήσει την αγορά μέχρι να υπάρξει η κατάλληλη έκπτωση. Σημειώνεται ότι πλέον περίπου το 52% (κατ’ όγκο) των επώνυμων προϊόντων πωλούνται υπό καθεστώς προωθητικών ενεργειών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό πριν από 10 χρόνια ήταν πολύ χαμηλότερο (33,1%).