Οι Μεγάλοι περιφρονημένοι των Όσκαρ

0

Πολλά λέγονται για τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο που, παρά τις τέσσερις υποψηφιότητές του για Οσκαρ, δεν το έχει κερδίσει ποτέ – κάτι που μάλλον θα αλλάξει εφέτος γιατί είναι το απόλυτο φαβορί για την «Επιστροφή» του Αλεχάντρο Γκονζάλεθ Ινιαρίτου που θα παιχτεί στην Ελλάδα την ερχόμενη Πέμπτη. Αλλά και ο Ενιο Μορικόνε, που έχει τα διπλάσια και βάλε χρόνια του 40άρη Ντι Κάπριο, τι να πει που έπειτα από τόσες δουλειές στο σινεμά και τέτοια επιρροή σε νεότερους συναδέλφους δεν έχει κερδίσει ποτέ το Οσκαρ;  Θα το κερδίσει για τους «Μισητούς οκτώ» αλλά είναι η έκτη υποψηφιότητά του.

Από την άλλη μεριά βέβαια, υπάρχουν και χειρότερα. Αλλο να μην κερδίζεις ενώ είσαιυποψήφιος (και προσωπικά πάντα πίστευα ότι τα Οσκαρ τελειώνουν στις υποψηφιότητες) και άλλο να σε αγνοούν πλήρως!

Και έχει συμβεί με αρκετούς.

Οι αριστερές πεποιθήσεις του αμερικανού ηθοποιού Εντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον στοίχισαν την καριέρα του σε σημείο να μην μπορεί να βρει πουθενά δουλειά, παρότι μεγάλο όνομα. Δεινοπάθησε τόσο πολύ που εν τέλει αναγκάστηκε να «δώσει» ονόματα στην επιτροπή του Τζο Μακ Κάρθι. Ολα αυτά μας τα θυμίζει η βιογραφική ταινία «Trumbo» για την οποία ο Μπράιαν Κράνστον, ο σταρ της σειράς «Breaking bad», είναι για πρώτη φορά υποψήφιος. Ο Ρόμπινσον υπήρξε τρομερά δημοφιλής στις δεκαετίες του 1930 και του 1940 και άξιζε υποψηφιότητα για τον «Σημαδεμένο» ή το «Στη βοή της καταιγίδας» (β’ ρόλου). Ακόμη και στα sixties, όταν είχε πια μεγαλώσει, αγνοήθηκε. Ηταν ένας τρομερός χαρτοπαίκτης στον «Χαρτοπαίκτη» του Νόρμαν Τζούισον (εκεί όπου κατατρόπωσε τον Στιβ Μακουίν) και μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ β’ ρόλου θα ήταν σωστή επιλογή.

Το όνομα του αυστραλού ηθοποιού Ερολ Φλιν ήταν κάποτε ένα από τα ισχυρότερα στο Χόλιγουντ. Στη δεκαετία του 1930 ο Φλιν υπήρξε το πρότυπο του action hero σε επικές ταινίες («Οι περιπέτειες του Ρομπέν των Δασών», «Η επέλασις της ελαφράς ταξιαρχίας» κ.ά.) ενώ πέτυχε μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία ως στρατηγός Τζορτζ Αρμστρονγκ Κάστερστην «Επέλαση των δραγόνων» (1941). Ηταν όμως «κακό» παιδί και η φημολογούμενη ανάμειξή του με τους ναζιστές σπίλωσε διά βίου το όνομά του με αποτέλεσμα να μην προταθεί ποτέ για Οσκαρ.

Ο μέγας δάσκαλος υποκριτικής στο Αctors Studio Λι Στράσμπεργκ είχε πει ότι το ταλέντο τηςΜέριλιν Μονρόε έρχεται δεύτερο μετά του Μάρλον Μπράντο. Δεν εισακούσθηκε και τόσο όμως γιατί ο περισσότερος κόσμος δεν μπόρεσε ποτέ να δεχθεί τη Μέριλιν Μονρόε ως ηθοποιό (ιδίως ως δραματική ηθοποιό), καθ’ ότι την έβλεπε ως ξανθιά σεξοβόμβα – κάτι που ήταν. Ακόμη και ως σεξοβόμβα όμως η Μονρόε έδωσε υπέροχες ερμηνείες που αγνοήθηκαν από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου. Υπήρξε υπέροχη «τρελαίνοντας» τον Τόνι Κέρτις και τον Τζακ Λέμον στο «Μερικοί το προτιμούν καυτό» (1959) του Μπίλι Γουάιλντερ αλλά και άψογη ως αφελής «σειρήνα των σαλούν» στη «Στάση λεωφορείου» (1956). Θα μπορούσε να προταθεί αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ.

Είναι πραγματικά κρίμα που η Κιμ Νόβακ έλειπε από τις υποψηφιότητες της χρονιάς του 1958 γιατί ο «Δεσμώτης του ιλίγγου» έμελλε να στιγματίσει όχι μόνο την καριέρα της αλλά να διαμορφώσει και την εικόνα της γυναίκας στον κινηματογράφο γενικότερα. Εδώ όμως βλέπουμε ότι ακόμη και τα Οσκαρ μπορούν να κάνουν λάθος. Η ταινία του Αλφρεντ Χίτσκοκεπηρέασε (και συνεχίζει να επηρεάζει) αμέτρητους κινηματογραφιστές, προτάθηκε μόνο για τα σκηνικά και τον ήχο του. Και να μην αναφερθώ καν στο ότι ο Χίτσκοκ, ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών, δεν κέρδισε ποτέ Οσκαρ (αν και υπήρξε υποψήφιος).

Από την πλευρά του, ο γερμανός ηθοποιός Πίτερ Λόρε υπήρξε ένας από τους καλύτερους ρολίστες του αμερικανικού κινηματογράφου στη δεκαετία του 1940 και του 1950, με κορυφαία παραδείγματα ταινίες όπως η «Καζαμπλάνκα» και το «Γεράκι της Μάλτας». Επίσης έδωσε μια ανατριχιαστική ερμηνεία στον ρόλο του κατά συρροήν δολοφόνου παιδιών στην ταινία «Μ» του 1931. Ενα β’ ρόλου του άξιζε αλλά ποτέ δεν υπήρξε υποψήφιος.

Στα πιο πρόσφατα χρόνια, η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι του 65χρονου πλέον Ρίτσαρντ Γκιρ. Οι φήμες ότι ο Γκιρ προτιμά το Θιβέτ αντί τα Οσκαρ έχουν ενδεχομένως επιφέρει επιπτώσεις στην καριέρα του. Πώς να χωνέψεις ότι δεν έχει υπάρξει έστω μία φορά υποψήφιος, τουλάχιστον για το «Σικάγο», όπου εκτός από το ότι μας έπεισε ως αδίστακτος δικηγόρος, μας κέρδισε και με τον χορό του.

Του Γιάννη Ζουμπουλάκη
(Αναδημοσίευση από  tovima.gr)

Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.