Εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής (χρεωστικών και πιστωτικών καρτών) για το χτίσιμο του αφορολόγητου ορίου οι φορολογούμενοι των οποίων τα εισοδήματα δεν ξεπερνούν τις 6.000 ευρώ ετησίως.
Ωστόσο, παραμένει η υποχρέωση να ζητούν και να αποθηκεύουν τις αποδείξεις σε φυσική μορφή, εφόσον αυτές ζητηθούν από τις φορολογικές αρχές.
Στην απόφαση που υπέγραψε η υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου προστίθενται ακόμα δύο κατηγορίες στους φορολογουμένους που εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής για το χτίσιμο του αφορολόγητου ορίου.
Ειδικότερα εξαιρούνται:
• Πολίτες των οποίων το ετήσιο πραγματικό εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ και το ετήσιο τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει τις 9.500 ευρώ, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι περιστασιακά απασχολούμενοι.
• Υπήκοοι τρίτων χωρών που αιτούνται ή/και λαμβάνουν διεθνή προστασία από την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σημειώνεται ότι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι θα πρέπει να δηλώσουν στους κωδικούς 049-050 «Δαπάνη αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών» τα χρηματικά ποσά των δαπανών για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών για τη διατήρηση της μείωσης φόρου των 1.900-2.100 ευρώ, η οποία ισοδυναμεί με αφορολόγητο όριο 8.636-9.545 ευρώ.
- Το ελάχιστο συνολικό ποσό των δαπανών που κατοχυρώνουν την έκπτωση φόρου προσδιορίζεται ως ποσοστό επί του ατομικού –δηλωθέντος ή τεκμαρτού– φορολογητέου εισοδήματος ως εξής:
- • 10%, εφόσον το εισόδημα αυτό ανέρχεται έως 10.000 ευρώ.
- • 15% για εισόδημα από 10.001 έως 30.000 ευρώ.
- • 20% επί του υπερβάλλοντος ποσού εφόσον το εισόδημα ξεπερνά τις 30.000 ευρώ.
Οι φορολογούμενοι που δεν έχουν καλύψει το εισόδημά τους με το απαιτούμενο ποσό αποδείξεων θα πληρώσουν έξτρα φόρο 22% στο ποσό που λείπει.
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία το τεκμαρτό εισόδημα, δηλαδή αυτό που προκύπτει από την εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, είναι μεγαλύτερο του δηλωθέντος και η επιπλέον διαφορά δεν καλύπτεται από τον φορολογούμενο, το ύψος της ετήσιας δαπάνης για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών θα προσδιορίζεται ως ποσοστό επί του (υψηλότερου) τεκμαρτού και όχι επί του (χαμηλότερου) δηλωθέντος εισοδήματος.