Διεθνής διαιτητής και επαγγελματίας εκπαιδευτής νέων στη μη τυπική εκπαίδευση, ο Ηλίας έχει αφιερώσει τη ζωή του σε ένα συναρπαστικό άθλημα: το ποδόσφαιρο τυφλών.
Καθώς περιμένω τον Ηλία Μάστορα στην πλατεία Ναυαρίνου, παρακολουθώ ένα παιδάκι που παίζει ποδόσφαιρο με τον πατέρα του μπροστά στα πολύχρωμα κάγκελα της παιδικής χαράς.Ο πατέρας κάθεται τέρμα, του πετάει την μπάλα και ο μικρός σουτάρει με όλη του τη δύναμη.
Βλέποντας τον πιτσιρικά, που μάλλον δεν είναι προορισμένος να παίξει ποδόσφαιρο σε επαγγελματικό επίπεδο, να νιώθει τέτοια ικανοποίηση κάθε φορά που κοντρολάρει και σουτάρει σωστά τη μπάλα, σκέφτομαι πόσο δύσκολο πρέπει να είναι για έναν άνθρωπο που δεν βλέπει ή έχει προβλήματα όρασης να ασχοληθεί έστω και για λίγο με το άθλημα που αγαπά.
Τις όχι και τόσο σύνθετες, είναι η αλήθεια, σκέψεις μου διακόπτει ένας χαμογελαστός Ηλίας που καταφθάνει φορώντας ένα άσπρο τζάκετ με τη στάμπα «Rio 2016».
Ο ίδιος είναι διεθνής διαιτητής στο ποδόσφαιρο τυφλών και επαγγελματίας εκπαιδευτής νέων στη μη τυπική εκπαίδευση. Τόσο το 2004 όσο και το 2008 συμμετείχε στους τελικούς του αθλήματος στους Παραολυμπιακούς Αγώνες, έπειτα ήταν υπεύθυνος διαιτησίας σε όλο τον κόσμο, οπότε με αυτήν του την ιδιότητα πήγε και στο Ρίο.
Η εικόνα που έχουμε για έναν τυφλό άνθρωπο στην πόλη είναι με ένα μπαστούνι ή με έναν σκύλο οδηγό, ενώ, όταν μπαίνει στον αγωνιστικό χώρο, αφήνει το μπαστούνι και τρέχει μόνος του, αυτόνομα, σε μια έκταση 40×20 μέτρα. Το ποδόσφαιρο τυφλών ξεκίνησε στην Ελλάδα το 1996, ενώ έναν χρόνο αργότερα ήρθαν και οι συμμετοχές σε διεθνές επίπεδο. Εκείνη την περίοδο ο Ηλίας δούλευε στη Σχολή Τυφλών και, ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να γίνει τερματοφύλακας στην ομάδα, αποφάσισε να ασχοληθεί εθελοντικά με τη διαιτησία.
Του ζητάω να μου εξηγήσει περισσότερα για ένα σπορ που είναι άγνωστο στην πλειονότητα των Ελλήνων. «Το ποδόσφαιρο τυφλών είναι ένα ενταξιακό άθλημα. Άρα έχουμε ολικά τυφλούς ποδοσφαιριστές, τέσσερις που παίζουν και τέσσερις στον πάγκο.
Υπάρχουν, επίσης, τρεις που βοηθούν στο παιχνίδι, οι οποίοι δεν είναι τυφλοί. Ο τερματοφύλακας, που κατευθύνει την άμυνα, ο προπονητής, που βρίσκεται έξω από τον αγωνιστικό χώρο, στο κέντρο του γηπέδου, και η βοηθός πίσω από την αντίπαλη εστία, που προσανατολίζει την επίθεση της ομάδας. Σε κάθε αγώνα είμαστε όλοι μαζί, βλέποντες και τυφλοί. Αυτό είναι το ωραίο του αθλήματος». Όσο μιλάει, βγάζει από την τσάντα του δύο μπάλες ποδοσφαίρου. Μία μεγαλύτερη και μία πιο μικρή. Όπως μου εξηγεί, το συγκεκριμένο άθλημα είναι συναρπαστικό.
«Η εικόνα που έχουμε για έναν τυφλό άνθρωπο στην πόλη είναι με ένα μπαστούνι ή με έναν σκύλο οδηγό, ενώ, όταν μπαίνει στον αγωνιστικό χώρο, αφήνει το μπαστούνι και τρέχει μόνος του, αυτόνομα, σε μια έκταση 40×20 μέτρα. Υπάρχει μόνο το προστατευτικό γύρω του που είναι περίπου στο ένα μέτρο και σκοράρει απέναντι σ’ έναν βλέποντα τερματοφύλακα. Άρα, ουσιαστικά, επεκτείνει τα όριά του και τον βοηθά στην προσωπική του ανάπτυξη».
Εκτός από διαιτητής ποδοσφαίρου τυφλών, ο Ηλίας είναι και προπονητής σκακιού. Πριν από ενάμιση χρόνο έγραψε ένα σκακιστικό παραμύθι και σε σύστημα Μπράιγ για τα τυφλά παιδιά.
Σε μια παρουσίαση του παραμυθιού στη Σχολή Τυφλών της Θεσσαλονίκης τού έφεραν ένα τρίχρονο παιδί και αυτός του χάρισε μια μπάλα ποδοσφαίρου τυφλών για ενήλικες.
Εκεί συνειδητοποίησε πως δεν υπάρχει αντίστοιχη μπάλα για τυφλά παιδιά σε όλο τον κόσμο και πως ένα τόσο μικρό παιδί δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει με μια μπάλα που είναι πάνω από μισό κιλό. Έτσι, του ήρθε μία φοβερή ιδέα. «Σκέφτηκα να φτιάξουμε μια τέτοια μπάλα και όχι μόνο αυτό, αλλά να τη δωρίζουμε κιόλας, γιατί η καμπάνια μας ονομάστηκε “Μία μπάλα για όλους”.
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, να την παράγουμε και να πηγαίνουμε στα πρώτα σχολεία, είτε γενικά είτε εκπαιδευτικά, και να τη δίνουμε τόσο ως εκπαιδευτικό εργαλείο όσο και ως εργαλείο ενσυναίσθησης, για να καταλαβαίνουν δηλαδή οι βλέποντες πως μπορούν τα πράγματα να γίνουν για όλους.
Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος, δηλαδή το εκπαιδευτικό, κάθε τυφλό παιδί που φοιτά σε ένα γενικό σχολείο θα μπορεί πλέον να πάρει αυτήν τη μικρότερη μπάλα μαζί του στην τσάντα του και να παίξει μαζί με τους συμμαθητές του κατά τη διάρκεια της γυμναστικής».
Φέτος, το UEFA Foundation for Children ενέκρινε το πρόγραμμα «Μία μπάλα για όλους» (A Ball for all) έτσι ώστε να δοθούν 500 τέτοιες μπάλες σε όλο τον κόσμο. Ήδη, τους τρεις πρώτους μήνες έχουν μοιραστεί σε περισσότερες από 20 χώρες.
«Η συγκεκριμένη μπάλα έχει βάρος 250 γραμμάρια, άρα είναι εύκολο να την κουβαλάει κανείς μαζί του, ενώ στο εσωτερικό της διαθέτει 4 μηχανισμούς έτσι ώστε να βγάζει ήχο όταν κυλάει στο έδαφος.
Είναι μια μπάλα ασφαλής, “αγαπησιάρικη”, όπως τη λέω, που τη νιώθει κανείς και στην αφή. Τα τυφλά παιδιά μπορούν να παίξουν με αυτήν μαζί με άλλα, βλέποντα, σε έναν κήπο ή σε ένα σπίτι, χωρίς να κινδυνεύουν να χτυπήσουν, όπως θα συνέβαινε αν χρησιμοποιούσαν την αντίστοιχη μπάλα των ενηλίκων» επισημαίνει ο Ηλίας. Όση ώρα μιλάει, καταλαβαίνω ότι έχει μεγάλη αγάπη γι’ αυτό που κάνει, παρ’ ότι πριν από τη Σχολή Τυφλών δεν είχε καμία επαφή με τυφλούς ανθρώπους ούτε κάποια προσωπική εμπειρία από το δικό του περιβάλλον.
Σε τι επίπεδο βρίσκεται, όμως, σήμερα το ποδόσφαιρο τυφλών στην Ελλάδα; «Το ποδόσφαιρο τυφλών έχασε ένα στοίχημα γιατί το γήπεδο που είχε γίνει στο Ελληνικό το 2004 δεν παρέμεινε σε χρήση.
Στη Θεσσαλονίκη ήμασταν τυχεροί, γιατί στο Εθνικό Γυμναστήριο της Μίκρας υπάρχουν ακόμη τα προστατευτικά, με αποτέλεσμα να διεξάγεται εδώ και 20 χρόνια διεθνές τουρνουά.
Τώρα τελευταία έχει γίνει και ένα γήπεδο στην Αθήνα, στο Γουδί, όπου παίζουν ακαδημίες και γίνονται και προπονήσεις τυφλών, άρα οι υποδομές έχουν κάπως βελτιωθεί» λέει χαμογελώντας αισιόδοξα.
Στη συνέχεια του ζητάω να μου αφηγηθεί την πιο έντονη στιγμή που έχει ζήσει στους αγώνες ποδοσφαίρου τυφλών. Διαλέγει δίχως δεύτερη σκέψη τον τελικό των Παραολυμπιακών Αγώνων του 2008, οπότε βρισκόταν μέσα στον αγωνιστικό χώρο.
«Ο αγώνας ήταν sold out. Οι Κινέζοι κέρδιζαν με 1-0. Στα τελευταία 50 δευτερόλεπτα οι Βραζιλιάνοι πέτυχαν το νικητήριο γκολ και έκαναν την ανατροπή. Τα συναισθήματα ήταν απίστευτα για νικητές και χαμένους. Την ίδια μέρα ήταν και η τελετή λήξης. Όλοι όσοι την παρακολουθούσαμε δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε τα δάκρυά μας».