Ο Σίμων ο Αθηναίος τον 5ο π.Χ. αιώνα είχε γράψει την πραγματεία «Περί Ιππικής», για τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία κάποιος πρέπει να επιλέγει ένα άλογο. Είναι από τα αρχαιότερα κείμενα που διαθέτουμε για αυτό το είδος του ζωικού βασιλείου. Τοποθέτησε μάλιστα και ένα άγαλμα ίππου στην Αγορά ώστε να καταλάβουν όλοι τι εννοεί. Και ο Ξενοφών, βεβαίως, είχε ομότιτλο έργο μονογραφικού χαρακτήρα με το ίδιο θέμα, καθώς ήταν ζήτημα θεμελιώδους σημασίας: όσοι Αθηναίοι πολίτες ανήκαν στις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις όφειλαν να διαθέτουν πολεμικό άτι και να υπηρετούν στο ιππικό. Συνεπώς, αν δεν διάλεγες άξιο πουλάρι, τότε κινδύνευε η ζωή σου στη μάχη.
Δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά, ο Μάκης, το ουγγαρέζικο άλογο 13 ετών που ανήκει στον τελευταίο αμαξά της Αθήνας, Γιώργο Σταυρίδη, ζει μοναχικά στην Πνύκα. Κουνάει την ουρά του για να διώξει τα ενοχλητικά έντομα που εμφανίζονται στην αρχή της άνοιξης. Δεμένο κοντά στο Αστεροσκοπείο, όταν δεν δουλεύει, είναι αντικείμενο θαυμασμού όσων βγαίνουν περίπατο. Κατάλευκο και ρωμαλέο, δεν το πολυαπασχολεί αν έχει τις προδιαγραφές του Σίμωνα και του Ξενοφώντα. Δικό του καθήκον είναι να σέρνει το αμαξάκι.
Οι πρόγονοι του Σταυρίδη ήρθαν από την Τραπεζούντα πρόσφυγες στην Αθήνα και ο ίδιος είναι τρίτη γενιά αμαξάς, όπως μας λέει. Δεν πρόλαβε τον παππού του, αλλά έμαθε τη δουλειά από τον πατέρα του Ευθύμιο, από τον οποίον πήρε το όνομα ο Μάκης, ως χαϊδευτικό. «Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο πατέρας μου είχε ένα πρόβλημα με το πόδι του και επίτηδες αγόρασε αυτό το ζώο που είναι βαρύ και σταθερό, δίχως νεύρο και ταχύτητα, προορισμένο για βαριές δουλειές», εξηγεί ο Γιώργος Σταυρίδης χαϊδεύοντας τη χαίτη του τελευταίου αποκτήματος: «Μεγάλωσα μέσα στα άλογα και έχει ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς τον χαρακτήρα τους, πόσο διαφορετικός είναι σε κάθε περίπτωση. Τούτος εδώ δεν θέλει πολλά πολλά· είχα ένα άλλο, τη Στέλλα, που ήταν όλο κοινωνικότητες».
Ο Μάκης, είτε εργάζεται είτε είναι σε αναστολή, έχει τη ρουτίνα του, μας εξηγεί ο ιδιοκτήτης του: «Ερχομαι και τον βλέπω καθημερινά, τον ποτίζω, τον ταΐζω. Το καλοκαίρι στο τέλος της ημέρας θέλει τρομερή περιποίηση. Το άλογο για να ξεκουραστεί πρέπει να είναι σχολαστικά πλυμένο, πεντακάθαρο. Εγώ δουλεύω από 17 ετών. Κάποτε οι άνθρωποι ήταν πιο ρομαντικοί και είχαμε ως πελατεία ζευγαράκια ή γονείς που έκαναν το χατίρι στα παιδιά τους. Θυμάμαι και άπειρους γάμους που πηγαίναμε τη νύφη στην εκκλησία με την άμαξα. Τώρα σπανίζει και αυτό. Σήμερα το δρομολόγιο είναι περισσότερο για τουρίστες ή ηλικιωμένους. Σιγά σιγά το επάγγελμα εξαφανίζεται και οι μόνοι αμαξάδες που έχουμε μείνει είναι κάποιοι στο Κεφαλάρι, στην Αίγινα, στις Σπέτσες. Είναι δύσκολο να βρεις πεταλωτή και δεν κατασκευάζονται πια και άμαξες».
Μια από τις στιγμές που έχει εντυπωθεί στη μνήμη του Γιώργου Σταυρίδη είναι η κηδεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση το 2005. Ηρθε ο γιος του και είπε στον πατέρα μου ότι η τελευταία επιθυμία του γονιού του ήταν να πάει στο νεκροταφείο με άμαξα που θα τη σέρνουν δύο άλογα, ένα άσπρο και ένα μαύρο, από το γνωστό του τραγούδι (“Ενα όμορφο αμάξι με δυο άλογα”). Πήγαμε από τη Μητρόπολη πομπή ώς το Α΄ Νεκροταφείο. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ο πατέρας μου ήταν πάνω στην άμαξα και εγώ δίπλα στα ζώα για να μην τρομάξουν με τόσο κόσμο που ήταν γύρω τους».
Η βόλτα με τον Μάκη και τον Γιώργο έχει ως αφετηρία την Αποστόλου Παύλου, στο νοητό ύψος του καφέ-εστιατορίου «Διόνυσος». Μπορεί να συμπεριλάβει έως και τέσσερα άτομα και κοστίζει 20 ευρώ συνολικά. Η τέλεια ιδέα για κωδικό 6, για να στηρίξουμε έναν αθηναϊκό θεσμό.
πηγή: athinaika@kathimerini.gr