«Δια να κολλήση ένα παρατσούκλι, δεν ειμπορεί παρά να είναι ταιριασμένον και έξυπνον. Περιττεύει λοιπόν κάθε έπαινος προς το παρατσούκλι “Δαρδανέλλια”, υπό το οποίον είναι γνωστά εις τας Αθήνας τα επικίνδυνα εκείνα στενά, μεταξύ των αριστοκρατικών ζαχαροπλαστείων Γιαννάκη & Ντορέ.
Στενά μεν, διότι η μεγάλη λεωφόρος χάνει αιφνιδίως εκεί και τα δυο της πεζοδρόμια, κατειλημμένα εξ ολοκλήρου υπό των καθισμάτων∙ επικίνδυνα δε, διότι πράγματι χρειάζεται μέγα θάρρος να περάση κανείς από την μέσην, αψηφών τας εκατέρωθεν τηλεβολοστοιχίας των ματιών, τας απηνείς εκείνας πιστολετάντ ντε ζιέ, όπως θα έλεγεν κάποιος.
Άλλοτε το μέρος αυτό εκαλείτο “Νυφοπάζαρο”, δηλαδή με μίαν ονομασίαν ενέχουσαν έννοιαν κινδύνου ασυγκρίτως μεγαλειτέρου δια τους νέους αγάμους. Φαίνεται όμως, ότι η ονομασία “Δαρδανέλλια” επεκράτησε, διότι ακριβώς -όπως και η αλήθεια- γενικεύει τον κίνδυνον επεκτείνουσα αυτού και επί εγγάμων και παρηλίκων… Αν θέλετε, μάλιστα, η διάβασις των στενών είναι επίσης επικίνδυνος και στας γυναίκας, διότι κάτω από κάθε ζευγάρι μάτια, υπάρχει και ένα στόμα αναγελαστικόν, πολλάκις δε ήκουσα κυρίας να λέγουν με τρόμον:
–Α, όχι! να μη περάσουμε από εκεί! η τουαλέττα μου δεν έχει σήμερον μούτρα… για κόσμο.
Κόσμος δεν είναι και εις το Ζάππειον και εις το Σύνταγμα και εις την οδόν Σταδίου και εις τα Χαυτεία;
-Ναι, εις τα “Δαρδανέλλια” όμως, είναι ένας άλλος κόσμος, ο οποίος ξεύρει να βλέπη, να περιγράφη διαφορετικά και δια τον οποίον κάποια μικρά έλλειψις περί την τουαλέτταν, θα ήτο έγκλημα “ολίγον ελαφρότερον της πατροκτονίας…”.
Τι τα θέλετε όμως! Αυτός ο κόσμος, με όλας του τας προλήψεις, είναι η χαρά των οφθαλμών, η τέρψις των αισθήσεων. Είναι ωραίος. Ευωδιάζει. Ξεύρει διάβολε! να ντυθή, να καθήση, να φάγη το παγωτόν του, να ροφήση την γρανίταν του, χωρίς τους “αηθείς βορβορυγμούς”, τους οποίους κατήγγειλεν ο μακαρίτης Σκυλίτσης, τότε που εισήχθησαν εις τας Αθήνας τα καλαμάκια και να μιλήση… γαλλικά, χωρίς προφοράν μωραΐτικην.
Εξομολογούμαι την αμαρτίαν μου, ότι μου αρέσει να βλέπω και νακούω κάπου-κάπου αυτόν τον κόσμον, ο οποίος αν δεν εγγυώμαι ότι είναι πάντοτε ηθικός, ορκίζομαι όμως ότι είναι ώμορφος και πλασμένος αγγελικά. Και αν ήμουν τώρα “οπλίτης”, το μόνον παράπονον που θα είχα δια την τελευταίαν περιοριστικήν διαταγήν του αγαπητού μας φρουράχου, την δικαιοτάτην, είναι ότι θα μου απηγόρευε να πηγαίνω καμμίαν φοράν εις του Γιαννάκη και εις το Ντορέ.
Αλήθεια, εις του Γιαννάκη ή εις το Ντορέ; Που είναι καλλίτερα; … Οι καλοί Αθηναίοι αποφεύγουν ν’αποφανθούν εμπράκτως. Διότι το μεν απόγευμα όλοι προτιμούν του Γιαννάκη, το δε βράδυ το Ντορέ! Αν περάσετε προ του φαγητού από εδώ, θα ιδήτε πλησμονήν πελατών, από εκεί μετρημένους. Αν περάσετε πάλιν μετά το φαγητόν, η πλησμονή θα είναι εις το Ντορέ και απέναντι ερημιά. Πως εξηγείται αυτό;
Αν οι ίδιοι άνθρωποι, δια να μη μείνη παραπονεμένος κανείς, πηγαίνουν πότε εις τον ένα και πότε εις τον άλλον των αντικρυνών αντιζήλων -ευγενικώτατον αυτό και φυσικώτατον-, μένει όμως προς λύσιν το πρόβλημα: διατί το απόγευμα από εδώ και το βράδυ από εκεί και όχι το αντίθετον; Σημειώσατε δε, ότι ίσα-ίσα το δειλινόν, την ώραν που ανάπτουν τα φώτα, το εγκαταλειμμένον σχεδόν Ντορέ έχει την περισσοτέραν δροσιάν και την ωραιοτέραν θέαν, με την λεωφόρον όλην εμπρός του ως την Ομόνοιαν και με το θαυμάσιον ιόχρουν βουνόν εις το βάθος προβαλλόμενον εις τον χρυσοκόκκινον ορίζοντα της δύσεως…
Αλλά δια κάθε της κίνημα, δια κάθε της προτίμησιν, η “ομάς” έχει πάντοτε ένα λόγον και άμα τον εύρη κανείς, παύει να βλέπη ως κίνητρον μίαν ανεξήγητον ιδιοτροπίαν. Το απόγευμα ενωρίς, ο ήλιος κτυπά ακόμη το Ντορέ, ενώ εις του Γιαννάκη έχει σκιάν. Οι πρώτοι καθήμενοι προτιμούν φυσικά την σκιάν και αποτελείται ούτως ο ελκυστικός “πυρήν”, εις τον οποίον σπεύδουν να προστεθούν και οι ερχόμενοι αργότερα, αδιάφορον αν εν τω μεταξύ έδυσεν ο ήλιος και αν η ίδια σκιά βασιλεύει τώρα παντού.
Την εξήγησιν αυτήν, οφείλω εις ένα φίλον μου, μετριόφρονα παρατηρητήν των κοινωνικών φαινομένων, ο οποίος δεν έχει διόλου αξιώσεις. Όσον δια την βραδυνήν προτίμησιν του Ντορέ, ο φίλος μου δεν παραδέχεται διόλου την ευγενείαν του κοινού, ούτε διαβλέπει πνεύμα δικαιοσύνης και ισορροπίας, αλλά φρονεί ότι ο περισσότερος κόσμος όταν είναι ελεύθερος να εκλέξη, ρέπει προς το νέον και στιλπνόν, προτιμά το καινούργιο, ενώ ολίγοι μόνον και εκλεκτοί προτιμούν το παληό, το οποίον είναι και αριστοκρατικώτερον.
-Εγώ, μου έλεγε, που προτιμώ όλα τα παληά -σπίτια, καταστήματα, έπιπλα, σκεύη, κρασιά, συγγραφείς, ποιητάς, όλα εκτός από της γυναίκες- αρέσκομαι να κάθουμε πάντα στου Γιαννάκη.
Φοβούμαι, ότι εγώ δεν θα είμαι τόσον… αριστοκράτης, αφού και το απόγευμα προτιμώ το Ντορέ. Εκτός αν με δικαιολογή αρκετά η θέα της λεωφόρου, του δειλινού και του βουνού, που προβάλλεται εις τον χρυσοκόκκινον ορίζοντα.
Δια το όμορφον των Δαρδανελλίων, δια την θελκτικήν εικόνα της κομψής συγκεντρώσεως, το φόντο αυτό είναι νομίζω καταλληλότερον».
(Ιούλιος 1913, “Εφημερίς”, Γρηγόριος Ξενόπουλος)
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος-Συγγραφέας (FB Σιταράς Θωμάς)