Στις αρχές Νοεμβρίου του 2020, κατά την επέλαση του δεύτερου κύματος της πανδημίας, που έσφιγγε σαν μέγγενη τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, το υπουργείο Υγείας απηύθυνε πρόσκληση – έκκληση προς ιδιώτες γιατρούς συγκεκριμένων ειδικοτήτων να “βάλουν πλάτη”, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο ΕΣΥ, λόγω έκτακτων αναγκών.
Ο βαθμός ανταπόκρισης των γιατρών αποτέλεσε τότε – όπως και πρόσφατα στην Αθήνα – πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ της κυβέρνησης και του ιατρικού κόσμου, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να δηλώνει λίγες μέρες μετά πως μόλις 8 γιατροί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο να απαντά πως εκδήλωσαν ενδιαφέρον 170.
Σύμφωνα με τον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, στις λίστες του είχαν ενταχθεί περισσότερα από 200 μέλη. Τελικά, υπέγραψαν εξάμηνες συμβάσεις με το δημόσιο περίπου 15 γιατροί, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις ειδικότητες που επιλέχθηκαν. Αυτοί έχουν συμπληρώσει σήμερα τέσσερις μήνες υπηρεσίας στα νοσοκομεία και διανύουν τον πέμπτο. Οι περισσότεροι δεν έχουν εισπράξει μέχρι τώρα καμία αμοιβή.
Μιλώντας στο iatronet, ένας εξ αυτών, ο οποίος από το Νοέμβριο παρέχει καθημερινά τις υπηρεσίες του στη ΜΕΘ COVID-19 μεγάλου νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης, διευκρινίζει πως το κίνητρό του για τη δημοσιοποίηση του θέματος δεν είναι οικονομικό, αλλά ηθικό.
“Ανταποκρίθηκα εθελοντικά στο κάλεσμα του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, με μοναδικό κίνητρο τον ιπποκρατικό όρκο, βλέποντας τις πιεστικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στα νοσοκομεία μας και θέλοντας να βοηθήσω. Το κίνητρό μου δεν ήταν οικονομικό, όπως δεν είναι και τώρα. Το θέμα είναι ηθικό και θέμα αξιοπιστίας του κράτους απέναντι στους πολίτες“, σημειώνει ο γιατρός, ο οποίος επιθυμεί να κρατήσει την ανωνυμία του, αλλά έχει θέσει τα στοιχεία του και τα σχετικά έγγραφα στη διάθεση του iatronet. Ο ίδιος είναι ελεύθερος επαγγελματίας και συνεργάζεται με ιδιωτικές κλινικές της Θεσσαλονίκης.
Η σύμβαση, που υπέγραψε το Νοέμβριο με την αρμόδια Υγειονομική Περιφέρεια (φωτογραφία κάτω), έχει χρονική ισχύ 6 μηνών και δυνατότητα ανανέωσης για άλλους 6 μήνες. Με αυτή εντάχθηκε στο δυναμικό της ΜΕΘ COVID μεγάλου νοσοκομείου της συμπρωτεύουσας, όπου έκτοτε παρέχει καθημερινά τις υπηρεσίες του με πλήρη απασχόληση, σε ωράριο που διαμορφώνεται κατά τα ισχύοντα και για τους μόνιμους και επικουρικούς γιατρούς, ενώ συμμετέχει κανονικά και στο πρόγραμμα εφημεριών της μονάδας.
Η αμοιβή του ορίστηκε στο καθαρό ποσό των 2.000 ευρώ μηνιαίως, αφορολόγητο και ακατάσχετο, ενώ για την αμοιβή των εφημεριών θα πληρώνεται με βάση τις αποδοχές του γιατρού βαθμού επιμελητή Β’.
Σύμφωνα με τους όρους που αναγράφονται στη σύμβαση, ο γιατρός δικαιούται να εξακολουθεί να παρέχει τις υπηρεσίες στο προσωπικό ιατρείο που διατηρούσε πριν, σε ωράριο διαφορετικό από αυτό της απασχόλησής του στο δημόσιο, ενώ απαγορεύεται να δέχεται και να εισπράττει αμοιβή στο προσωπικό του ιατρείο από ασθενείς προς τους οποίους παρείχε υπηρεσίες στο πλαίσιο της συγκεκριμένης σύμβασης απασχόλησης στο δημόσιο.
“Δεν ενόχλησα την ΥΠΕ μετά τη συμπλήρωση του πρώτου μήνα χωρίς αμοιβή. Δεν το έκανα ούτε τον δεύτερο. Τον τρίτο μήνα μου στάλθηκε ενημέρωση για τα επιπλέον ποσά που δικαιούμαι από τις εφημερίες, αλλά δεν έχω εισπράξει μέχρι σήμερα ούτε ευρώ. Πρόσφατα τηλεφώνησα και μου είπαν πως το θέμα θα λυθεί εντός των επόμενων ημερών, γιατί υπήρχε ένα θέμα με τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Από όσο ξέρω, το ίδιο ισχύει και με άλλους συναδέλφους”, ανέφερε ο γιατρός και πρόσθεσε: “Είναι ενοχλητικό το ότι όλο αυτό το διάστημα δεν υπήρξε κάποια ενημέρωση από την υπηρεσία. Θα το εκτιμούσα αν μου τηλεφωνούσε κάποιος και μου έλεγε πως η καθυστέρηση οφείλεται σε λόγους οικονομικής αδυναμίας. Ότι η πατρίδα αδυνατεί”.
Ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης έλαβε γνώση του θέματος τις τελευταίες εβδομάδες, έχοντας δεχτεί σχετικές αναφορές και από άλλους ιδιώτες γιατρούς που έχουν εναχθεί στο σύστημα υγείας από το Νοέμβριο και παραμένουν μέχρι σήμερα απλήρωτοι.
“Θεωρώ απαράδεκτο ότι οι άνθρωποι που έβαλαν πλάτη σε δύσκολες ώρες μένουν απλήρωτοι τέσσερις μήνες μετά, ενώ τώρα ζητούν το ίδιο και από συναδέλφους στην Αθήνα, προχωρώντας και σε επιτάξεις”, είπε στο iatronet ο πρόεδρος του Συλλόγου, Νικόλαος Νίτσας και πρόσθεσε: “Τους λόγους τους γνωρίζει η αρμόδια ΥΠΕ. Η ενημέρωση που έχω είναι πως οι λόγοι είναι γραφειοκρατικοί. Ωστόσο, όποιοι κι αν είναι οι λόγοι, το θέμα θα έπρεπε να έχει λυθεί από την αρχή”.
Ο κ. Νίτσας διευκρινίζει με τη σειρά του πως “κανένας από τους γιατρούς δεν εντάχθηκε στο ΕΣΥ για τα χρήματα, το θέμα είναι ηθικό. Αυτό αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι κανένας συνάδελφος δεν διαμαρτυρήθηκε από τον πρώτο ή τον δεύτερο μήνα, αλλά ενημερωθήκαμε μόλις πριν από μερικές εβδομάδες”.