Tαινίες που έχουν αφήσει το δικό τους αποτύπωμα στην Ιστορία του κινηματογράφου, αξίζουν χίλιες φορές περισσότερο από την απόλυτη μετριότητα των καινούργιων
του Γιάννη Ζουμπουλάκη
«Οι Δώδεκα ένορκοι» («12 angry men», ΗΠΑ, 1957)
του Σίντνεϊ Λουμέτ
Η μαγεία της ακριβούς υποκριτικής, της σκηνοθετικής οικονομίας αλλά και την ίδιας της ιστορίας (που εξακολουθεί να είναι ανατριχιαστικά επίκαιρη) σε όλο τους το μεγαλείο την! Μια ταινία που εξ ολοκλήρου λαμβάνει χώρα μέσα σε μια αίθουσα (και την ίδια αίθουσα), εκεί όπου συνεδριάζουν 12 ένορκοι για να καταλήξουν σε μια απόφαση. Οι 11 πιστεύουν ότι ο κατηγορούμενος στο εδώλιο είναι ένοχος, ένας όμως, ο ένορκος ν. 8 έχει την δική του γνώμη και την στηρίζει στην αμφιβολία.
Εχει επιχειρήματα, έχει λέγειν και έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Η τρομερή μάχη που αυτός ο άνθρωπος θα δώσει, προκειμένου να αλλάξει την γνώμη των υπολοίπων γίνεται μια συναρπαστική ταινία καθώς ο Λουμέτ χτίζει χυμώδεις χαρακτήρες στους ρόλους των ενόρκων. Ανοίγει το παράθυρο της ψυχής τους σύντομα και περιεκτικά: πρόσωπα καθημερινά, το καθένα με τα δικά του προβλήματα, τα δικά του συμπλέγματα, τις δικές του φοβίες, το δικό του παρελθόν που ορίζει το παρόν του.
Λίγο ότι και να πει κανείς για τον Χένρι Φόντα στον ρόλο του ενόρκου ν. 8 που προβάλλει «αντίσταση». Είναι απλώς εκπληκτικός. Αλλά και οι λοιποί ηθοποιοί, πρόσωπα ξεχασμένα ίσως στις μέρες μας, κάνουν άψογη δουλειά: ο Τζακ Γουόρντεν που θέλει να παρακολουθήσει τον αγώνα και βιάζεται, ο Λι Κομπ που βλέπει στον κατηγορούμενο μια αντανάκλαση του δικού του παιδιού, ο Μάρτιν Μπάλσαμ που κάθεται στην «ηλεκτρική» καρέκλα του «συντονιστή», ο Ε. Τζ. Μάρσαλ που παίζει τον αυστηρό, αμετακίνητο ένορκο που μόνο με ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα μπορεί να αλλάξει γνώμη.
Ολοι τους είναι ένας και ένας. Μην χάσετε αυτή την ταινία που έχει ξαναγυριστεί στο σινεμά από τον Νικίτα Μιχάλκοφ και έχει υπάρξει μεγάλη θεατρική επιτυχία τόσο στην χώρα μας όσο και αλλού. Απέσπασε τρεις υποψηφιότητες για Οσκαρ: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου (ο Ρέτζιναλντ Ρόουζ είχε κάνει την διασκευή της δική του ιστορίας που ήταν γραμμένη κατ’ αρχάς για την τηλεόραση).
Βαθμολογία: 5
«Το κυνήγι του κλέφτη» («To catch a thief», ΗΠΑ, 1955)
του Αλφρεντ Χίτσκοκ
Στην πιο «καλοκαιρινή» ταινία του μέγιστου σκηνοθέτη, παρακολουθούμε τα κατορθώματα ενός πρώην διαρρήκτη (Κάρι Γκραντ), ο οποίος θα βρεθεί και πάλι στην κορυφή της λίστας των υπόπτων μιάς σειράς ληστειών στη γαλλική Ριβιέρα. Ο μετρ Χίτς δίνει αυτή την φορά μεγαλύτερη σημασία στο κοσμικό χιούμορ, το οποίο βεβαίως μπορεί να πηγάσει από το σασπένς που επίσης υπάρχει. Εξαιρετικά γοητευτικός ο Κάρι Γκραντ (μαζι με τον Τζέιμς Στιούαρτ ένας από τους ηθοποιούς -φετίχ του σκηνοθέτη), κρατά με την παρουσία του τη ματιά μας συνεχώς πάνω του. Γι’ αυτόν και μόνο αξίζει να δούμε την ταινία στην οποία συμπρωταγωνιστεί η εκθαμβωτική Γκρέϊς Κέλι, λίγο καιρό πριν στεφθεί πριγκίπισσα του Μονακό και εγκαταλείψει τον σκηνοθέτη που τόσο πολύ την είχε λατρέψει. Βαθμολογία: 3 ½
«Αλγέρι» («Algiers», ΗΠΑ, 1939)
του Τζον Κρόμγουελ
Η συνοικία Κάσμπα του Αλγερίου γίνεται το σημείο συνάντησης απόκληρων της κοινωνίας, ανάμεσα στους οποίους και ο Πέπε (Σαρλ Μπουαγιέ) που καταζητείται από την αστυνομία και γοητεύεται από την εκθαμβωτική ομορφιά της Γκάμπι (η αυστριακή ηθοποιός Χέντι Λαμάρ στην πρώτη εμφάνισή της σε αμερικανική ταινία). Το επικίνδυνο ρομάντζο που θα ακολουθήσει είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο δομείται το σενάριο μιας ταινίας που υπήρξε το αμερικάνικο ριμέικ της γαλλικής «Πεπέ Λε Μοκό» η οποία είχε γυριστεί μόλις έναν χρόνο πριν. Το «Αλγέρι» προτάθηκε για τέσσερα Οσκαρ και εξακολουθεί να γοητεύει, όχι τόσο όμως όσο η σχετικά παρεμφερής «Καζαμπλάνκα» που θα γυριζόταν μερικά χρόνια αργότερα. Βαθμολογία: 3
Νέες ταινίες
«Ο διαφορετικός Κύριος Κόπερφιλντ» («The Personal History of David Copperfield», Αγγλία/ ΗΠΑ 2019)
Αρμάντο Ιανούτσι
«Πειραγμένη» κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του Καρόλου Ντίκενς, μεταφερμένου πολλάκις στο σινεμά, την τηλεόραση αλλά και το θέατρο. Διατηρώντας τον κορμό της ιστορίας αυτούσιο – ο Γολγοθάς ενός αγοριού ενώ μεγαλώνει στην βικτωριανή Αγγλία όπου τελικά, παρά τις αντιξοότητες, τα καταφέρνει – ο Αρμάντο Ιανούτσι έκανε μια αλλοπρόσαλλη μίξη φυλών που περισσότερο προκαλεί σύγχυση παρά μεταφέρει την ιδέα της φυλετικής και κοινωνικής ισότητας που ενδεχομένως να είχε στο μυαλό του. Ολοι οι ηθοποιοί, ακόμα και ο Ινδός Ντεβ Πατέλ στον ρόλο του ήρωα του τίτλου, αποδίδουν με υπερβολή τους ρόλους τους οπότε το αποτέλεσμα συχνά αγγίζει το γκροτέσκο, οι αλλόκοτα εφετζίδικες λήψεις από παράξενες γωνίες μοιάζουν να έχουν βγει χωρίς λόγο από κάποια ψυχεδελική ταινία του Τέρι Γκίλιαμ, ακόμα και η μουσική μοιάζει να είναι εκτός τόπου και χρόνου, επίσης χωρίς λόγο. Θα έλεγες ότι προκειμένου να αποφύγει την κλασική α λά BBC δομή που έχουμε συνηθίσει από το αγγλικό σινεμά και από την αγγλική τηλεόραση όταν ασχολούνται με αυτού του τύπου βιβλία, ο Ιανούτσι πήγε στο άλλο άκρο χωρίς να είναι απολύτως βέβαιος για το τι θα ήθελε πραγματικά να κάνει. Καταλήγουμε σε μια αποτυχημένη προσπάθεια, από αυτές που το μόνο που καταφέρνουν είναι σε κάνουν να επιθυμήσεις το κλασικό. Βαθμολογία: 1
«Οταν ανθίζει η νιότη» («Gli anni più belli», Ιταλία, 2020)
του Γκαμπριέλε Μουκίνο
Η πορεία μιας τετραμελούς παρέας Ιταλών φίλων (τρεις άντρες και μια γυναίκα) από την δεκαετία του 1980 ως τι μέρες μας είναι το θέμα της ταινίας του γνωστού και από κοινωνικά δράματα γυρισμένα στην Αμερική Ιταλού σκηνοθέτη (ανάμεσά τους το «Κυνήγι της ευτυχίας» με τον Γουίλ Σμιθ και τον γιό του Τζέιντεν). Ωστόσο, η ίδια η ανάπλαση (και κινηματογράφηση) της εκάστοτε εποχής, φαίνεται να είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας και όχι τόσο οι ήρωές της, των οποίων οι ιστορίες δεν έχουν να πουν κάτι το ξεχωριστό, είτε μεμονωμένα, είτε ως σύνολο.
Σε πολλά σημεία μάλιστα γίνονται βαρετές, τετριμμένες και προβλέψιμες, ιδίως το κομμάτι της ερωτικής απιστίας ανάμεσα στην κοπέλα (Μικαέλα Ραμαζότι) που παρατάει τον αγαπημένο της (Κιμ Ρόσι Στιούαρτ) και τα φτιάχνει με τον καλύτερό του φίλο (Πιερφρανσέσκο Φαβίνο). Το «μήνυμα» της σημασίας της ειλικρινούς φιλίας που θέλει να περάσει η ταινία είναι προφανές αλλά έχουμε δει την ανακρυστάλλωση του με πολύ καλύτερο τρόπο και σε πολύ καλύτερες ταινίες (όπως π.χ. η «Μεγάλη ανατριχίλα») στις οποίες η «Ανθή της νιότης» δεν έχει να προσθέσει πολλά. Βαθμολογία: 1
Επίσης
>«Παράθυρο στη θάλασσα» – Ελληνοισπανική συμπαραγωγή του Μιγκέλ Ανχελ Χιμένες με τους Εμα Σουάρεζ, Ακύλλα Καραζήση
>«Παρί» – Συμπαραγωγή Ελλάδας, Γαλλίας, Ολλανδίας, Βουλγαρίας του Σιαμάκ Ετεμάντη, με τους Μελίκα Φορουτάν, Αργύρη Πανταζάρα κ.α.
Βαθμολογία:
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
πηγή:tovima.gr