Τέλη χαρτοσήμου, σε προκαταβολές πελατών-προμηθευτών;

0

Οι διενεργούμενοι έλεγχοι σε επιχειρήσεις καταλήγουν πολύ συχνά σε αμφιλεγόμενους καταλογισμούς, οι οποίοι δεν βρίσκουν έρεισμα στην φορολογική νομοθεσία. Μάλιστα τα τέλη χαρτοσήμου, που στηρίζονται σε μία απαρχαιωμένη νομοθεσία, που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείας, συνιστούν πολύ συχνά σημείο τριβής κατά τους φορολογικούς ελέγχους.

Του Γιώργου Δαλιάνη με τη συνεργασία της Νίκης Χατζοπούλου*



Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τον καταλογισμό τελών χαρτοσήμου σε προκαταβολές πελατών-προμηθευτών με την αιτιολογία ότι πρόκειται για ταμειακές διευκολύνσεις/δάνεια. Εισαγωγικά, θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι σχετικώς εφαρμοστέες φορολογικές διατάξεις περί επιβολής τελών χαρτοσήμου θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά και να μη γίνεται παραβίαση του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος που προβλέπει ότι «κανένας φόρoς δεν επιβάλλεται oύτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμo πoυ καθoρίζει τo υπoκείμενo της φoρoλoγίας και τo εισόδημα, τo είδoς της περιoυσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγoρίες τoυς, στις oπoίες αναφέρεται o φόρoς». Θα πρέπει μάλιστα να τονίσουμε ότι σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, η ΔΕΔ στα πλαίσια ενδικοφανούς προσφυγής, δικαιώνει τους ελεγχόμενους.

α. Η περίπτωση του ανεξόφλητου υπολοίπου πελάτη

Σε φορολογικό έλεγχο, οι ελεγκτές της Δ.Ο.Υ. καταλόγισαν τέλη χαρτοσήμου και εισφορά υπέρ ΟΓΑ, επικαλούμενοι ότι μία εταιρεία διατηρεί πάγιες χρηματικές απαιτήσεις προς εταιρεία-πελάτη της χωρίς να προβαίνει στην έγκαιρη εξόφλησή της. Θεώρησαν, λοιπόν, εσφαλμένα στην περίπτωση αυτή οι ελεγκτές ότι πρόκειται για δάνειο της μίας εταιρείας προς την άλλη, με την αιτιολογία ότι ουδέποτε ζητήθηκε από τον πελάτη έγκαιρα το υπόλοιπο του λογαριασμού. Εξάλλου, μια εταιρεία μπορεί να συνάψει ειδικές συμφωνίες με μέρος των πελατών της και να εφαρμόζει διαφορετική πιστωτική πολιτική.

Το πόρισμα αυτό, όπως ήταν φυσικό, ανατράπηκε από την απόφαση που εκδόθηκε από την ΔΕΔ κατόπιν ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής από την ελεγχόμενη επιχείρηση. Συγκεκριμένα, η ΔΕΔ στηρίχθηκε σε σχετικώς εκδοθείσα νομολογία, με βάση την οποία, η μη αναζήτηση από δικαιούχο χρεωστικού υπολοίπου πελάτη, δεν σημαίνει ότι το χρεωστικό υπόλοιπο που παραμένει ανεξόφλητο επί μακρόν, αποτελεί δάνειο, εφόσον από σχετική εγγραφή στα βιβλία ή από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο δεν προκύπτει ότι συνήφθη σύμβαση δανείου μεταξύ των δύο επιχειρήσεων και ότι δεν συνιστά σύμβαση δανείου. Εάν, όμως, στο τέλος το υπόλοιπο παραμείνει ανεξόφλητο και διευθετηθεί με άλλο τρόπο π.χ. με ολική ή μερική άφεση χρέους, τότε πράγματι οφείλονται τέλη χαρτοσήμου, διότι πρόκειται για νέα και αυτοτελή πράξη υποκείμενη σε τέλη χαρτοσήμου.

Το ίδιο ισχύει και αν ακόμα πρόκειται για συγγενείς επιχειρήσεις (συνδεδεμένες), με βάση τις σχετικώς εκδοθείσες αποφάσεις ΔΕΔ.



β. Η περίπτωση προκαταβολής σε προμηθευτή

Σε άλλη περίπτωση ελέγχου, καταλογίσθηκαν τέλη χαρτοσήμου σε ελεγχόμενη επιχείρηση, επειδή μία εταιρεία έδωσε μεγάλη προκαταβολή σε εταιρεία- προμηθευτή της και ο έλεγχος κατέληξε εσφαλμένα στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για δάνειο. Η ΔΕΔ με την υπ’ αριθ. 4458/2016 απόφασή της δικαίωσε την ελεγχόμενη επιχείρηση, καθώς έκρινε ότι μεταξύ των δύο επιχειρήσεων υπήρχε ένας μεγάλος όγκος και συνεχής ροή συναλλαγών κατά τη διάρκεια της ελεγχόμενης χρήσης. Τέλος, η συνολική κίνηση του λογαριασμού ήταν τέτοιου ύψους, η οποία δικαιολογούσε την ύπαρξη σε μια δεδομένη στιγμή μεγάλου υπολοίπου, το οποίο εξάλλου μειώθηκε πολύ σύντομα με τις πραγματοποιηθείσες αγορές. Και σε αυτή την περίπτωση, η ΔΕΔ δικαίωσε την ελεγχόμενη επιχείρηση κάνοντας δεκτή την ενδικοφανή προσφυγή και ακυρώνοντας ως μη νόμιμο τον καταλογισμό.

Συμπεράσματα

Κατόπιν των ανωτέρω, βλέπουμε ότι οι ελεγκτικές αρχές με γνώμονα την είσπραξη ποσών από το Ελληνικό Δημόσιο συχνά καταλήγουν σε υπερβολικούς και αναιτιολόγητους καταλογισμούς. Ειδικά, αν λάβει κανείς υπόψιν τον όγκο των συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα μεταξύ των επιχειρήσεων σε καθημερινή βάση, αλλά και τη συνήθη επιχειρηματική συναλλακτική πρακτική, οι προκαταβολές και τα υπόλοιπα μεταξύ πελατών προμηθευτών είναι ένα μεγάλο κομμάτι των συναλλαγών. Με τη λογική που συχνά εφαρμόζουν οι ελεγκτικές αρχές όλα σχεδόν τα υπόλοιπα και οι προκαταβολές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως δάνειο μεταξύ των επιχειρήσεων. Ωστόσο, απαιτούνται πολύ περισσότερες προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ότι έχει χορηγηθεί δάνειο και η πιο σημαντική είναι ο έγγραφος τύπος. Και σε κάθε περίπτωση η εγγραφή στα βιβλία, ως αναπλήρωση του  εγγράφου περί δανείου, πρέπει να περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία της συμβάσεως του δανείου, ώστε από την εγγραφή αυτή και μόνο να προκύπτει η συνομολόγηση της συμβάσεως αυτής, χωρίς να επιτρέπεται να συναχθεί ότι συνομολογήθηκε σύμβαση δανείου από εγγραφές στα βιβλία που αναφέρονται σε άλλες σχέσεις.

Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε ότι πολλές φορές οι ελεγκτικές αρχές παίρνουν το ρίσκο να προβούν σε καταλογισμού ποσών, τα οποία εν συνεχεία ανατρέπονται από τη ΔΕΔ και την Ελληνική Δικαιοσύνη. Ωστόσο, αυτή η πρακτική θα πρέπει να σταματήσει διότι συνεπάγεται αδικαιολόγητη ταλαιπωρία των φορολογουμένων και είναι αρνητικός δείκτης σχετικά με την ορθότητα των καταλογισμών. Πέραν τούτων, ο καταλογισμός υπέρογκων ποσών που εξαναγκάζει τις επιχειρήσεις σε άσκηση ενδικοφανών προσφυγών αποστερεί από τις επιχειρήσεις πολύτιμους πόρους (cash flow) με βλαπτικές τόσο για τις ίδιες επιχειρήσεις όσο και για την αγορά γενικότερα συνέπειες. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί οποιαδήποτε δοσοληψία μεταξύ επιχειρήσεων να χαρακτηρίζεται de facto ως σύμβαση δανείου «ελαφρά τη καρδία» από τον φορολογικό έλεγχο.

Κλείνοντας, επισημαίνουμε ότι χρήζει επανεξέτασης και το ζήτημα της υπέρογκης προκαταβολής των ποσών των φορολογικών καταλογισμών, που είναι προϋπόθεση για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, δεδομένου μάλιστα ότι είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να δοθεί αναστολή για τα ποσά αυτά.

Τονίζουμε δε για άλλη μια φορά ότι τα ελεγκτικά όργανα έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τη νομοθεσία όπως αυτή ερμηνεύεται και από τις διευκρινιστικές εγκυκλίους. Σε αντίθετη περίπτωση, αν τα ελεγκτικά όργανα ερμηνεύουν τη νομοθεσία αυθαίρετα και κατά βούληση επιβάλλοντας εξοφθαλμα παρανομους φορολογικούς καταλογισμούς, αναλόγως με τη βαρύτητα της παρανομίας, μπορεί να αντιμετωπίσουν ακόμη και πειθαρχικές κυρώσεις.



Δείτε το άρθρο και στo Capital.gr

* O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της Artion Α.Ε. & ιδρυτής του Ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός.
H κα Νίκη Χατζοπούλου είναι Δικηγόρος LL.M. & Διαμεσολαβήτρια, συνεργάτης της Artion Α.Ε.

Το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στην ARTION A.E (Πουρνάρα 9, Μαρούσι /210 6009062 / www.artion.gr)


Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.