Χαμένος σε δρομάκια που ακούν στο όνομα Σάθα και Φραγκίστας, βουτηγμένος ώς τον πυθμένα μιας αστικής ανασκαφής, τριγυρνούσα ιχνηλατώντας σκιές. Βρισκόμουν πάνω από την Πατησίων, και είχα αφεθεί στην αύρα των άσημων δρόμων πάνω από την πλατεία Κολιάτσου. Είναι δρόμοι που σε έναν παλιό Αθηναίο προκαλούν συνειρμούς, γεννούν εκείνη την υγρασία της μνήμης και δίνουν λίγο παραπάνω θερμότητα από όση επιτρέπει εκείνη η αδυσώπητη και γκρίζα ανωνυμία.
Tου Νίκου Βατόπουλου*
Αναρωτιόμουν και εγώ για ποιο λόγο έσερνα τα βήματά μου ώς την οδό Νάξου ή στην από πάνω παράλληλο, την οδό Πίνδου, καθώς γνώριζα πως αυτή η κάποτε αστική γειτονιά, δεν είχε πλέον ούτε ερείσματα ούτε παράσημα. Ήταν αυτό που ήταν. Και αυτό ακριβώς με συγκινούσε.
Ανηφόριζα την οδό Σκιάθου και στη γωνία με τη Δροσοπούλου σταμάτησα να δω το σκήνωμα μιας μεσοπολεμικής διπλοκατοικίας, με τον ημικυκλικό εξώστη της και το μελένιο χρώμα στο αρτιφισιέλ. Ηταν ένα από τα πολλά κτίρια με νεκροφάνεια που θα συναντούσα στον περίπατό μου, μια συλλογή πένθιμη με τα κουφάρια άλλοτε επιθυμητών κατοικιών. Στη μικρή οδό Κρασά, στην ευθεία προς τη Νάξου, όπου και η Θεατρική Σκηνή του Αντώνη Αντωνίου, είδα αυτό το θεόρατο κυπαρίσσι και σκέφτηκα πόσα πουλιά θα κοίμιζε όταν θα σιωπούσε η γειτονιά. Ηταν απόγευμα αλλά αναλογίστηκα το ξύπνημα των πουλιών πριν ακόμη χαράξει και πριν το φως της αυγής βάψει τους σοβάδες και τα αρτιφισιέλ.
Πίνδου και Σκιάθου, είδα μία ρομαντική φαντασία που στέγαζε τώρα Κέντρο Ξένων Γλωσσών και πιο πάνω στον αριθμό 105 της Σκιάθου, ένα δίπατο από τη δεκαετία του ’20 του περασμένου αιώνα, όταν αυτοί οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι, ραβδωμένοι από τα νερά της βροχής και το ποδοβολητό των παιδιών.
Η οδός Φραγκίστας με τις πυκνές φυλλωσιές και τους ετοιμoπόλεμους γάτους συγκράτησε τα βήματά μου, ήταν ένας κόσμος μυστηριώδης και αυθύπαρκτος, γι’ αυτό λίγο μετά αφέθηκα να θαυμάζω την κομψότητα της μικρής μεσοπολεμικής πολυκατοικίας, γωνία Μιστριώτου και Νάξου. Προχωρώντας πάνω-κάτω, διέκρινα από μακριά το μικρό σπίτι στην Πίνδου 76.
Αυτό το σπιτάκι μου τράβηξε την προσοχή. Είχε τα κεραμίδια του βυζαντινά και την εξώθυρα με εκείνο το λαϊκότροπο ιδίωμα της συνοικιακής αρ ντεκό. Εστεκε ως μουσείο του εαυτού του, μου θύμισε εκείνα τα κοχύλια που άδειαζαν από τα σπλάγχνα τους. Η ώχρα του διασωζόταν στην πάνω ζώνη και πιο κάτω υπήρχε πάστα χρώματος σε δύο τόνους του ροζ, ένα τριανταφυλλί και ένα πιο αχνό σαν ξεπλυμένο ροδόνερο, σαν κοκκινάδι στα χείλη νεκρής. Εσκυψα στην εξώθυρα, σαν προσκυνητής ή σαν πιστός σε μετάληψη. Από τους σιδερένιους ρόδακες άνοιγε σκοτεινός ο δρόμος στα σπήλαια του μικρού σπιτιού. Είδα τα πλακάκια, σαν ένα κεραμικό καρπέτο, κάτω από πηχτή σκόνη, σωστό εύρημα ανασκαφής. Τα πλακάκια αχνοφαίνονταν όπως ένας Διόνυσος σε ελληνιστικό ψηφιδωτό.
*Πηγή: https://www.kathimerini.gr/