του Νίκου Βατόπουλου
Θα μπορούσε να είναι ένας κόσμος αυθύπαρκτος, ένα φιλμ μικρού μήκους με μοναδικούς ήχους, τη στάλα της βρύσης, το άνοιγμα των συρταριών και το σούρσιμο των βημάτων. Θα μπορούσε να είναι μια μικρή πολυκατοικία του 1925 στην Αθήνα, ένα σπίτι που ονειρεύτηκε το αύριο, ένα σπίτι που ήθελε να είναι κομμάτι της μοντέρνας πόλης.
Οταν χτίστηκε, πριν από 90 και πλέον χρόνια, το «Βανκούβερ Απαρτμάν», όπως και άλλα σπίτια στην ίδια περιοχή, άπλωνε ρίζες σε ένα από τα πιο φωτεινά σημεία της Αθήνας. Μια διεύθυνση στη Μαυρομματαίων ήταν ένα διαβατήριο στην πόλη των ανερχόμενων αστών, ανάμεσα σε ιδιωτικά σχολεία, υπαίθρια θέατρα, ανακτορικού τύπου αρχοντικά, βιεννέζικες πολυκατοικίες, που μετά το 1930 έγιναν ακόμη πιο μοντέρνες και πρόσφεραν ευρύχωρα διαμερίσματα με ακριβά υλικά. Το Πάρκο απέναντι, μετά το 1934, θα έδενε, θα σφράγιζε, θα συμβόλιζε αυτή την αστική πυκνότητα.
Εκείνα τα χρόνια μεγάλωναν οι έφηβοι που θα ζούσαν τα νιάτα τους στη δεκαετία του ’40. Οι γονείς τους ήταν παιδιά των Βαλκανικών Πολέμων και, πιο πριν, οι παππούδες τους μπορεί να είχαν πάει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. Οι στρώσεις του χρόνου τύλιγαν και έσφιγγαν τις μνήμες, και τα σπίτια στη Μαυρομματαίων και σε όλους εκείνους τους δρόμους, στη Χέυδεν, στην Κότσικα, στη Δεριγνύ, στην Αντωνιάδου, δεν θύμιζαν την παλιά Αθήνα της Αιόλου και του Ψυρρή. Η νέα Αθήνα της Μαυρομματαίων προς την Κυψέλη και την Πατησίων ήταν ένα άλμα στο αύριο.
Εβλεπα αυτό το αύριο όπως το ονειρεύονταν το 1925 και το 1935, το 1950 και το 1960 και σκεφτόμουν ότι μοιάζει μακρινό σαν φωτογραφία μικρού κοριτσιού μέσα σε σελίδες ημερολογίου. Εφερνα στον νου παλιομοδίτικα αρώματα σε μπουκαλάκια του Jean Patou που φορούσαν γυναίκες της Μαυρομματαίων, έβλεπα το τεύχος 4 των Κλασικών Εικονογραφημένων από το 1951 και τις «Εικόνες» του 1962. Τα έβλεπα όλα, μαζί με τα ράφια στην κουζίνα, το ψυγείο της Westinghouse, το Photoplay με εξώφυλλο τον Ροκ Χάτσον.
Σήμερα, στο «Βανκούβερ Απαρτμάν», μόλις και διέκρινα τα σμιλεμένα στο μάρμαρο γράμματα πίσω από μαδέρια και σκαλωσιές, ένας παγωμένος αχός από σκοτεινά, ψηλοτάβανα δωμάτια χυμούσε έξω στη Δεριγνύ. Περπατούσα στα βήματα των παλαιών αστών της Αθήνας του 20ού αιώνα, βήματα που γαντζώθηκαν και στη δική μου εφηβεία, μορφές που θαμπώνουν στη στροφή του χρόνου. Ωστόσο, τα υλικά ερείπια εκείνου του αστικού θαύματος ήταν μπροστά μου. Και σε κάποιες προσόψεις, άλλοτε ζηλευτών πολυκατοικιών του 1935 ή του 1958, έβλεπα κουρτίνες και λάμπες να φωτίζουν πίσω από ημιδιάφανες σκηνές ηρεμίας. Ηταν σαν μικροί βωμοί μιας τελετουργίας εν κρυπτώ.
Πότε να ήταν που οι παλιοί αστοί της Πατησίων έκλεισαν τα σπίτια και τα διαμερίσματα και σκόρπισαν; Θυμάμαι ιστορίες εξόδου ήδη από το 1972 και το 1974, κύματα ανακατατάξεων και μετακομίσεων, με τους πιστούς στην περιοχή να λιγοστεύουν χρόνο με τον χρόνο.
Πίσω από τα κάθε «Βανκούβερ Απαρτμάν», ξεθωριασμένες ιστορίες λιμνάζουν στη μνήμη ολοένα και λιγότερων ανθρώπων. Ζουν ως απόηχοι, όπως επιζεί η μνήμη των νεκρών σαν ρευστή σκιά στον νου όσων τους φέρουν. Η Μαυρομματαίων έχει ακόμη την ιστορία της άγραφη. Πίσω από μισοτραβηγμένες κουρτίνες σε κάποιον όροφο, η ζωή θα ατενίζει το αύριο.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή