Η περίφημη μαρμάρινη σκάλα του γνώρισε στιγμές δόξας από τις αρχές του 18ου αιώνα, όταν ο «φραντσέζος κόνσολας», ιδιοκτήτης της μεγαλοπρεπούς κατοικίας στην καρδιά της Πλάκας, φιλοξενούσε γαλαζοαίματους και επώνυμους περιηγητές. Η παρακμή ήρθε πολύ αργότερα και την περίοδο που τα μπουζούκια κυριαρχούσαν στη «συνοικία των θεών» φιλοξενούσε μία από τις πιο γνωστές ταβέρνες της Αθήνας. Στο τέλος της δεκαετίας του 1990 ανακαινίστηκε και αποτελεί κατοικία παλιού πολιτικού, που είναι απόγονος της ιστορικής οικογένειας
Η Πλάκα, η καρδιά της μεσαιωνικής πόλης, ήταν και παραμένει ώς σήμερα σημείο αναφοράς στην αθηναϊκή Αποκριά. Τα γραφικά δρομάκια της είχαν την τιμητική τους στις διονυσιακών αναφορών γιορτές που συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής. Το γαϊτανάκι έδινε το έναυσμα για το ξέφρενο γλέντι και αργότερα δημιουργήθηκε το Αποκριάτικο Κομιτάτο, το οποίο πρόσθεσε νέα στοιχεία από το ευρωπαϊκό καρναβάλι.Από το γιορτινό σκηνικό δεν θα μπορούσε να λείψει η οδός Κυρρήστου. Η θέση της ανάμεσα στους δύο πιο ιστορικούς δρόμους της Αθήνας, την Τριπόδων και την Αδριανού, την ανέδειξαν από τον 15ο αιώνα σε πόλο έλξης επωνύμων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι πήρε το όνομά της από το Ωρολόγιο του Κυρρήστου, τους γνωστούς Αέρηδες, στα όρια της Ρωμαϊκής Αγοράς, που σηματοδοτεί την αφετηρία του ιστορικού δρόμου. Πρόκειται για το ιδιαίτερο μνημείο του 1ου π.Χ. αιώνα, που είχε σχεδιάσει ο αστρονόμος Ανδρόνικος, από την Κύρρο της Συρίας, ο οποίος έζησε στην Αθήνα και επινόησε το πρωτοποριακό πάντρεμα ηλιακού ωρολογίου και ανεμοδείκτη.
Την προνομιακή περιοχή στη βορειο-δυτική πλευρά του Ιερού Βράχου επέλεξε για να χτίσει το αρχοντικό της η μεγάλη οικογένεια Gaspari, με ρίζες από την Κορσική. Εγκαταστάθηκε για άγνωστους λόγους στην Αθήνα και με το εξελληνισμένο όνομα Γάσπαρη μνημονεύεται στο χρονικό της επίθεσης του Μοροζίνι στην Ακρόπολη (1687-1688). Επαινετικές είναι και οι αναφορές για απογόνους της το 1789, όταν η Αθήνα υπέφερε από επιδημία πανώλης και τη σιτοδεία που ακολούθησε. «Διεμοίραζεν αφθόνως την ελεημοσύνην» και «εξήντλει τον πλούτον του εις ευεργεσίας του λαού, με όλην την προθυμίαν και ζέσιν», αναφέρει ο Ιωάννης Μπενιζέλος (1735-1807) στην «Ιστορία των Αθηνών». Στο βιβλίο, ο Δημήτριος Γάσπαρης προσδιορίζεται ως «φραντσέζος κόνσολας» πρόξενος της Γαλλίας, με διορισμό που είχε υπογράψει ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Αναγράφεται επίσης πως «ο άνθρωπος ήτον αληθινός, φιλήσυχος και αγαθούς υπολήψεως, διήγεν δε τον βίον εξ εμπορείου».
Το αρχοντικό ήταν το μεγαλύτερο της τότε μικρής Αθήνας, αφού διέθετε δέκα δωμάτια, δύο σαλόνια, ένα μαγειρείο, πέντε αποθήκες, τρία πηγάδια, υπόγειο και αυλή, σύμφωνα με την περιγραφή που παραθέτει ο ιστορικός της Πολεοδομίας Αλ. Παπαγεωργίου-Βενετάς στην ειδική έκδοση που τιτλοφορείται «Η σκάλα του Γάσπαρη». Ο ίδιος περιγράφει πως αποτελούνταν από δύο ανεξάρτητα κτίσματα που κατασκευάστηκαν σε διαφορετικές εποχές. Το παλαιότερο βρίσκεται επί της οδού Κυρρήστου και κατασκευάστηκε κατά την τουρκική κατοχή, ενώ το δεύτερο, επίσης διώροφο αλλά με πρόσοψη επί της οδού Φλέσσα, προστέθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα.
Η περίφημη μαρμάρινη σκάλα, με τα δεκαπέντε σκαλιά, βρίσκεται στην εσωτερική αυλή και είναι κομμάτι του παλαιότερου κτίσματος. «Καμιά άλλη δεν έτυχε μεγαλύτερης διαφήμισης και αίγλης», επισημαίνει η αρχαιολόγος Αρτεμις Σκουμπουρδή στο βιβλίο της «Μοναστηράκι-Πλάκα, οι γειτονιές των θεών». Περιγράφει τη φιλοξενία της πριγκίπισσας Καρολίνας της Ουαλίας το 1816 και τη λαμπρή δεξίωση που δόθηκε προς τιμήν της, στην οποία παραβρέθηκαν πολλοί ξένοι που έτυχε να βρίσκονται εκείνη την εποχή στην Αθήνα. Στους κατά καιρούς υψηλούς φιλοξενούμενους της οικογένειας περιλαμβάνονται, επίσης, ο Ιωάννης Καποδίστριας στην ανεπίσημη επίσκεψη του 1831 και ο Οθωνας, που διέμεινε στο αρχοντικό έξι ημέρες τον Αύγουστο του 1834.
Στο ενδιάμεσο (1832), το αρχοντικό είχε γνωρίσει ο Γάλλος ρομαντικός φιλόσοφος Λαμαρτίνος, ο οποίος δίνει μια ενδιαφέρουσα εικόνα για την Αθήνα, η οποία είχε ζήσει από το 1826 την πολύχρονη πολιορκία, είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές και ακόμη δεν είχε περιέλθει στις ελληνικές δυνάμεις. Περιγράφει ότι έφτασαν ύστερα από περπάτημα ενός τετάρτου «ανάμεσα σε σκηνές ερήμωσης και σωρούς από γκρεμισμένους τοίχους και στέγες», αλλά η εικόνα αλλάζει όταν φτάνουν στο αρχοντικό όπου τους υποδέχτηκε «μία από τις θυγατέρες του, όμορφη και χαριτωμένη Αθηναία, πρότυπο της κληρονομικής ομορφιάς των γυναικών του τόπου της, μας σέρβιρε, πρόθυμη και καταδεχτική, δροσερή πορτοκαλάδα μέσα σε πήλινα κανάτια με αρχαία σχήματα».
Το διακριτικό κτιριακό σύνολο αποτελεί ένα από τα ελάχιστα δείγματα της ανώνυμης αρχιτεκτονικής που κυριαρχούσε στην Αθήνα από τον 17ο έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό της δείγμα είναι οι πέτρινοι τοίχοι, με επίχρισμα και χωρίς διακόσμηση, η διάταξη των δωματίων γύρω από το χολ του κάθε ορόφου και οι εσωτερικές αυλές, στις οποίες οι οικογένειες περνούσαν τις περισσότερες ώρες της ημέρας.
Η μοναδικότητα του αρχοντικού «ξεχάστηκε» όμως από τους κληρονόμους της ιστορικής οικογένειας, οι οποίοι το 1948 το ενοικίασαν στον επιχειρηματία Μοστρό. Για σαράντα χρόνια, που συνδέονται με την έφοδο των μπουζουκομάγαζων στην Πλάκα, στους χώρους του λειτουργούσε η κοσμική ταβέρνα «Παλιά Αθήνα», για τις ανάγκες της οποίας μπαζώθηκε ένα μεγάλο μέρος της αυλής για να τοποθετηθούν τραπεζοκαθίσματα. Το τέλος των ντεσιμπέλ ήρθε το 1988, με το διάταγμα προστασίας της Πλάκας.
1 Η σωτηρία
Η ανακαίνιση του αρχοντικού ολοκληρώθηκε το 1999 και έγινε με υποδειγματικό τρόπο, αν και υπάρχουν πληροφορίες ότι έχει προστεθεί πισίνα. Στη σχετική αίτηση για την έκδοση οικοδομικής άδειας επισημαίνεται ότι θα κατασκευαστεί πάνω από την επιφάνεια του εδάφους και επομένως δεν θα υπάρχουν κίνδυνοι για τις αρχαιότητες που κατά πάσα πιθανότητα υπάρχουν, όπως έχει αποδειχθεί σε γειτονικά ακίνητα.
2 Ο ιδιοκτήτης
Ιδιοκτήτης του ιστορικού ακινήτου είναι ο πρώην βουλευτής της Ν.Δ. και πρώτος πρόεδρος της επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων 2004, Στράτης Στρατήγης, απόγονος της οικογένειας Γάσπαρη. Παππούς του ήταν ο στρατηγός Γεώργιος Νικολαΐδης, ο οποίος έζησε ώς τον θάνατό του (1947) σε ένα από τα κτίσματα που είχε κληρονομήσει το 1916 από τον Περικλή Γάσπαρη, τον σύζυγο της θείας του. Επόμενη κληρονόμος ήταν η κόρη του και σύζυγος του νομικού, βουλευτή και υπουργού Ναυτιλίας Ευάγγελου Στρατήγη (1895-1980), πατέρα του σημερινού ιδιοκτήτη. Η οικογένεια είχε μετακομίσει από το σπίτι το 1933 και λίγο μετά τον θάνατο του στρατηγού Νικολαΐδη το νοίκιασε στον τότε κορυφαίο επιχειρηματία της νυχτερινής διασκέδασης.
3 Σκηνικό
Το αρχοντικό είχε… πρωταγωνιστήσει σε πολλές ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του 1960. Από τις πίστες της «Παλιάς Αθήνας» είχαν παρελάσει σπουδαία ονόματα της νυχτερινής διασκέδασης, ανάμεσά τους η Ρένα Βλαχοπούλου, η Ζωζώ Σαπουντζάκη, ο Τώνης Μαρούδας και η Δούκισσα, καθώς και το χορευτικό ντουέτο Γιάννης Φλερύ-Λίντα Αλμα.
ΦΩΤ.: ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή: https://www.efsyn.gr/