Η κινηματογραφική εβδομάδα που αρχίζει έχει αρκετές νέες ταινίες, από τις οποίες καμία δεν έχει την ενέργεια ώστε να σε ωθήσει να πετάξεις τη σκούφια σου.
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
«Οι δύο Πάπες» (The two Popes, ΗΠΑ/Αγγλία/Αργεντινή/Ιταλία,
2019). Δραματική, κοινωνική του Φερνάντο Μεϊρέλες
Οταν ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ (Αντονι Χόπκινς) καλεί για μια συνάντηση τον (συνυποψήφιo και βασικό αντίπαλό του τη χρονιά της εκλογής του) Καρδινάλιο Μπεργκόλιο (Τζόναθαν Πράις), ο δεύτερος δεν μπορεί να υποψιαστεί τον λόγο της συνάντησης. Μια συνάντηση (βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά) που καλύπτει αρκετά μεγάλο μέρος της διάρκειας αυτής της ταινίας και που είναι, στην ουσία, μια ενδιαφέρουσα αλλά και ολίγον βαρετή φιλολογική σύγκρουση ιδεών ανάμεσα σε ηλικιωμένους: ο μέν Πάπας (Γερμανός) είναι ο κλασικός εκπρόσωπος της παράδοσης, ο δε Καρδινάλιος (Αργεντίνος) της προόδου.
«Δεν ανήκουμε σε αυτόν κόσμο» λέει ο Μπεργκόλιο για τη στάση που κρατά η Καθολική Εκκλησία και έχει δίκιο παρότι και η δική του φωλιά είναι λερωμένη: το παρελθόν του διακρίνεται από σκοτεινές σελίδες που σχετίζονται με την περίοδο της χούντας στην Αργεντινή της δεκαετίας του 1970 και τα φλας μπακ που μας
μεταφέρουν σε εκείνη την εποχή είναι σίγουρα πιο ζωντανά από τη στατικότητα της ταινίας μέσα στα δωμάτια του Βατικανού.
Ομως όλοι κάποια στιγμή μπορούν να αλλάξουν, χωρίς απαραιτήτως να συμβιβαστούν όπως ακούγεται παραπάνω από μία φορά στην ταινία. Πάνω σε αυτή την ιδέα, κατά κάποιον τρόπο, είναι δομημένη η ιστορία της ταινίας του Φερνάντο Μεϊρέλες, πολύ μακριά εδώ από την εποχή της «Πόλης του Θεού» και του «Επίμονου κηπουρού».
Οσο για τους δύο σπουδαίους ηθοποιούς που υποδύονται τους κληρικούς (και οι δύο υποψήφιοι για Χρυσή Σφαίρα), η αλήθεια είναι ότι βάζουν τα δυνατά τους για να διατηρήσουν το ενδιαφέρον μας αν όχι αμείωτο, τουλάχιστον «ζωντανό». Εν μέρει τα καταφέρνουν. Βαθμολογία: 2
———————————-
«Ραντεβού στο Belle Epoque» (Belle Epoque, Γαλλία, 2019).
Κοινωνική του Νικολά Μπεντός
Το παρελθόν δείχνει να γοητεύει τον γάλλο σκηνοθέτη Νικολά Μπεντός, αρκεί να θυμηθούμε την πρώτη ταινία του, «Ο κύριος και η κυρία Αντελμάν», ένα καλειδοσκόπιο στον χρόνο μέσα από το οδοιπορικό ενός ζευγαριού. Το «Ραντεβού στο Belle Epoque» είναι στην ουσία ένας ύμνος προς τη δεκαετία του 1970, όταν τα πράγματα, σε όλους τους τομείς, ήταν πολύ πιο ξεκάθαρα συγκριτικά με την μπερδεμένη, σύγχρονη εποχή μας. Αυτό τουλάχιστον είναι το πρόβλημα του Βιτόρ, ενός γερασμένου, κάποτε πασίγνωστου σκιτσογράφου (Ντανιέλ Οτέιγ), ο οποίος ζει με μια γυναίκα που πλέον τον βαριέται (Φανί Αρντάν) και χωρίς να έχει όρεξη για τίποτε. Τι θα μπορούσε να συμβεί όμως αν μέσω μιας τηλεοπτικής εκπομπής που διευθύνει ένας εκκεντρικός σκηνοθέτης (Γκιγιόμ Κανέ) ο Βιτόρ, για λίγο, ξαναβρεθεί στο παρελθόν και στη νιότη του; Πάνω σε αυτή την τρυφερή ιδέα ο Μπεντός στήνει μια ολόκληρη εποχή περιορίζοντάς την σε ένα κλασικό seventies μπαρ όπου ο Βιτόρ μέσω της γνωριμίας μιας νέας κοπέλας (Ντοριά Τιγέρ) θα ξαναζήσει τα χρόνια της ελεύθερης ζωής, της νιότης, του έρωτα. Αεικίνητη, όσο χρειάζεται νοσταλγική και με πολύ καλές προθέσεις, η ταινία προσφέρεται για ένα ευχάριστο δίωρο και εν συνεχεία ξεχνιέται. Βαθμολογία: 2 1/2
———————————–
«Η ναυμαχία του Μίντγουεϊ» («Midway», ΗΠΑ, 2019).
Πολεμική περιπέτεια του Ρόλαντ Εμεριχ.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος γίνεται για μία ακόμη φορά αρένα για ένα εντυπωσιακό και άδειο α λα Χόλιγουντ σόου, μια θεαματική «αναπαράσταση» της πιο νευραλγικής ναυμαχίας στον Ειρηνικό Ωκεανό, ανάμεσα στους Αμερικανούς και στους Ιάπωνες, από την οποία κρίθηκε η πορεία του πολέμου. Με άλλα λόγια ένα όργιο καταστροφής και θανάτου, χωρίς ιδιαίτερο ανθρώπινο βάθος, στο μοντέλο όχι της «Διάσωσης του στρατιώτη Ράιαν» αλλά του «Pearl Harbor», άντε μια σκάλα παραπάνω (η επίθεση στη βάση των Αμερικανών στη Χαβάη καθώς και η αντεπίθεση των Αμερικανών με τον βομβαρδισμό στο Τόκιο υπάρχουν και εδώ).
Στους μοιρασμένους ρόλους των υψηλόβαθμων αμερικανών στρατιωτικών βλέπουμε αρκετά γνωστά πρόσωπα να δίνουν διεκπεραιωτικά το «παρών» (Ντένις Κουέιντ, Ααρον Εκχαρτ, Πάτρικ Γουίλσον, Γούντι Χάρελσον), ενώ σε εκείνου των μαχητών της αμερικανικής αεροπορίας τον πρώτο λόγο έχουν νέοι ηθοποιοί, από τους οποίους, προσωπικά, κανέναν δεν ξεχώρισα (Εντ Σκρέιν, Κίαν Τζόνσον, Νικ Τζόνας κ.ά.) Βαθμολογία: 1 1/2
————————————-
«Marianne and Leonard: Λόγια Αγάπης» («Marianne and Leonard: Words of love», ΗΠΑ, 2019).
Ντοκιμαντέρ του Νικ Μπρούμφιλντ
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του ντοκιμαντέρ για τον έρωτα ανάμεσα στον καναδό ποιητή, συγγραφέα και βεβαίως μουσικό Λέοναρντ Κόεν (1934-2019) και στη Νορβηγή Μαριάνε Iχλεν είναι ότι μας δίνει μια άγνωστη εικόνα των πρώτων χρόνων του καλλιτέχνη, πριν καν μπει στον χώρο της μουσικής.
Στη δεκαετία του 1960, ο Κόεν ήταν ένας από τους δεκάδες ανέμελους νέους που είχαν βρει στο νησί της Υδρας τον επίγειο παράδεισο. Εκεί γνώρισε και ερωτεύθηκε τη Μαριάνε, έναν δύσκολο αλλά γοητευτικό χαρακτήρα, η οποία τελικά τον ενέπνευσε για τη δημιουργία μιας από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της καριέρας του, το «So Long Marianne».
Εκείνη την εποχή ο Κόεν ήταν συγγραφέας και ένα από τα βιβλία που έγραψε στην Υδρα, το «Υπέροχοι απόκληροι», είχε προκαλέσει αρκετό θόρυβο και διχάσει. Μετά την έκδοσή του έφυγε από το νησί, πήγε στη Νέα Υόρκη και άρχισε να πειραματίζεται με τη μουσική.
Γεύτηκε σχεδόν αμέσως την επιτυχία και έτσι έφτιαξε έναν «ρόλο» (σοβαρός, αγέλαστος, διανοούμενος καλλιτέχνης) τον οποίο ακολουθούσε πιστά. Χωρίς να αγιοποιεί τον Κόεν, το ντοκιμαντέρ καταγράφει διάφορα περιστατικά της ζωής του (άγνωστα στους μη μυημένους) και εμμένει αρκετά στην αδυναμία του για το σεξ αλλά και στην εμπλοκή του με τον κόσμο των παραισθησιογόνων. Ενας ιδιοφυής εκκεντρικός που πάντα θα αγαπάμε όταν τον ακούμε. Βαθμολογία: 2 ½
————————————-
«Ζίζοτεκ» (Eλλάδα, 2019).
Δράμα του Βαρδή Μαρινάκη.
Δέκα χρόνια μετά το «Μαύρο λιβάδι», ο Βαρδής Μαρινάκης επιστρέφει στη μεγάλου μήκους ταινία, αφηγούμενος μια παράξενη ιστορία ενηλικίωσης με φόντο το τραχύ τοπίο της ελληνικής επαρχίας. Εδώ, ένα ανήλικο αγόρι (Αύγουστος Λάμπρου-Νεγρεπόντης), αποξενωμένο από τη μητέρα του (Πηνελόπη Τσιλίκα) και χωρίς πατέρα, καλείται να επιβιώσει μόνο του,σε κάποιο δάσος, εκεί όπου η μάνα για άγνωστους λόγους το έχει εγκαταλείψει.
Ενα μεγάλος μέρος της ταινίας αναλώνεται στην προσπάθεια του παιδιού να τα βγάλει πέρα αβοήθητο, τρώγοντας ό,τι να ‘ναι, και βρίσκοντας καταφύγιο σε κουφάλες δέντρων. Η αλλαγή της σελίδας στην ιστορία θα γίνει όταν ο μικρός έρχεται σε επαφή με έναν μυστηριώδη, αμίλητο άνδρα (Δημήτρης Ξανθόπουλος), κρυμμένο στη φύση με όπλο.
Πάνω τους ο σκηνοθέτης θα κτίσει μια σχέση αποστασιοποιημένης συγκίνησης σε μια ταινία που ποτέ δεν απογειώνεται αλλά σίγουρα ενδιαφέρεται να μιλήσει για τη θέση του απροστάτευτου παιδιού στη σημερινή κοινωνία. Βαθμολογία: 2
————————————-
«Τσάρλι» (Ελλάδα, 2019).
Κωμωδία του Θανάση Τσαλταμπάση
Η δεύτερη ταινία που σκηνοθέτησε ο ηθοποιός Θανάσης Τσαλταμπάσης κρατώντας για τον εαυτό του τον κεντρικό ρόλο, είναι στην ουσία ένας φόρος τιμής στον Τσάρλι Τσάπλιν, τον θεό της βωβής κωμωδίας. Αρκεί να φανταστούμε τον Σαρλό, αρκετά παραλλαγμένο (σκουλαρίκι, βαμμένο μαλλί, αθλητικά παπούτσια) στη σύγχρονη Αθήνα και με το πρόσωπο του βραχύσωμου έλληνα κωμικού, ο οποίος το μόνο που κάνει είναι να μιμείται τον Τσάπλιν. Ενας ανθρωπάκος που παλεύει με τους πάντες για να τα βγάλει πέρα στην εχθρική πόλη. Οποιος έχει δει βωβή ταινία με τον Σαρλό, θα τη θυμηθεί εδώ. Ο Τσαλταμπάσης έχει πάρει όλα σχεδόν τα γνώριμα συστατικά των ταινιών του και με ευγένεια τα χρησιμοποιεί με τον δικό του τρόπο, χωρίς ήχο και με καρτέλες ενδιάμεσα για τη ροή της υπόθεσης. Επίσης δίνει πολλή σημασία στη σωστή κινησιολογία των ηθοποιών (υπήρξε ειδικός εκπαιδευτής). Το μόνο πρόβλημα: έχει προηγηθεί το «Artist». Ενας ακόμη φόρος τιμής δεν δείχνει καν απαραίτητος.Βαθμολογία: 2
———————————-
Προβάλλεται επίσης το θρίλερ «Μαύρα Χριστούγεννα» («Black Christmas», ΗΠΑ, 2019), στο οποίο ένας μανιακός δολοφόνος, με άγνωστα κίνητρα, σφαγιάζει τα μέλη μιας αδελφότητας, γεγονός από το οποίο ξεσπά ο πανικός και η αμοιβαία καχυποψία. Ομως ο δολοφόνος δεν έχει υπολογίσει ότι μια παρέα κοριτσιών είναι πιο δυναμική απ’ όσο θα περίμενε… Μέσω αυτής της ταινίας η σκηνοθέτρια Σοφία Τακάλ (που συνυπογράφει και το σενάριο) επιστρέφει σε ένα cult movie του 1974. Παίζουν: Ιμογκεν Πουτς, Αλέισι Σάνον, Λίλι Ντόναχιου κ.ά.
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα
το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ