Με τρεις αποφάσεις-βόμβα από τα Διοικητικά Εφετεία Θεσσαλονίκης και Αθηνών κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών που προβλέπουν ότι η έκδοση πράξεων προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμου αρκεί για τη διακοπή της παραγραφής, ότι δηλαδή για τη διακοπή της παραγραφής δεν χρειάζεται επιπλέον να έχουν κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο οι πράξεις.
του Γιώργου Παλαιτσάκη
Το θέμα παραπέμφθηκε στο ΣτΕ κι αν οι κρίσεις των Δ.Ε. γίνουν δεκτές και από το Ανώτατο Δικαστήριο, τότε θα διαγραφούν πράξεις προσδιορισμού φόρων και προστίμων ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ.
Στην εκ των υστέρων παραγραφή χιλιάδων φορολογικών υποθέσεων παρελθόντων ετών και τη διαγραφή καταλογισθέντων ποσών φόρων και προστίμων ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ, ακόμη δε και στον εξαναγκασμό της Φορολογικής Διοίκησης να επιστρέψει σε φορολογούμενους ήδη εισπραχθέντα ποσά φόρων και προστίμων, ενδέχεται να οδηγήσουν τρεις νέες αποφάσεις-βόμβα των Διοικητικών Εφετείων Θεσσαλονίκης και Αθηνών.
Με τις αποφάσεις αυτές -δύο από το Δ.Ε. Θεσσαλονίκης (τις υπ’ αριθμόν 759/2019 και 716/2020) και μία από το Δ.Ε. Αθηνών (την υπ’ αριθμόν 734/2020)- κρίθηκε αντισυνταγματική η διάταξη της παραγράφου 11 του άρθρου 72 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ν. 4174/2013), η οποία προβλέπει ότι η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή φόρου ή προστίμου διακόπτεται με την έκδοση των πράξεων προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμου, ακόμη κι αν οι πράξεις αυτές κοινοποιηθούν στον φορολογούμενο μετά τη λήξη της περιόδου παραγραφής. Σύμφωνα με το σκεπτικό των δικαστηρίων, η διάταξη αυτή «οδηγεί σε επιμήκυνση της παραγραφής και αντίκειται στις εξειδικεύουσες την αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος».
Το μείζονος σημασία αυτό θέμα, από την εξέλιξη του οποίου εξαρτάται η τύχη χιλιάδων φορολογικών υποθέσεων (καθώς η συνήθης πρακτική που ακολουθούσαν τα τελευταία χρόνια οι φορολογικές υπηρεσίες βασιζόμενες στις επίμαχες διατάξεις ήταν να εκδίδουν τις πράξεις προσδιορισμού λίγο πριν λήξει η παραγραφή και να τις κοινοποιούν αφού λήξει) έχει παραπεμφθεί πλέον για οριστική επίλυση στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Με δεδομένο, όμως, ότι τα σκεπτικά των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων με βάση τα οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι προαναφερθείσες διατάξεις έχουν στηριχθεί σε πανίσχυρα νομικά θεμέλια, είναι πολύ πιθανό και το ΣτΕ να υιοθετήσει τις συγκεκριμένες αποφάσεις, εξέλιξη η οποία θα προκαλέσει νέα διαρροή εσόδων από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Νέα εγκύκλιος
Η νέα αυτή αρνητική εξέλιξη για την ΑΑΔΕ αποκαλύπτεται σε όλη της την έκταση από το κείμενο μιας εγκυκλίου που απέστειλε πρόσφατα ο ίδιος ο διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Γ. Πιτσιλής σε όλες τις φοροελεγκτικές υπηρεσίες της χώρας. Με την εγκύκλιο αυτή (υπ’ αριθμόν Αριθ. Πρωτ.: Ο ΔΕΛΗ 1130255 ΕΞ 2020) παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις σχετικά με το ζήτημα της έκδοσης και κοινοποίησης καταλογιστικών πράξεων εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών παραγραφής:
«1. Με τις μεταβατικές διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 72 του ν.4174/2013, με τις οποίες ρυθμίζεται το ζήτημα του χρόνου παραγραφής χρήσεων, περιόδων, υποθέσεων και φορολογικών υποχρεώσεων πριν την, κατά περίπτωση, έναρξη ισχύος του ΚΦΔ, ορίζεται ότι “διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου και πράξεις προσδιορισμού φόρου, τελών, εισφορών, προστίμων, προϊσχύουσες του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή για τις χρήσεις, τις περιόδους, τις υποθέσεις και τις φορολογικές υποχρεώσεις τις οποίες αφορούν… Όπου σε κείμενες διατάξεις ουσιαστικού φορολογικού δικαίου, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, προβλέπεται προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου, πράξεις προσδιορισμού φόρου, τελών, εισφορών, πράξεις επιβολής προστίμων και κάθε άλλη συναφή πράξη, η παραγραφή διακόπτεται με την έκδοσή τους. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, οι οποίες δεν έχουν συζητηθεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου σε πρώτο βαθμό”.
2. Με τις υπ’ αρ. 759/2019 και 716/2020 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης καθώς και την υπ’ αρ. 734/2020 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της παρ. 11 του άρθρου 72 του ν. 4174/2013, κατά την οποία η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου διακόπτεται με την έκδοση των πράξεων προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμου, διότι οδηγεί σε επιμήκυνση της παραγραφής και αντίκειται στις εξειδικεύουσες την αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος.
3. Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 36 του ΚΦΔ, οι οποίες ισχύουν για φορολογικά έτη, περιόδους, υποθέσεις και φορολογικές υποχρεώσεις από την, κατά περίπτωση, έναρξη ισχύος του Κώδικα, αναφέρονται σε προθεσμίες παραγραφής εντός των οποίων πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα της Φορολογικής Διοίκησης για την έκδοση των πράξεων προσδιορισμού του φόρου. Δηλαδή η παραγραφή διακόπτεται με την έκδοση των καταλογιστικών πράξεων και περαιτέρω η κοινοποίηση δεν αποτελεί προϋπόθεση για την τελείωση της έκδοσης αυτών.
4. Κατόπιν των ανωτέρω και μέχρι να επιλυθεί το εν λόγω ζήτημα από το Συμβούλιο της Επικρατείας, καλούνται οι προϊστάμενοι των Υπηρεσιών, στους οποίους απευθύνεται το παρόν, όπως παρακολουθούν τον χρόνο έκδοσης των καταλογιστικών πράξεων διασφαλίζοντας, ανεξαρτήτως της χρήσης που αυτές αφορούν, την αμελλητί κοινοποίησή τους εντός του έτους κατά το οποίο λήγει το δικαίωμα της Φορολογικής Διοίκησης για την έκδοση πράξης προσδιορισμού φόρου και σε κάθε περίπτωση, μέχρι 31/12 του εν λόγω έτους».
Από τις παραπάνω διευκρινίσεις συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο διοικητής της ΑΑΔΕ υπό τον φόβο ακύρωσης κι άλλων πράξεων προσδιορισμού φόρων και προστίμων που θα εκδοθούν από δω και στο εξής πριν από τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής αλλά θα κοινοποιηθούν στους φορολογούμενους μετά τη λήξη της, ζητά από τους προϊσταμένους όλων των αρμοδίων φοροελεγκτικών υπηρεσιών να αλλάξουν τακτική και να μεριμνήσουν πλέον ώστε όχι μόνο να εκδώσουν αλλά και να κοινοποιήσουν τις πράξεις προσδιορισμού φόρων και προστίμων για υποθέσεις που παραγράφονται στις 31-12-2020 πριν από την ημερομηνία αυτή.
Τι παραγράφεται 31/12/2020
Οι διατάξεις των νόμων 2238/ 1994 (Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος για τις χρήσεις των ετών προ του 2014), 4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος για τις χρήσεις από το 2014 και μετά), 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικών Διαδικασιών) και 2859/2000 (Κώδικας ΦΠΑ), όπως ισχύουν αυτή τη στιγμή, προβλέπουν ότι στις 31-12-2020 λήγουν οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την οριστική επιβολή φόρων και προστίμων στις ακόλουθες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ:
α) Υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος που αφορούν στη χρήση του έτους 2014.
β) Υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος που αφορούν στη χρήση του έτους 2011, για τις οποίες υποβλήθηκαν αρχικές εκπρόθεσμες δηλώσεις εντός του 2017. Για τις υποθέσεις αυτές η αρχική 5ετής προθεσμία παραγραφής, η οποία έληγε κανονικά στις 31-12-2017 (5 χρόνια από τη λήξη του έτους 2012 στο οποίο έπρεπε να είχε υποβληθεί η αρχική εμπρόθεσμη δήλωση) παρατάθηκε για 3 ακόμη χρόνια, μέχρι τις 31-12-2020, επειδή οι αρχικές εκπρόθεσμες δηλώσεις υποβλήθηκαν στο τελευταίο έτος (στο πέμπτο έτος) της κανονικής 5ετούς περιόδου παραγραφής.
γ) Υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος που αφορούν στη χρήση του έτους 2009, για τις οποίες, μετά τη λήξη της κανονικής 5ετούς περιόδου παραγραφής, δηλαδή μετά την 31η-12-2015, περιήλθαν σε γνώση των αρμοδίων φορολογικών αρχών «συμπληρωματικά στοιχεία», από την εξέταση των οποίων διαπιστώθηκε ότι η φορολογητέα ύλη ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που δηλώθηκε και ότι οι υποβληθείσες δηλώσεις ήταν ανακριβείς, οπότε η περίοδος παραγραφής επιμηκύνθηκε για άλλα 5 έτη.
δ) Υποθέσεις ΦΠΑ που αφορούν στη χρήση του έτους 2009 στις οποίες διενεργήθηκε αρχικός φορολογικός έλεγχος εντός της κανονικής πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, δηλαδή μέχρι 31-12-2015, αλλά, μετά την ημερομηνία αυτή, περιήλθαν σε γνώση των αρμοδίων φορολογικών αρχών «συμπληρωματικά στοιχεία» από την εξέταση των οποίων διαπιστώθηκε ότι η φορολογητέα ύλη ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που δηλώθηκε και ότι οι υποβληθείσες δηλώσεις ήταν ανακριβείς.
ε) Υποθέσεις ΦΠΑ που αφορούν στη χρήση του έτους 2009 για τις οποίες δεν υποβλήθηκε εκκαθαριστική δήλωση. Για τις υποθέσεις αυτές ισχύει 10ετής περίοδος παραγραφής που άρχισε να «τρέχει» από την 1η-1-2011 (μετά τη λήξη του έτους 2010 στο οποίο έπρεπε να υποβληθεί η εκκαθαριστική δήλωση) και λήγει την 31η-12-2020.
στ) Υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος που αφορούν στη χρήση του έτους 2004, για τις οποίες δεν είχε υποβληθεί ποτέ η οικεία δήλωση. Για τις υποθέσεις αυτές προβλέπεται 15ετής περίοδος παραγραφής, η οποία άρχισε να «τρέχει» αμέσως μετά το τέλος του έτους εντός του οποίου έπρεπε να υποβληθούν οι αρχικές εμπρόθεσμες δηλώσεις, δηλαδή από την 1η-1-2006 (αμέσως μετά τη λήξη του έτους 2005), και λήγει στις 31-12-2020.
Τα αναδρομικά των συνταξιούχων
Μεταξύ άλλων, τυχόν υιοθέτηση του σκεπτικού των αποφάσεων των Διοικητικών Εφετείων από το ΣτΕ θα τινάξει στον αέρα και τη νομική βάση πάνω στην οποία η Φορολογική Διοίκηση (η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων) στηρίχθηκε για να επιβάλει πρόσθετους φόρους εισοδήματος και πρόστιμα ύψους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, στα τέλη Δεκεμβρίου 2019, σε περίπου 70.000 συνταξιούχους για αναδρομικά ποσά αποδοχών των ετών 2000-2012 που εισέπραξαν το 2013 αλλά δεν συμπεριέλαβαν στις φορολογικές δηλώσεις τις οποίες υπέβαλαν το 2014 για το 2013. Για όλες αυτές τις περιπτώσεις συνταξιούχων, τα όποια ποσά φόρων και προστίμων επιβλήθηκαν θα διαγραφούν και τα όποια ποσά ήδη καταβλήθηκαν από τους φορολογούμενους θα απαιτηθεί να επιστραφούν, καθώς θα θεωρηθεί ότι η Φορολογική Διοίκηση εξέδωσε μεν αλλά δεν πρόλαβε και να τους κοινοποιήσει τις πράξεις προσδιορισμού φόρου πριν από την 31η-12-2019 που έληγε η προθεσμία παραγραφής των συγκεκριμένων υποθέσεων.
Οι μεγάλες υποθέσεις
Οι φοροελεγκτικές υπηρεσίες (το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου, το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων και οι ΔΟΥ) επικεντρώνουν πλέον τους ελέγχους τους στις σημαντικότερες υποθέσεις προκειμένου να κοινοποιήσουν εγκαίρως τις πράξεις οριστικού διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου ώστε το Δημόσιο να μη χάσει το δικαίωμα βεβαίωσης και είσπραξης ποσών σημαντικού ύψους.