Σε μια ρωγμή του προσωπικού χρόνου, εμφανίζεται σαν οπτασία το παλιό σινεμά. Στην πλατεία Αμερικής, το «Αττικα», μυθική αίθουσα ονείρων, έχει αφήσει το σκάμμα του. Σαν ρήγμα μιας δόνησης ή σαν πληγή ενός αστικού λατομείου, το «Αττικα» επιζεί ως αέρας. Κάθε φορά που επιστρέφω στην πλατεία Αμερικής, το βλέμμα μου γαντζώνεται στο κενό του παλιού σινεμά, όπως κάνει και σε όλες τις άλλες θέσεις των απόντων στη μεγάλη κινηματογραφική πιάτσα της Πατησίων: Αθηνά, Αχιλλεύς, Ατθίς, Μπρόντγουεϊ, Ελληνίς, Σελέκτ, Πιγκάλ, Αντζελα…
Του Νίκου Βατόπουλου*
Αλλά το «Αττικα» ήταν ένας ναός αγαπημένος. Στην παλιά διαφήμιση, το αυτόνομο κτίριο του σινεμά, σαν προέκταση της αρ ντεκό τη δεκαετία του ’50, ερχόταν να συμβολίσει το καινούργιο. Την αστική ευημερία της Αθήνας την περίοδο μετά το 1950 θα τη μελετήσουν διεξοδικά οι επόμενοι. Οι σημερινοί έχουμε να αναμετρηθούμε με φαντάσματα προκαταλήψεων και προσωπικές εμμονές.
Αλλά αυτό που φώτιζε την αστική Αθήνα του 1960 ήρθαν τα σινεμά της να το συμβολίσουν με το σκοτάδι των αιθουσών τους, πολλές με βυσσινί ή βαθύ μπλε βελούδο, με κουρτίνες με ασημένια αστράκια και με κορνίζες με τον Ροκ Χάτσον και τη Σοφία Λόρεν σε Kodachrome. H τηλεόραση δεν είχε έρθει, οι νέες πολυκατοικίες πύκνωναν την αστική ζωή, μαζί γεννήθηκαν και οι κινηματογράφοι στα υπόγεια των μεγάλων, αστραφτερών κτιρίων. Το «Αττικα» (όπως και η «Ατθίς», η «Αελλώ», η «Αντζελα») ήταν αυτόνομο κτίριο αφιερωμένο στο σινεμά. Ηταν έργο του πολιτικού μηχανικού Σωτηρίου Σαλαπάτα, ο οποίος είχε το γραφείο του στην οδό Σωκράτους. Είχε σχεδιάσει το «Αττικα» την εποχή που ένα διαμέρισμα στην Πατησίων ήταν συνώνυμο της καλής, αστικής ζωής. Δικό του έργο ήταν και το «Σελέκτ».
Το «Αττικα» είχε 750 θέσεις στην πλατεία και 360 στον εξώστη. Και γέμιζε… Ανέβαινες στο φουαγιέ από τη διπλή σκάλα προς τον εξώστη, ο οποίος έδινε στον θεατή το προνόμιο «να απολαμβάνει τον πλούσιον συνδυασμόν των χρωμάτων, από γκρι αρζάν, γκρι νουάρ και χρυσούν». Το «Αττικα» δεν ήταν τυχαίο. Η οθόνη πλαισιωνόταν από κορνίζα που φωτιζόταν εσωτερικά από κρυφό φωτισμό ροζέ που συνδυαζόταν με το αργυρόχρωμο γκρι των τοίχων, όπου οι φωτιστικές δάδες σε γνήσιο στυλ της δεκαετίας του ’50 και τα βυσσινί καθίσματα με το σκούρο μαόνι.
Όταν το 2007 γκρεμίστηκε το κτίριο, προκαλώντας μεγάλο κίνδυνο στα όμορα κτίρια, η αποδημία του είχε χαρακτήρα τελετουργικό και συμβολικό. Στον προθάλαμο της κρίσης, η κατεδάφιση του «Αττικα» ερχόταν να επισφραγίσει αυτό που είχε ήδη συντελεστεί για την οδό Πατησίων. Οι κινηματογράφοι της Αθήνας μπορούν να αφηγηθούν την ιστορία της πόλης από μιαν άλλη οπτική. Χτίζονταν σταθερά από το 1910 και μετά έως περίπου το 1970, χειμερινοί και θερινοί, πολυτελείς, μικροαστικοί ή υποτυπώδεις, σε υπόγεια, ταράτσες, οικόπεδα ή αυτόνομα κτίρια, και είχαν όλοι συμπυκνώσει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την αστική αναγέννηση του 20ού αιώνα.
Το «Αττικα», όπως και πολλές πολυκατοικίες της εποχής, εκπροσωπούσε το New Look της Αθήνας, όπως γεννήθηκε διεθνώς μετά το 1948, με αυτό που έφερε και ο Κριστιάν Ντιόρ στη μόδα, επινοώντας τη νέα πολυτέλεια και τη δίψα του μεταπολεμικού κόσμου για μια νέα αισθητική γλώσσα. Σκέφτομαι όλη εκείνη τη γενιά που σχεδίαζε με ορμή την Αθήνα του 1955-60, υπηρετώντας την ανάγκη της μοντέρνας, τότε, ζωής, το γούστο των πελατών τους, την επιθυμία των πολλών ή των λίγων. Η Αθήνα του «Αττικα» ήταν κάτι υπαρκτό, χειροπιαστό, έφερε χαρά, γέννησε όνειρα. Γκρεμίστηκε, μεταφορικά και, εν προκειμένω, κυριολεκτικά. και έπεσε με υπόκωφο κρότο.
Έντυπη έκδοση Καθημερινής*