Το «Tenet» του Κρίστοφερ Νόλαν είναι μια αποτυχημένη ταινία που δεν παύει όμως να είναι το κινηματογραφικό γεγονός όχι μόνον της εβδομάδας αλλά της νέας κινηματογραφικής περιόδου.
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
Tenet» (ΗΠΑ, 2020)
Ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος, τον οποίο ο πλανήτης μας ζει στην ιστορία της τελευταίας, ήδη πολυσυζητημένης ταινίας του Κρίστοφερ Νόλαν, είναι ο ψυχρός πόλεμος της «αντιστροφής εντροπίας αντικειμένων». Αυτό σημαίνει ότι σε έναν κόσμο που κινείται στην «εποχή του λυκόφωτος», κάποιες δυνάμεις έχουν εφεύρει τον τρόπο να γυρίζουν πίσω τον χρόνο, σαν να λέμε ότι η σφαίρα επιστρέφει στην θαλάμη – όχι όμως μόνον η σφαίρα αλλά τα… πάντα.
Αυτό μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω στον χωροχρόνο και στην ανθρώπινη κοινωνία αλλά το πώς ο κεντρικός ήρωας, ένα α λα Τζέιμς Μποντ μυστικός πράκτορας (Τζον Ντέιβιντ Γουόσινγκτον) θα τα βγάλει πέρα στην αντιμετώπιση του προβλήματος, είναι κάτι που στην κυριολεξία μοιάζει αδύνατον να περιγραφεί, να εξηγηθεί, ή να ερμηνευτεί. Επομένως από κάποια στιγμή και μετά νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια ταινία που ακυρώνει κάθε έννοια της έκπληξης αφού εδώ τα πάντα μπορούν να συμβούν και όντως συμβαίνουν.Το ακούμε εξάλλου στην ίδια την ταινία όταν κάποια στιγμή ένας ήρωας λέει «όλα τα περιμένω πιά».
Γνωστός για τα κινηματογραφικά παιχνίδια που του αρέσει να παίζει με τον χρόνο και την έννοιά του – κάτι που φάνηκε στην γυρισμένη «ανάποδα» ταινία που τον έκανε για πρώτη φορά γνωστό, το «Memento» – ο Κ. Νόλαν βάζει για μια ακόμη φορά τον θεατή στο μάτι ενός (στην κυριολεξία) σεναριακού κυκλώνα και τον παρατά να τα βγάλει πέρα μόνος του, με ελάχιστη – αν όχι μηδαμινή – βοήθεια. Είναι προφανές ότι οι εξηγήσεις δεν ενδιαφέρουν τον σκηνοθέτη (δεν θα μου έκανε εντυπωση αν και μου έλεγαν ότι ο ίδιος ο Νόλαν δεν είχε ιδέα του τι γύριζε), γι’ αυτό εξάλλου το «Tenet», όπως παλαιότερα το «Inception», δεν είναι οι συνηθισμένες περιπέτειες πλατιάς κατανάλωσης (φαντασίας ή μη). Βομβαρδιζόμαστε με απανωτές επιστημονικές πληροφορίες και πομπώδεις φράσεις – ατάκες που δεν σημαίνουν τίποτε: «η αρχή δεν ανακαλύφθηκε αλλά θα ανακαλυφθεί στο μέλλον». «Η άγνοια είναι τα μεγαλύτερο όπλο». Κάπου νιώθεις ότι ο Νόλαν σου κλείνει τόσο συχνά το μάτι που εν τέλει, αυτό το μάτι κλείνει μια και καλή, οπότε η ταινία γυρίζεται από μονόφθαλμο.
Με πάσα ειλικρίνεια μπορώ να πω ότι μέσα στο «Tenet» δεν βρήκα καμία απάντηση στα δεκάδες ερωτήματα που είχα, χώρια από το ότι ακόμα και ο τιτλος της που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «αρχή», ενώ υποτίθεται ότι είναι η λέξη κλειδί της ιστορίας, μόνον κλειδί δεν είναι * ή αν θέλετε είναι ένα κλειδί που ψάχνει απεγνωσμένα για κλειδαρότρυπες τις οποίες ο Νόλαν δεν δίνει ποτέ γιατί βέβαια, δεν τις έχει. Σίγουρα το «Tenet» είναι μια ασυνήθιστη ταινία και σίγουρα ανήκει σε αυτές που θα μπορούσαν να διχάσουν βρίσκοντας φανατικούς υποστηρικτές και (όπως στην περίπτωση του υπογράφοντος αυτού του κειμένου) άσπονδους εχθρούς. Γιατί μια ταινία δεν σημαίνει αυτομάτως ότι μπορεί να γίνει και αποδεκτή μονο και μόνο επειδή την γύρισε ο Κρίστοφερ Νόλαν, ένας από τους μεγαλύτερους auteur του σινεμά των καιρών μας. Αντιθέτως, η ακατάληπτη εικόνα της, μπορεί για κάποιους να γίνει ακόμα και κουραστική, ενώ κάποιους άλλους θα τους γοητέψει έτσι όπως είχε συμβεί με έναν άλλο σινε λαβύρινθο την «¨Οδό Μαλχόλαντ» του Ντέιβιντ Λιντς. Εδώ, νιώθεις ότι ο σκηνοθέτης τόλμησε να κάνει σχοινοβασία σε τεράστιο ύψος από το έδαφος, χωρίς από κάτω να έχει δίχτυ προστασίας. Και έπεσε…
Βαθμολογία: ½
«Τιμώμενος επισκέπτης» («Guest of honor», Καναδάς, 2019)
Θα μπορούσε μια ιστορία της οποίας ο κεντρικός ήρωας είναι ένας υπάλληλος του υπουργείου Υγειας με δουλειά τον υγειονομικό έλεγχο εστιατορίων, να αποτελέσει ενδιαφέρον υλικό για μια ταινία; Δύσκολο γιατί ακούγεται λίγο μίζερο αλλά από την άλλη πλευρά, είναι και θέμα επιλογής σκηνοθέτη. Στον Καναδοαρμένιο Ατόμ Εγκογιάν αρέσει να καταπιάνεται με «λοξά» θέματα («Εξότικα», «The adjuster») βάζοντας κάτω από το μικροσκοπιο του τραυματισμενες ψυχές προβληματικών ανθρώπων, όπως ακριβώς ο κεντρικός ήρωας αυτής της ταινίας τον οποίο υποδύεται ο θαυμάσιος βρετανός ηθοποιός Ντέιβιντ Θιούλις.
Ο ελεγκτής είναι τυπικός αλλά και αδικαιολόγητα αυστηρός με τους «στόχους» του, ορισμένες φορές λειτουργεί ακόμα και ενάντια στους κανόνες που οφείλει να ακολουθεί. Και το ερώτημα βρίσκεται στο που οφείλεται αυτή η σκληρότητά του; Κάποιο ρόλο θα πρέπει να έχει παίξει το παρελθόν του, ίσως και η σχέση με την εξίσου προβληματική κόρη του (Λάισλα Ντε Ολιβέιρα), την ιστορία της οποίας παρακολουθούμε σε παράληλη δράση.
Ο Εγκογιάν δουλεύει ήρεμα και υπομονετικά το θέμα και τους δύο ήρωές του, αφήνει τον θεατή να κάνει την έρευνά του, τις υποθέσεις του, να σκαλίσει το παρελθόν πατέρα και κόρης, που προφανώς βαραίνει από σκοτεινά μυστικά. Αν και ο σύνδεσμος παρελθόντος – παρόντος δεν έχει την σεναριακή στιβαρότητα μιας μεγάλης ταινίας, το αποτέλεσμα είναι μια ατμοσφαιρική, νυχτερική κυρίως δημιουργία, σε σημεία συγκινητική, άλλοτε όμως παγωμένη. Την παρκολουθείς με ενδιαφέρον και αργότερα την σκέφτεσαι χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Βαθμολογία: 2 ½
«Ο πατέρας» («Bashtata», 2019)
Ένα ταξίδι χωρίς προορισμό βασισμένο σε μια ιδέα που διακρίνεται από ευαισθησία, πλάθει τον κόσμο της βουλγάρικης αυτής ταινίας συμπαραγωγός χώρα της οποίας είναι η δική μας. Χωρίς προορισμό διότι η απόφαση ενός ηλικιωμένου άντρα (Ιβάν Μπάρνεφ) να «βρει» την πεθαμένη γυναίκα του έχοντας ακούσει στην κηδεία της μια άλλη γυναίκα να λέει ότι συνομίλησε με το πνεύμα της, προφανώς, δεν μπορεί να οδηγήσει κάπου συγκεκριμένα. Μπορεί όμως πράγματι να οδηγήσει κάπου γιατί οι σκηνοθέτες αποτυπώνουν με ειλικρίνεια την αγωνία και τον πόθο ενός απελπισμένου ανθρώπου, το πρόσωπό του οποίου, οι εκφράσεις, η όλη συμπεριφορά του μα και η επαφή με τον γιό του (Ιβάν Σάβοφ), είναι ο χάρτης μιας στενάχωρης σε σημεία ταινίας, στην οποία ωστόσο διακρίνονται κgι αναλαμπές ευεξίας.
Αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος τελικά, είναι το ταξίδι της ταινίας του ταλαντούχου ντουέτου σκηνοθετών Κριστίνα Γκρόζεβα και Πέταρ Βακάνοφ, των οποίων οι προηγούμενες δημιουργίες, «Δόξα» και «Μάθημα», είχαν κάνει αίσθηση στους φεστιβαλικούς κύκλους. Ο «Πατέρας» έχει το χάρισμα να μιλά κατευθείαν στην καρδιά του θεατή και ο θεατής θέλει πραγματικά να τον ακούσει. Γι’ αυτό και ο «Πατέρας» προκάλεσε συζητήσεις στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όπου έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα του.
Βαθμολογία: 2 ½
Επανέκδοση
Η «Γκαρσονιέρα» («The appartment», ΗΠΑ, 1960)
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Βραβευμένο με πολλά Οσκαρ, το αξεπέραστο αυτό φιλμ του Μπίλι Γουάιλντερ αφηγείται την ιστορία ενός πού παράξενου ερωτικού τριγώνυ, με γωνίες έναν υπάλληλο, την ερωμένη του αφεντικού του και το ίδιο το αφεντικό το οποίο δανείζεται από τον πρώτο την γκαρσονιέρα του για να την χρησιμοποιεί ως ερωτική φωλιά. Το αποτέλεσμα είναι μια αριστουργηματική δαντέλα ευφυών διαλόγων, θαυμάσιας πλανοθεσίας (προσέξτε τους εσωτερικούς εργασιακούς χώρους) και ζεστών ερμηνειών με την Σίρλεϊ Μακ Λέιν στον τσαχπίνικο ρόλο της γυναικας που προκαλεί σύγχυση στους άντρες που την πολιορκούν, το όχι και τόσο σκληρό αφεντικό Φρεντ Μακ Μάρεϊ και τον όχι και τόσο αφελή υπάλληλο Τζακ Λέμον. Μην την χάσετε αν δεν την έχετε δει ξαναδείτε την όσοι την έχετε ήδη υπόψη σας!
Βαθμολογία: 5