Αν πάρει κανείς στα χέρια του δύο φωτογραφίες της Αθήνας, μία σημερινή και μία προ 80ετίας, θα αντιληφθεί πως η πόλη έχει αλλάξει.
του Άκη Κατσούδα
Εκεί που τώρα βρίσκονται οι μεγάλες και καμιά φορά άχαρες και γκρίζες πολυκατοικίες, παλιότερα στεγάζονταν μερικά από τα πιο όμορφα νεοκλασικά και μέγαρα της πόλης, διάσημα για τους μεγάλους κήπους και τις μαρμάρινες αυλές τους.
Και ενώ από τα τέλη του 19ου αιώνα ο νεοκλασικισμός γνώριζε μεγάλες δόξες στα αθηναϊκά κτίρια, μετά και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η αισθητική άλλαξε και τα νεοκλασικά άρχισαν να αντικαθίστανται από μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα.
Τώρα, πια, πολλά ιστορικά κτίρια δεν υπάρχουν και μερικά μόνο που έχουν διασωθεί μένουν να θυμίζουν μια Αθήνα πολύ πιο διαφορετική απ’ τη σημερινή.
Δημοτικό Θέατρο της Αθήνας
Στη σημερινή πλατεία Κοτζιά πριν από περίπου 80 χρόνια στεγαζόταν ένα από τα πιο επιβλητικά θέατρα της χώρας που μέσα σε μισό αιώνα πρόλαβε να χτιστεί, να εγκαινιαστεί και να κατεδαφιστεί. Η απόφαση για την κατασκευή του Δημοτικού Θεάτρου της Αθήνας πάρθηκε την εποχή του Όθωνα, ο οποίος με βασιλικό διάταγμα του 1857 ορίζει ως χώρο κατασκευής του τη γνωστή τότε ως «πλατεία του Λαού».
Το έργο, ωστόσο, μπλόκαρε και ξεκίνησε πάλι το 1873, οπότε ο τότε δήμαρχος της πόλης Παναγής Κυριακός θεμελίωσε για δεύτερη φορά το θέατρο.
Τα σχέδια ήταν του διάσημου αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ, όμως οι εργασίες σταμάτησαν ξανά λόγω υπέρβασης του προϋπολογισμού.
Έπρεπε να περάσουν 14 χρόνια μέχρι ο τραπεζίτης Ανδρέας Συγγρός να χρηματοδοτήσει τελικά την ολοκλήρωση του θεάτρου, το οποίο όλον αυτό τον καιρό έστεκε μισοτελειωμένο, με τις σκαλωσιές, στο κέντρο της πόλης.
Για την ανέγερσή του όμως έθεσε όρους: το ισόγειο να στεγάζει καταστήματα και στον πρώτο όροφο να υπάρχει κατάστημα της τράπεζάς του. Ο Ερνέστος Τσίλερ, ο οποίος επιθυμούσε διακαώς να ολοκληρωθεί το θέατρο, δέχτηκε τους όρους, οι οποίοι ωστόσο απέβησαν μοιραίοι για τη λειτουργία του
Τα εγκαίνια έγιναν από τον βασιλιά Γεώργιο Α’ τον Οκτώβριο του 1888, με το μελόδραμα «Minion» του γαλλικού θιάσου Lasalle – Charlet να ανοίγει την αυλαία σε ένα κατάμεστο θέατρο 1.500 θέσεων.
Τα επόμενα χρόνια η σκηνή του θεάτρου, άλλοτε δραματική και άλλοτε λυρική, φιλοξενεί έργα πρόζας, όπερες και από κει περνούν μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως ο μετέπειτα ιμπρεσάριος Απόστολος Κονταράτος, η Σάρα Μπερνάρ, ο Νοβέλλι και η Ελεωνόρα Ντούζε.
Το θέατρο δημιούργησε κίνηση στην περιοχή, γι’ αυτό σε μικρό χρονικό διάστημα άνοιξαν γύρω του καφενεία, εμπορικά καταστήματα και γραφεία.
Σύμφωνα, ωστόσο, με μαρτυρίες ακόμη και του ίδιου του Ερνέστου Τσίλερ, ο οποίος στα απομνημονεύματά του αναφέρεται στη δυσκολία της συνεργασίας του με τον Ανδρέα Συγγρό και τις απαιτήσεις του, το κατά τον Τύπο της εποχής «καλλίτερον θέατρον της Ευρώπης» είναι ουσιαστικά ημιτελές, με μικρή θεατρική σκηνή, έλλειψη κεντρικής θέρμανσης και ξεπερασμένη τεχνολογία κατασκευής.
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν το 1901 άνοιξε το Εθνικό Θέατρο της Αγίου Κωνσταντίνου και οι θεατρόφιλοι μοιράζονταν ανάμεσα στις δύο πιάτσες.
Το απαξιωμένο, πια, θέατρο, ύστερα από αλλεπάλληλες λεηλασίες ληστών, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή αποφασίστηκε να λειτουργήσει ως κατάλυμα για 150 οικογένειες προσφύγων, οι οποίοι, λόγω της έλλειψης κεντρικής θέρμανσης, τον χειμώνα του 1922 και του 1923 έκαιγαν σκηνικά και έπιπλα που έβρισκαν εκεί για να ζεσταθούν.
Το 1927 έγιναν προσπάθειες ανακαίνισης, ωστόσο όλα τα ακριβά υλικά που αγοράστηκαν «έκαναν φτερά» ξανά, αφού μπήκαν κλέφτες στο κλειστό θέατρο και το καταλήστεψαν.
Δεκατρία χρόνια μετά, ο δήμαρχος της πόλης, Κώστας Κοτζιάς, γράφει την τελευταία σελίδα στην ιστορία του, δίνοντας εντολή για την κατεδάφισή του. Σήμερα, στην πλατεία που πήρε τελικά το όνομά του βρίσκεται η προτομή του για να θυμίζει κάτι από το ένδοξο παρελθόν της.
Πού ήταν:Πλατεία Κοτζιά
Μέγαρο Νεγρεπόντη
Αν με κάποιον τρόπο μπορούσε κάποιος να μπει σε μια χρονομηχανή και να ταξιδέψει στη λεωφόρο Αμαλίας των τελών του 19ου αιώνα, η εικόνα που θα αντίκριζε θα ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του νεοκλασικού Μεγάρου Νεγρεπόντη στην αρχή της λεωφόρου, στη θέση του οποίου σήμερα βρίσκονται ξενοδοχεία, καφέ και στάσεις λεωφορείων.
Το κτίριο χτίστηκε το 1870 ως το αρχοντικό της οικογένειας Λουριώτη, ωστόσο αργότερα, όταν αγοράστηκε από τον Μιλτιάδη Νεγρεπόντη, απέκτησε έναν ακόμη όροφο βάσει των σχεδίων του Γάλλου αρχιτέκτονα και μηχανικού Eugene Troump.
Από τις φωτογραφίες που διασώζονται μέχρι σήμερα ξεχωρίζει η ωραία τοξοστοιχία της πρόσοψής του. Πέριξ του κτιρίου στεγάζονταν αρκετά ακόμη νεοκλασικά της εποχής.
Η λεωφόρος Αμαλίας, μάλιστα, λόγω των πλούσιων κατοικιών από τη μια και του Βασιλικού –μετέπειτα Εθνικού– Κήπου από την άλλη, αποτελούσε την «επίσημη» βόλτα των Αθηναίων εκείνη την εποχή.
Εκεί κατοικούσαν, μέχρι να χτιστεί το ανάκτορο του διαδόχου στην Ηρώδου Αττικού ‒σημερινό Προεδρικό Μέγαρο‒ ο Κωνσταντίνος Α’ και η σύζυγός του Σοφία. Στη συνέχεια πέρασε στη δικαιοδοσία του ελληνικού κράτους και μέχρι το 1940 στέγαζε το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας.
Δεκαεννιά χρόνια μετά το κτίριο κατεδαφίστηκε και στη θέση του ανεγέρθηκε μια μεγάλη πολυκατοικία.
Σήμερα, στην αρχή της λεωφόρου Αμαλίας το μόνο που μένει να θυμίζει εκείνη την εποχή είναι η οικία Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, σχεδίασης Τσίλερ, η οποία κηρύχθηκε τελικά διατηρητέα και σώθηκε από τις μπουλντόζες.
Πού ήταν: Λεωφόρος Αμαλίας 2-4 & Όθωνος,
Βίλα Μαργαρίτα
Στη θέση που στέκει σήμερα το εννιαώροφο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας στη συμβολή της Βασιλίσσης Σοφίας με τη λεωφόρο Μεσογείων, μέχρι το 1969 βρισκόταν ένας πύργος πολύ διαφορετικός.
Οι φωτογραφίες της εποχής είναι χαρακτηριστικές, καθώς, ανάμεσα στις μονοκατοικίες και στις πολυκατοικίες που αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στην πόλη μετά τον πόλεμο, ξεπροβάλλει ένας πέτρινος πύργος 32 δωματίων που θυμίζει μεσαιωνικό κάστρο, με πυργίσκους, πολεμίστρες, κωνικό τρούλο και κήπο.
Η κατοικία άνηκε σ’ έναν Αρμένιο, το όνομα του οποίου παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστο. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως διέθετε παλαιοπωλείο στην Ερμού στις αρχές του 1900.
Θεωρείται παλιοκαιρισμένο, αλλά εντυπωσιακό για τα δεδομένα της αρχιτεκτονικής της πόλης. Η βίλα τελικά πωλήθηκε και πέρασε στην κυριότητα του επιχειρηματία Ευστάθιου Λάμψα, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετάνια».
Ο πύργος πήρε το όνομά του από την κόρη του Μαργαρίτα, με τον θάνατο της οποίας το 1939 μεταβιβάστηκε στην εγγονή της Σοφία. Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, όμως, ο πληθυσμός της Αθήνας αρχίζει να αυξάνεται ραγδαία, όπως και η κίνηση στους δρόμους.
Σταθμό αποτελεί το έτος 1967, όταν απαλλοτριώνεται ένα μεγάλο μέρος του κήπου για να διαπλατυνθεί η στροφή από τη λεωφόρο Μεσογείων στη Βασιλίσσης Σοφίας.
Ύστερα από μερικές ακόμη διαπλατύνσεις, η συνολική του έκταση μειώθηκε από τα 1.613 τ.μ. στα 1.098. Κάπου εκεί τοποθετείται η αρχή του τέλους του εντυπωσιακού κτίσματος.
Η ιδιοκτήτρια, εν μέσω δικτατορίας, αποφάσισε να πουλήσει τον πύργο και την έκταση στην Κτηματική Τράπεζα. Κάτοικοι της περιοχής, με διαβήματα, αιτήσεις και διαμαρτυρίες, προσπάθησαν να προστατέψουν τον πύργο, ωστόσο η χούντα ήταν αποφασισμένη.
Το 1972 κατεδαφίστηκε, με το αρμόδιο υπουργείο να εξηγεί πως αυτό συνέβη επειδή η Βίλα Μαργαρίτα δεν είχε χαρακτηριστικά ελληνικής αρχιτεκτονικής παράδοσης, άρα δεν υπήρχε λόγος να διατηρηθεί.
Πού ήταν: Βασιλίσσης Σοφίας & λεωφόρος Μεσογείων, Αθήνα
Ξενοδοχείο Ακταίον
Το ξενοδοχείο Ακταίον Παλλάς είναι το σημαντικότερο παράδειγμα εμβληματικού κτιρίου που δεν υπάρχει πια. Από τις φωτογραφίες που σώζονται σήμερα, καταλαβαίνουμε ότι αποτελούσε ένα κομψοτέχνημα της εποχής στην περιοχή του Νέου Φαλήρου, που γνώριζε μεγάλες δόξες στις αρχές του 20ού αιώνα.
Κάπου εκεί υπολογίζεται και η κατασκευή του ξενοδοχείου, το οποίο σχεδιάστηκε από τον Πάνο Καραθανασόπουλο, μαθητή του Τσίλερ. Η ιδέα για τη δημιουργία του ανήκε στον τραπεζίτη, βουλευτή και επιχειρηματία Ιωάννη Πεσμαζόγλου και ήταν στα πρότυπα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κτιρίων του τύπου «Palace» που τότε άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους.
Για την ανέγερση του πολυτελούς κτιρίου λέγεται πως ξοδεύτηκαν δυόμισι εκατομμύρια δραχμές, ποσό αστρονομικό για τα δεδομένα εκείνης της εποχής στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το τετραώροφο ξενοδοχείο διέθετε 160 πολυτελώς επιπλωμένα δωμάτια, εστιατόριο, ζαχαροπλαστείο, σαλόνια, καζίνο, αίθουσες θεατρικών παραστάσεων και χορού, κήπους και χώρους περιπάτου, αποτελώντας, ουσιαστικά, σημείο αναφοράς για αρκετούς Έλληνες και ξένους επιφανείς επισκέπτες.
Οι φωτογραφίες που διαθέτει το Ελληνικό Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο από το εσωτερικό του αποτυπώνουν πλήρως τη χλιδή και τον πλούτο του: κίονες, μαρμάρινες σκάλες, ελαιογραφίες στους τοίχους και στην κεντρική μεγάλη αίθουσα δεξιώσεων, το άγαλμα των Τριών Χαρίτων του γλύπτη Κανόβα.
Οι τραπεζαρίες του Ακταίον μπορούσαν να φιλοξενήσουν μέχρι 500 άτομα, ενώ τα αργυρά και επάργυρα σερβίτσια του είχαν κατασκευαστεί από τους διάσημους ξένους οίκους του Charles Cristofle και των αδελφών Elkingto.
Η ένδοξη περίοδος κράτησε μέχρι τον Μεσοπόλεμο, όταν αρχίζει σιγά-σιγά να υποβαθμίζεται. Την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής φιλοξένησε πρόσφυγες, ωστόσο το καίριο χτύπημα ήρθε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την περίοδο που βομβαρδίστηκε και καταστράφηκε μεγάλο μέρος της πρωτεύουσας.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι καταστροφές που υπέστη, καθώς, μετά το πέρας των δύο πολέμων, η πάμφτωχη πια Ελλάδα δεν μπορούσε να συντηρήσει ένα τέτοιο οικοδόμημα, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εγκατάλειψή του. Και ενώ το 1986 το εναπομείναν κομμάτι του ξενοδοχείου χαρακτηρίστηκε διατηρητέο, έναν μόλις χρόνο μετά η απόφαση ανακλήθηκε.
Μετά τον αποχαρακτηρισμό, η κατεδάφιση ήταν δεδομένη και πραγματοποιήθηκε από τον επί χούντας δήμαρχο Πειραιά, Αριστείδη Σκυλίτση, διάσημο για τις κατεδαφίσεις του, καθώς, πέραν εκείνης του Ακταίον, είχε προχωρήσει και σε εκείνες της Ραλλείου Σχολής, του ιστορικού Ρολογιού του Πειραιά, του θεάτρου του Τσίλερ στο Νέο Φάληρο και της Βίλας Ζαχαρίου.
Σήμερα, στη θέση του βρίσκεται το ιδιωτικό νοσοκομείο Metropolitan που εγκαινιάστηκε το 2001.
Πού ήταν: Εθνάρχου Μακαρίου 9, Πειραιάς
Μέγαρο Παπούδωφ
Στη συμβολή Βασιλίσσης Σοφίας και Πανεπιστημίου, δίπλα ακριβώς στη Βουλή, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται μια μεγάλη γυάλινη πολυκατοικία, παλιότερα στεγαζόταν ένα από τα πιο μεγάλα μέγαρα των Αθηνών, το οποίο όμως κατεδαφίστηκε το 1971.
Το κτίριο υπολογίζεται πως χτίστηκε μεταξύ 1875 και 1899 για να στεγάσει τον ομογενή από τη Ρωσία τραπεζίτη Αριστείδη Παπούδωφ. Μέχρι σήμερα λίγα είναι εκείνα που γνωρίζουμε για τη ζωή του. Μεταξύ αυτών, πως διετέλεσε πρόεδρος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας από το 1989 έως το 1903.
Ξεκίνησε ως διώροφη κατοικία, ωστόσο, μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, προστέθηκαν κι άλλοι, δίνοντάς του την τελική του μορφή.
Το μέγαρο άλλαζε γρήγορα χέρια, πέρασε στην κυριότητα του εύπορου επιχειρηματία Ν. Αθανασούλη και μετά τον θάνατό του στο ελληνικό κράτος. Εκεί στεγάζεται πια επί χρόνια η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών. Από τη δεκαετία του 1960 ξεκινά μια μεγάλη ιστορία σχετικά με το ενδεχόμενο κατεδάφισής του, οπότε διατάχθηκε η απαλλοτρίωσή του υπέρ του Ταμείου Ασφαλίσεων υπαλλήλων της ΑΤΕ με απώτερο σκοπό να αναγερθεί στη θέση του ξενοδοχείο.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας αμφισβήτησε τη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης κι έτσι πέρασε μια περίοδος περίπου 10 χρόνων μέχρι να κατεδαφιστεί τελικά. Αρκετά χρόνια μετά ανεγέρθηκε νέο κτίριο στη θέση του, το Astir Palace, ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο με 77 δωμάτια, σουίτες, εστιατόριο, αίθουσα συνεδριάσεων και εκδηλώσεων.
Το ξενοδοχείο, ωστόσο, έκλεισε κάποια στιγμή και σήμερα στη θέση του βρίσκουμε τα γραφεία του υπουργείου Εξωτερικών και κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας.
Πού ήταν: Βασιλίσσης Σοφίας 1 & Πανεπιστημίου
Μέγαρο Πεσμαζόγλου
Στο κτίριο που βρίσκεται σήμερα στη συμβολή της Βασιλίσσης Σοφίας με την Ηρώδου Αττικού αποτυπώνεται η σύγχυση που επικρατούσε στη μεταπολεμική Αθήνα σχετικά με το αν θα έπρεπε να διατηρηθούν τα νεοκλασικά ή να κατεδαφιστούν και να αντικατασταθούν από νέες, μεγάλες πολυκατοικίες.
Αν παρατηρήσει κανείς σήμερα το κτίριο, θα δει πως ουσιαστικά είναι κομμένο στη μέση: από τη μια ένα νεοκλασικό και από την άλλη ένα σύγχρονο κτιριακό συγκρότημα.
Μέχρι τα ’60s το κτίριο ήταν ενιαίο. Σε φωτογραφίες της εποχής μπορεί να διακρίνει κανείς το μεγαλεπήβολο νεοκλασικό με τον διάσημο γωνιακό πυργίσκο και την πολυγωνική κάτοψη. Το κτίριο οικοδομήθηκε περί το 1900 βάσει των σχεδίων του Τσίλερ.
Ανήκε στον Ιωάννη Πεσμαζόγλου και αποτελούσε το μεγαλύτερο κτίριο μέχρι εκείνη την περίοδο στην Αθήνα. Οικοδομήθηκε για να στεγάσει, ως ενοικιαστές, όσους επισκέπτες επιθυμούσαν να μείνουν για κάποιο χρονικό διάστημα στην πόλη. Άλλωστε, στα πέριξ βρίσκονταν τα μέγαρα τόσο του βασιλικού θρόνου όσο και πλούσιων επιχειρηματιών και ομογενών.
Το μέγαρο δημιουργήθηκε την ίδια περίοδο με εκείνο του Νέου Αρσακείου στη Σταδίου. Οι μαρτυρίες για το εσωτερικό του προκαλούν θαυμασμό μέχρι σήμερα. Πετρόχτιστες βάσεις στο ισόγειο, λιτές διακοσμήσεις στους τοίχους, μικρά μαρμάρινα μπαλκόνια και εντυπωσιακό γείσο στην ταράτσα.
Όπως αναφέρει η ειδική έκδοση του Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής με τα 100 αντιπροσωπευτικά κτίρια της Αθήνας του 20ού αιώνα, πρόκειται για το «δυναμικότερο εύρημα» στα χρονικά της πόλης.
Το κτίριο διατηρήθηκε έτσι ως τις αρχές του 1960, οπότε οι κληρονόμοι του αποφάσισαν να το μοιράσουν και οι τελικοί ιδιοκτήτες του γωνιακού τμήματος να το γκρεμίσουν για να χτιστεί μια σύγχρονη πολυκατοικία, η οποία σήμερα φιλοξενεί τα γραφεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την ανατολική πλευρά του να παραμένει ως έχει, για να κρατά ζωντανή τη μνήμη του ξακουστού μεγάρου.
Πού ήταν: Βασιλίσσης Σοφίας 4
Μέγαρο κοντέσας Τζένης Θεοτόκη
Στην οδό Σωκράτους, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται εγκαταλελειμμένο εδώ και 10 χρόνια το κτίριο της Εισαγγελίας Αθηνών, πριν από 70 χρόνια υπήρχε ένα υπέροχο νεοκλασικό του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη.
Το κτίριο κατεδαφίστηκε το 1956 για να αντικατασταθεί από μεγάλες, σύγχρονες αστικές πολυκατοικίες ‒όπως συνέβη στην ευρύτερη περιοχή‒ και η τελευταία του χρήση ήταν αυτή της κλινικής. Η ιστορία του, ωστόσο, είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα.
Χτίστηκε μεταξύ του 1842 και του 1844 προκειμένου να φιλοξενήσει το ζεύγος Θεοτόκη. Η Τζέιν Ελίζαμπεθ Ντίγκμπι, γνωστή αργότερα ως Τζένη Θεοτόκη, Αγγλίδα αριστοκράτισσα, γνώρισε στο Μόναχο τον Σπυρίδωνα Θεοτόκη που σπούδαζε εκεί, τον ερωτεύτηκε, εγκατέλειψε τον βαρόνο σύζυγό της Φένιγκεν και τον ακολούθησε στην Κέρκυρα, τόπο καταγωγής του.
Στην Κέρκυρα έμειναν πέντε χρόνια. Επόμενος σταθμός, η Αθήνα. Διάσημες είναι οι δεξιώσεις και οι χοροεσπερίδες εντός του μεγάρου και στους κήπους του, με την κοντέσα να παίζει πιάνο. Στο τριώροφο αρχοντικό με τους πανύψηλους φοίνικες σύχναζε όλη η αθηναϊκή αριστοκρατία.
Ωστόσο, όλα αυτά σταμάτησαν όταν το 1846 το ζεύγος Θεοτόκη χώρισε και η κοντέσα λίγο αργότερα εγκατέλειψε τη χώρα για τη Δαμασκό, όπου γνώρισε έναν βεδουίνο σεΐχη 17 χρόνια μικρότερό της, τον οποίο και παντρεύτηκε. Εκεί παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1881.
Μετά την κατεδάφιση του μεγάρου χτίστηκε το υπερπολυτελές ξενοδοχείο Ambassadeur, το οποίο γνώρισε μέρες ακμής τη δεκαετία του ’60. Τα χρόνια πέρασαν, η Ομόνοια έχασε την παλιά της αίγλη και σήμερα τίποτα δεν θυμίζει πια την εποχή των φοινίκων και των χοροεσπερίδων.
Πού ήταν: Σωκράτους 67
Μέγαρο Παύλου Καλλιγά
Ένα από τα διάσημα κτίρια γύρω από την πλατεία Συντάγματος, το οποίο δεν υπάρχει σήμερα, είναι το Μέγαρο του Παύλου Καλλιγά στη συμβολή των οδών Καραγιώργη Σερβίας και Σταδίου.
Το 1842 ο Παύλος Καλλιγάς, πολιτικός, υπουργός και πρόεδρος της Βουλής μεταξύ άλλων, αγοράζει γη γύρω από το παλάτι και αρχίζει να χτίζει το μέγαρό του. Οι μαρτυρίες αναφέρουν πως όταν οι μηχανικοί έριχναν τα θεμέλια, βρήκαν αρχαία.
Το έργο δεν προχώρησε μέχρι και τα τέλη του 1800, όταν ο γιος του, Γεώργιος, ζήτησε από τον Τσίλερ την ανακατασκευή του. Το 1949 ανακαινίστηκε από τον Εμμανουήλ Βουρέκα με σκοπό να στεγάσει γραφεία και καταστήματα.
Στο ισόγειό του άρχισαν να ανοίγουν μαγαζιά ‒είναι ξακουστή η ταμπέλα των γραφείων Air France‒, ενώ για 13 χρόνια, από το 1945 έως τις 6 Ιανουαρίου του 1957, στέγαζε τα γραφεία της ιστορικής εφημερίδας «Ελευθερία». Με την κατεδάφισή του ανεγέρθηκε ένα σύγχρονο κτιριακό συγκρότημα που σήμερα φιλοξενεί μεγάλο αριθμό γραφείων.
Πού ήταν: Καραγιώργη Σερβίας 4
Μέγαρο οδού Φιλελλήνων
Το 1886 χτίστηκε ένα από τα πιο όμορφα νεοκλασικά της πόλης, που κράτησε μέχρι τα μεταπολεμικά χρόνια. Το κτίριο, το οποίο σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Αναστάσης Μεταξάς, έχει κάτι ιδιαίτερο, καθώς, αν κοιτάξει κανείς το γωνιακό του τμήμα, θα εντοπίσει κοινά στοιχεία με το διάσημο μνημείο Λυσικράτους στην Πλάκα.
Το συγκεκριμένο μνημείο γλίτωσε την τελευταία στιγμή από τον Έλγιν και έχει επηρεάσει αρκετούς αρχιτέκτονες σε όλο τον κόσμο.
Στα πρότυπά του κατασκευάστηκαν κατοικίες στη γωνία της οδού Αιόλου και Σταδίου, στη συμβολή των οδών Κυψέλης και Λευκάδος, στη Νεάπολη Εξαρχείων, στην Πειραιώς και στη Χαλκίδα.
Η φήμη του έφτασε μέχρι και το Εδιμβούργο, όπου έχει χτιστεί αντίγραφο τού, εξού και το προσωνύμιό της «Αθήνα του Βορρά».
Άγνωστη είναι ακόμη η ακριβής χρονολογία κατεδάφισης, όπως και το όνομα του αρχικού ιδιοκτήτη. Σήμερα στη θέση του στεγάζεται ένα πολυώροφο κτίριο γραφείων.
Πού ήταν: Φιλελλήνων 25 & Σιμωνίδου
πηγή: lifo.gr