Με την τελευταία ταινία του, «Δυστυχώς απουσιάζατε» ο Κεν Λόουτς συμπαραστέκεται στον απλό εργαζόμενο που δίνει την μάχη του, κάθε μέρα μ μεγαλύτερες δυσκολίες. Από την πλευρά του ο Τζόνι Ντεπ, ύστερα από πολύ καιρό, επιστρέφει σε έναν ρόλο ουσίας στην δραματική κομεντί «Ποτέ δεν είναι αργά κύριε καθηγητά»
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
«Δυστυχώς απουσιάζετε» («Sorry we missed you», Αγγλία, 2019).
Κοινωνική του Κεν Λόουτς.
Ανθρώπινη, τρυφερή και (ως συνήθως) ανατριχιαστικά επίκαιρη, η τελευταία ταινία του Κεν Λόουτς παρακολουθεί την ζωή ενός νεαρού παντρεμένου ζευγαριού του Ρίκι και της Αμπι Tέρνερ (Κρις Χίτσεν και Ντέμπι Χόνεϊγουντ) που είναι γονείς δύο παιδιών, έχουν ατελείωτες υποχρεώσεις και προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα όπως μπορούν σε έναν δύσκολο κόσμο που δεν τους επιτρέπει καμία χαρά. Το φλέγον ζήτημα που πυροδοτεί την ιστορία είναι βέβαια το οικονομικό και αυτή την φορά ο Λόουτς μαζί με τον σπουδαίο Πολ Λάβερτι, εδώ και χρόνια στενό συνεργάτη του στα σενάρια, εμμένει στην κατάσταση που επικρατεί στον τομέα της «μερικής απασχόλησης», ενός Γολγοθά για όσους εργαζομένους είναι αναγκασμένοι να υφίστανται αυτό το καθεστώς. Ο Ρίκι έχει το δικό του μίνι βαν για να κάνει μεταφορές, όμως στην ουσία έχει και εργοδότη, το πρακτορείο που του τις κλείνει.
Οι συγκρούσεις με τον υπεύθυνο της διανομής (τον υποδύεται καταπληκτικά ο ερασιτέχνης ηθοποιός Ρος Μπρούστερ που στην πραγματικότητα είναι αστυνομικός), είναι οι πιο δυνατές της ταινίας και το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι δεν μπορείς να προσάψεις άδικο στον υπεύθυνο της εταιρίας για την σκληρότητά του. Είναι το ίδιο το προβληματικό σύστημα που προκαλεί το κοινωνικό πρόβλημα και αυτό ακριβώς το σύστημα ο Λόουτς στηλιτεύει. Ωστόσο, το γεγονός ότι συχνά πυκνά το ζευγάρι αντιμετωπίζει τα προβλήματά του με χαμόγελο, χωρίς να πτοείται, χωρίς τη σκέψη της παραίτησης να του περνά καν από το μυαλό, δίνει ανάσες στην βαριά ατμόσφαιρα. Η μάχη έχει πάντα την σημασία της ενώ οι αχτίδες της αισιοδοξίας και της ελπίδας δεν σταματούν ποτέ να φωτίζουν, έστω θαμπά την ιστορία. Το ερώτημα είναι τι θα γίνει αν κάποια στιγμή σβήσουν τελείως.Βαθμολογία: 3 ½
«Ποτέ δεν είναι αργά κύριε καθηγητά» («Richard says goodbye», ΗΠΑ, 2018).
Δράμα του Γουέιν Ρόμπερτς.
Καιρό είχαμε να δούμε τον Τζόνι Νεπ σε κάτι που πραγματικά του ταιριάζει, όπως ο ρόλος ενός ξεγραμμένου από την ζωή καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος αποφασίζει να ζήσει τις τελευταίες μέρες του χωρίς κανένα φόβο μήπως και εκτεθεί αφού δεν έχει τίποτε πια να φοβηθεί ή να χάσει. Και πράγματι, αυτή η ελευθερία του καθηγητή Ρίτσαρντ Μπράουν είναι το σώμα και η ψυχή αυτής της καλογραμμένης ταινίας δωματίου, στην οποία χαίρεσαι να παρακολουθείς τον πρωταγωνιστή της να αλωνίζει σαν ταύρος σε υαλωπολείο πάνω στον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία ενός περιβάλλοντος με το οποίο ποτέ δεν συμφώνησε. Από την άλλη μεριά βέβαια, η ταινία δεν παύει να σε κάνει να σκέφτεσαι την ειρωνεία του όλου ζητήματος, αφού για να να κάνει όλα όσα πραγματικά θέλει ο κύριος Μπράουν, θα χρειαστεί να βρεθεί στο κατώφλι του …θανάτου. Το ευτύχημα πάντως είναι ότι η ταινία αποφεύγει το κατά δύναμη κάθε κλισέ μελοδραματισμού που συνήθως συναντάμε σε αυτού του τύπου το σινεμά και δη το αμερικανικό. Βαθολογία: 3
«Δόκτωρ Υπνος από τον Στίβεν Κινγκ» («Stephen King’s Doctor Sleep», ΗΠΑ, 2019).
Θρίλερ του Μάικ Φλάναγκαν.
Βασισμένος στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ που αποτελεί «συνέχεια» του δικού του μπεστ σέλερ «Η λάμψη» – που έγινε ένα αριστουργηματικό θρίλερ από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ (αν και ο Κινγκ είχε απορρίψει την ταινία) – ο «Δόκτωρ Υπνος» εξετάζει τι απέγινε ο Ντάνι Τόρανς, το παιδί με την «λάμψη», το «χάρισμα» της πνευματικής επικοινωνίας με τους άλλους. Συγχρόνως, στήνει μια νέα ιστορία μεταφυσικού τρόμου στην οποία ο 45χρονος πια Ντάνι (Γιούαν Μακ Γκρέγκορ), συνεργάζεται με ένα κοριτσάκι που έχει το ίδιο χάρισμα (Κάιλι Κουράν) με στόχο την αντιμετώπιση μιας ομάδας σατανιστών, που με ηγέτιδα μια γυναίκα (Ρεμπέκα Φέργκιουσον), απάγει και σκοτώνει παιδιά και «ρουφά» ανελέητα την αύρα υπερφυσικών ανθρώπων με στόχο την αθανασία. Χοροπηδώντας σε διάφορες χρονικές περιόδους αλλά χωρις ποτέ να χάσει την εστίασή του στην ιστορία, το φιλμ παρκολουθείται με περιέργεια αλλά τελικά δεν καταφέρνει ποτέ να ξεφύγει από την σκιά της «Λάμψης» του Κιούμπρικ, πλάνα και χαρακτήρες της οποίας έχει, αναπόφευκτα, δανειστεί. Το πρόβλημα είναι ότι η σκιά της «Λάμψης» θα καλύψει και τους θεατές που έχουν εκτιμήσει την ανεπανάληπτη εκείνη ταινία, με την οποία ασφαλώς, ο «Δόκτωρ Υπνος» δεν μπορεί καν να συγκριθεί. Βαθμολογία: 2
«Η δύναμη της αλήθειας» («Donbass»).
Δραματική του Σεργκέι Λόζνιτσα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ουκρανός σκηνοθέτης Σεργκέι Λόζνιτσα, τόσο ως μυθοπλάστης, αλλά και ως ντοκιμαντερίστας, ασχολείται με το πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό χάος, ένα χάος στα όρια του απόλυτου εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης, που επικρατεί στην πατρίδα του. Ταινίες του έχουν υπογραμμίσει αυτή την κατάσταση και με το παραπάνω, όπως εξάλλου συμβαίνει και στη «Δύναμη της αλήθειας», της οποίας ο ξένος τίτλος, Donbass, είναι η ονομασία της τοποθεσίας στην Ανατολική Ουκρανία όπου συμβαίνουν τα όσα βλέπουμε εδώ. Αυτόν τον παραλογισμό ενός κράτους όπου κάθε κανόνας, κάθε νόμος, ακόμα και η στοιχειώδης λογική καταπατάται λες και δεν υφίσταται, ο Λόζνιτσα, εδώ τον απεικονίζει άλλοτε με τραγικούς όρους (το μονοπλάνο της ξενάγησης σε ένα σπίτι όπου ζουν οριακά κοντά στον θάνατο δεκάδες άνθρωποι) και άλλοτε κωμικά (π.χ. η σκηνή με την ευτραφή γυναίκα πολιτικό που κατηγορείται για διαφθορά). Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, μια ζωή στην απόλυτη εξαθλίωση, ένας μόνιμος αναστεναγμός, μια ολοκληρωτική απαξία απέναντι στον άνθρωπο. Η ταινία είναι συρραφή 13 επεισοδίων που με έναν τρόπο συνδέονται μεταξύ τους και είναι όλα βασισμένα σε πραγματικά περιστατικά. Μια ταινία που σε φέρνει στο σημείο να πεις ότι η Ουκρανία δεν είναι ούτε καν το τελευταίο μέρος στον πλανήτη όπου θα ήθελες ποτέ να βρεθείς… Βαθμολογία: 2 ½
«Κλέφτης αλόγων» (Δανία/ Σουηδία/ Νορβηγία)
Οι μνήμες της παιδικής ηλικίας που πολιορκούν ανελέητα το μυαλό ενός ηλικιωμένου άντρα, του Τροντ (Στέλαν Σκάσγκαρντ), αποσυρμένου στην σιωπή της σουηδικής επαρχίας, πυροδοτούν την τελευταία ταινία του Νορβηγού σκηνοθέτη Χανς Πέτερ Μόλαντ («Με σειρά εξαφάνισης», «Ψυχρή καταδίωξη»). Η αφήγηση γίνεται με ασταμάτητες εναλλαγές ανάμεσα στο σήμερα και το παρελθόν (1948) με τον Τροντ να «ξαναβλέπει» τον εαυτό του παιδί (Σγιουρ Βάτνε Μπρέαμ), σε καλοκαιρινές διακοπές στο σπίτι του ξυλοκόπου πατέρα του (Τομπίας Σάντελμαν), ο οποίος έχει εγκαταλείψει την υπόλοιπη οικογένεια γιατί δεν μπορεί να σκέφτεται ανάμεσα σε γυναίκες. Η τραγωδία που θα κτυπήσει την πόρτα της περιοχής, θα ταράξει τον εσωτερικό κόσμο του παιδιού, το οποίο θα πιάσει τον εαυτό του να ωριμάζει απότομα, σχεδόν βίαια, μέσα στον πόνο. Όλα αυτά λαμβάνουν χωρα στο περιβάλλον της σουηδικής φύσης όπου ο Μόλαντ καταγράφει την σχέση του ανθρώπου μαζί της με έναν μυστηριακό, σχεδόν βιβλικό τρόπο. Τα δέντρα, τα ζώα, το ποτάμι είναι στοιχεία ενός μυστηριακού, σχεδόν βιβλικού περιβάλλοντος και αυτό, τελικά είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της βαριάς αυτής ταινίας η οποία προβλήθηκε στο τελευταίο φεστιβάλ Βερολίνου αποσπώντας το βραβείο καλλιεχνικής συμβολής για την πραγματικά θαυμάσια φωτογραφία του Ράσμους Βίντεμπεκ. Βαθμολογία: 3
«Zombieland: Διπλή βολή» (Zombieland: Double tap, ΗΠΑ, 2019).
Περιπέτεια τρόμου του Ρούμπεν Φλάισερ
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που παίχθηκε στις αίθουσες η ταινία ζόμπι του Τζιμ Τζάρμους «Οι νεκροί δεν μιλούν» και να που βλέπουμε μια ακόμη ταινία αυτού του καθώς φαίνεται τόσο δημοφιλούς είδους (ας μην ξεχνάμε και την σειρά «Τhe wlaking dead»), η οποία μάλιστα αποτελεί «συνέχεια» προηγούμενης cult επιτυχίας, γυρισμένης δέκα χρόνια πριν. Στο πρώτο «Zombieland» που δεν προβλήθηκε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες, τέσσερις άνθρωποι, δύο άντρες (Γούντι Χάρελσον, Τζέσι Αϊζενμπεργκ) και δύο γυναίκες, αδελφές (Εμα Στόουν, Αμπιγκειλ Μπρέσλιν) περιοδεύουν μια δυστοπική Αμερική αντιμετωπίζοντας βίαια αλλά και με χιούμορ τους ζωντανούς νεκρούς που κυριαρχούν στον πλανήτη. Στην δεύτερη ταινία, γυρισμένη από τον ίδιο σκηνοθλετη (Ρούμπεν Φλάισερ), βλέπουμε πάνω – κάτω τις ίδιες καταστάσεις (στο μεταίχμο της αστειότητας και του μακάβριου), με τους ίδιους ήρωες μεγαλύτερους, σοφότερους και περισσότερο έμπειρους. Θα κατοικήσουν για λίγο στον Λευκό Οίκο, αργότερα θα βρεθούν στην Γκρέισλαντ του Ελβις Πρίσλεϊ. Το καλό είναι ότι κάνοντας αρκετή πλάκα με τον εαυτό της, η ταινία δεν παίρνει ποτέ στα σοβαρά αυτό που είναι με αποτέλεσμα να προσφέρεται για ένα δίωρο ψυχαγωγίας, αρκεί να «παρκάρεις» το μυαλό σου εκτός οθόνης. Βαθμολογία: 2
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα
το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ