Αν το κέντρο είναι η Ακρόπολη, τότε δυτικά της βρίσκονται οι λόφοι του Αρείου Πάγου και των Μουσών (ή Φιλοπάππου), η Πνύκα και εκείνος των Νυμφών (ή Αστεροσκοπείου). Βορειοανατολικά και ανατολικά της, ο Λυκαβηττός και ο λόφος του Αρδηττού, αντίστοιχα. Ιδού οι περίφημοι επτά λόφοι της Αθήνας, οι τόσο σημαντικοί για την ιστορία της, για το φυσικό περιβάλλον της, αλλά και για την ίδια την εμπειρία της, από κατοίκους και επισκέπτες.
Του Νικόλα Ζώη*
Τοπόσημα, περιβαλλοντικοί θύλακοι, φορείς ιστορίας ή και τα τρία μαζί; Ισως και πολλά άλλα, μιας και οι επτά λόφοι της Αθήνας, αυτές οι περίοπτες εξάρσεις του αναγλύφου της πόλης, είχαν και έχουν μια επιπλέον σημασία που την υπαινισσόταν καλύτερα ο Δημήτρης Πικιώνης: «Ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε μαζί με το έδαφος απάνω εις τα κυρτώματά του (…) μετρούμε τη γη με τον κόπο του κορμιού μας (…) το έρημο τούτο μονοπάτι είναι απείρως ανώτερο από τις λεωφόρους των μεγαλουπόλεων, γιατί με την κάθε πτυχή του (…) μας μαθαίνει τη θεία υπόσταση της ατομικότητας της υποταγμένης εις την αρμονία του όλου», έγραφε στη «Συναισθηματική Τοπογραφία» το 1935.
Από μια άλλη, πιο πανοραμική οπτική, ο Λε Κορμπιζιέ, παρομοίαζε στις αρχές του 20ού αιώνα την Αττική με ένα όστρακο επικλινές, στο κέντρο του οποίου υπήρχε ένα μαργαριτάρι, ο Παρθενώνας. Κι όπως θα σημείωνε ο Χρήστος Ζερεφός σε μια πραγματεία της Ακαδημίας με τίτλο «Αι επτάλοφοι Αθήναι και το Αστεροσκοπείον Αθηνών», παρ’ όλη την οικοδομική παραμόρφωση του «οστράκου», ευτυχώς που πέριξ της Ακροπόλεως, διακρίνονται έξι βραχώδεις λόφοι.
Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, στον λόφο των Νυμφών.
Εντοπίζονται εύκολα στον χάρτη: δυτικά της Ακρόπολης, ο λόφος του Αρείου Πάγου, των Μουσών (ή Φιλοπάππου), η Πνύκα και εκείνος των Νυμφών (ή του Αστεροσκοπείου). Βορειοανατολικά και ανατολικά, ο Λυκαβηττός και ο λόφος του Αρδηττού αντίστοιχα. Από πού αξίζει άραγε να ξεκινήσει κανείς μια πρωινή περιήγηση; Ισως από εκείνο το μαργαριτάρι του Κορμπιζιέ: σύμβολο της ακμής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, αλλά κι έχοντας υποστεί πλήθος καταστροφών στην ιστορία του, ο Παρθενώνας, κτισμένος σε ένα λόφο κατοικημένο από τη Νεολιθική εποχή, μαγνητίζει εδώ και δεκαετίες ανθρώπους από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Εργα αναβάθμισης
Είτε κατά μόνας, είτε κατά ζεύγη ή σε ομάδες, θαυμάζουν, φωτογραφίζουν, ακούν μία ξεναγό, σκαρφαλώνουν λίγο ακόμα (η προσβασιμότητα και ο φωτισμός αναμένεται να αναβαθμιστούν ώς το καλοκαίρι από το Ιδρυμα Ωνάση) χαζεύουν τη θέα και όση Αθήνα χωράει η καρδιά τους ή εντοπίζουν από ψηλά σημεία που τους γεννούν ενθουσιασμό. Τι άλλο θα μπορούσαν να μάθουν για τον Παρθενώνα; Πολλά και τίποτα· αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα, αν απλώς δεν είχε υπάρξει ποτέ.
Κατηφορίζοντας κατόπιν προς τον αρχαιολογικό χώρο του Φιλοπάππου, της Πνύκας και του λόφου των Νυμφών, αφήνοντας στα δεξιά του τον Αγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη, έχει κανείς την τύχη να βαδίσει στα πλακόστρωτα που ο Πικιώνης σχεδίασε τη δεκαετία του ’50, με υποδειγματικό σεβασμό στο ιστορικό τοπίο. Στην Πνύκα, σημείο συνέλευσης της Εκκλησίας του Δήμου, ο σημερινός επισκέπτης θα επιβεβαιώσει ότι ένας τέτοιος χώρος υποτάσσει αλλά και αναδεικνύει την ατομικότητα των σωμάτων, είτε πρόκειται για παιδιά που αναφωνούν «τι ωραία είναι εδώ πάνω», είτε για παρέες που απολαμβάνουν κάποιο πικ-νικ, είτε για μεσήλικες που βρήκαν την ώρα να μιλήσουν για δουλειές.
Η θέα από τον λόφο Φιλοπάππου, όπου πιθανότατα βρισκόταν τέμενος των Μουσών.
Εδώ είχε τοποθετήσει τον 5ο π.Χ. αιώνα και ο Μέτωνας το αστρομετεωρολογικό του παρατηρητήριο, ενώ στον κοντινό λόφο των Νυμφών, άλλοτε τόπο πανάρχαιων χθόνιων λατρειών, αλλά έρημο λίγο πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους (γεμάτο, όπως πιστευόταν, με σπηλιές στοιχειωμένες και εντρυφήματα μαγισσών), θεμελιώθηκε το 1842 το Εθνικό Αστεροσκοπείο, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν και με ένα κήπο που εμπνεύστηκε ο Τσίλλερ.
Στον Αρειο Πάγο μπορεί κανείς να σταθεί, αν όχι όπως ο Απόστολος Παύλος που κάποτε εξήρε από εδώ τις θρησκευτικές αναζητήσεις των Αθηναίων, τότε ως ένας από τους πάμπολλους τουρίστες που ρεμβάζουν, τους πρόσφυγες που συζητούν, τους νεαρούς που μετά το απόγευμα θα στήσουν μια κιθαριστική βραδιά. Στα πρανή του Φιλοπάππου δεν αποκλείεται να εξελίσσεται κι ένας αυτοσχέδιος, ξέχειλος από χαρά γάμος. Στην κορυφή του, ίσως κάποιος ποδηλάτης να επαινεί «μια άλλη, γαλήνια μορφή ζωής, κοντά στο περιβάλλον», και σίγουρα κοντά στο μνημείο που από τον 2ο αιώνα μ.Χ. απεικονίζει έναν ένθρονο πρίγκιπα της Aνω Συρίας και ευεργέτη της Αθήνας, ο οποίος έδωσε στον λόφο το όνομά του.
Απέναντί του, ο λόφος του Αρδηττού, εξακολουθεί να φιλοξενεί δρομείς, λάτρεις της γυμναστικής, επισκέπτες του Καλλιμάρμαρου, αλλά και ηλικιωμένους περιπατητές που πια δεν επιθυμούν «ούτε χρήματα, ούτε τίποτα, μόνο βόλτες». Λέγεται ότι εδώ λάμβαναν χώρα τα Μικρά Ελευσίνια Μυστήρια ή ότι κάπου κοντά βρισκόταν το σπήλαιο του Πανός. Ομως, όσο πέφτει ο ήλιος, τον τόνο δίνουν τα σιωπηλά πεύκα. Στο βάθος, σε όλη τη δόξα των 277 μέτρων του, δεσπόζει ο Λυκαβηττός.
Ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για τον περιβάλλοντα χώρο του θεάτρου του Λυκαβηττού ξεκίνησε το περασμένο καλοκαίρι. Σύντομα θα προχωρήσουν από τον δήμο αντιπλημμυρικές παρεμβάσεις, καθώς και μελέτες για τη βλάστηση, το αρδευτικό σύστημα, τα μονοπάτια κ.λπ. Προς το παρόν, έξω από το εκκλησάκι των Αγίων Ισιδώρων δύο φιλενάδες συμφωνούν ότι το ευχέλαιο που μόλις τελείωσε, «ήταν άλλο πράγμα».
Ο Λυκαβηττός είναι το δεύτερο υψηλότερο σημείο του Λεκανοπεδίου μετά τα Τουρκοβούνια.
Λίγα μέτρα πιο πάνω, το τελεφερίκ περιμένει υπομονετικά τους επιβάτες του, ενώ στην κορυφή, στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, οι τουρίστες τραβούν φωτογραφίες μέχρι και τις βραδινές ώρες. Την όποια γκρίνια για τα χούγια τους εξουδετερώνει μια Αθήνα που από ψηλά μοιάζει με έργο τέχνης και που οι δρόμοι της, σιγά σιγά εμφανίζονται σαν φωτεινό νευρικό σύστημα. Τα πρώτα «πειραγμένα» αυτοκίνητα καταφτάνουν έξω από το θέατρο. Φαίνονται κι άλλοι λόφοι από εδώ, λόφοι που παραμελήσαμε, όπως ο πολύπαθος Στρέφης και τα Τουρκοβούνια, που στη διάρκεια της επταετίας, παραλίγο να φιλοξενήσουν εκείνο το «Τάμα του Εθνους». Είπαμε, όμως, δεν είναι ώρα για γκρίνιες. Το εξηγεί καλύτερα, πάλι ο Πικιώνης: «Χαίρεται το προχώρεμα του κορμιού επάνω απ’ την ανάγλυφη τούτη ταινία που είναι το έδαφος».
Από τον Βάρναλη, στα ενοικιαστήρια «με θέα»
Σημεία μεταφυσικού ή οχυρωματικού ενδιαφέροντος στα αρχαία χρόνια, εν μέρει αγνοημένα στα βυζαντινά, στρατηγικοί προμαχώνες στην Επανάσταση του 1821, οι επτά λόφοι της Αθήνας προσείλκυσαν τα νεωτερικά, φυσιολατρικά βλέμματα από τον 19ο αιώνα κι έπειτα, χωρίς να γλιτώσουν από ιδιοκτησιακές απαιτήσεις ή καταστροφικές λατομήσεις. Οι τελευταίες ήταν βασική αιτία διαμαρτυρίας ενός κινήματος διατήρησης του φυσικού και ιστορικού τοπίου της Αθήνας, ενισχυμένου στη διάρκεια του βενιζελικού εκσυγχρονισμού, λέει ο αναπληρωτής καθηγητής αστικής ανθρωπολογίας του Παντείου, Λεωνίδας Οικονόμου.
Ο Άρειος Πάγος προσελκύει παρέες καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Στο πλαίσιο του κινήματος αυτού μπορούν να περιγραφούν και ο φυσιολατρικός ρομαντισμός και η μαχητική περιβαλλοντική ευαισθησία του ποιητή Κώστα Βάρναλη: «Ηταν φανατικός περιηγητής και εκδρομέας. Ηρθε στην Αθήνα το 1900 και έμενε στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Γνώρισε ένα Λυκαβηττό πιο “ρουστίκ”, που τον αγαπούσε και κατήγγειλε την οικοπεδοποίησή του», λέει ο Οικονόμου και προσθέτει ότι αργότερα θα ακούγονταν κι άλλες παρόμοιες διαμαρτυρίες, όπως από τον Κώστα Μπίρη, για τη λατόμηση στα Τουρκοβούνια. Τελικά, σώθηκαν οι γνωστοί λόφοι, όχι οι άσημοι, όπως ο Κολωνός. «Είναι όμως από τους λίγους πνεύμονες που έχουμε, ενώ αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό της πλαστικότητας του αθηναϊκού τοπίου, που εξαιτίας τους προσλαμβάνεται ως σχετικό με τα ανθρώπινα μέτρα. Κι όμως, στην Ελλάδα, ανταλλάζουμε την ιδιωτική θέα των διαμερισμάτων, με την καταστροφή του τοπίου», καταλήγει.
«Σκεφτείτε πόσα ενοικιαστήρια και πωλητήρια τονίζουν τη θέα στον Λυκαβηττό ή στην Ακρόπολη», παρατηρεί η αρχιτέκτονας Αθηνά Σταματοπούλου. Κατά τη γνώμη της, η εικόνα των λόφων κυριαρχεί στη σύγχρονη πόλη. Ειδικά ο Λυκαβηττός και η Ακρόπολη φαίνονται από πολλά σημεία, ενώ ο Αγιος Γεώργιος και ο Παρθενώνας αντιστοίχως, λειτουργούν σαν το στέμμα τους. Η ιστορική εξάπλωση της πόλης επηρεάστηκε κι αυτή από την παρουσία των λόφων. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα: «Πλησιάζοντας ένα λόφο, το έδαφος αρχίζει και γίνεται πιο ανηφορικό, κάτι που γίνεται αντιληπτό από το σώμα», παρατηρεί η Σταματοπούλου. «Η σημασία των λόφων δεν είναι μόνο οπτική· οι εντάσεις του εδάφους γίνονται κατανοητές κιναισθητηριακά».
*Έντυπη έκδοση της εφημερίδας Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ