Ελλάδα, σήμερα. Σε μια λαϊκή συνοικία, εν μέσω πανδημίας, το «αυγό του φιδιού» εκκολάπτεται στα σχολεία. Μια παρέα παιδιών καταφεύγει σε ρατσιστικές συμπεριφορές και σταδιακά οδηγείται στον φασισμό μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν είναι καθόλου περιθώριο.
Αναλαμβάνει δράση καταδιώκοντας μετανάστες, ομοφυλόφιλα ζευγάρια, οτιδήποτε είναι διαφορετικό στα μάτια τους, υπό την καθοδήγηση του Ηλία, ενός νεαρού που έχει μόλις τελειώσει τον στρατό και χρίζεται αρχηγός της παρέας. Γοητευμένος από τις δηλητηριώδεις δηλώσεις ενός δημοσιογράφου σε τοπικό κανάλι –που θεωρεί ότι για την πανδημία ευθύνονται οι μετανάστες‒, ο Ηλίας οδηγεί την παρέα σε ακραίες συμπεριφορές, καταστροφικές για όλους.
Το 18, η ταινία του Βασίλη Δούβλη που προκάλεσε αίσθηση στο φετινό, 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, «είναι μια ταινία για τη ρατσιστική βία, τον σχολικό εκφοβισμό και τη δύσκολη εφηβεία στη σύγχρονη Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, της αναζωπύρωσης του φασισμού και της πανδημίας», όπως τη χαρακτηρίζει ο δημιουργός της. «Μια ταινία που δεν επιδιώκει να δώσει έτοιμες απαντήσεις αλλά να θέσει ερωτήματα, αποφεύγοντας την εύκολη καταγγελία και τον διδακτισμό. Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία καταγγελίας που να κραυγάζει αλλά μια ταινία που να υπαινίσσεται, αφήνοντας χώρο στον θεατή. Γι’ αυτό προτίμησα, άλλωστε, και το φινάλε να είναι ανοιχτό, ώστε οι θεατές να μπορούν να δώσουν τη δική τους ερμηνεία», λέει.
Ιωσήφ Γαβριελάτος. Φωτ.: Freddie F./LIFO
Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία καταγγελίας που να κραυγάζει αλλά μια ταινία που να υπαινίσσεται, αφήνοντας χώρο στον θεατή. Γι’ αυτό προτίμησα, άλλωστε, και το φινάλε να είναι ανοιχτό, ώστε οι θεατές να μπορούν να δώσουν τη δική τους ερμηνεία.
Το 18 είναι μια ταινία low budget, που γυρίστηκε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. «Η ιδέα της ταινίας γεννήθηκε πριν από χρόνια, απ’ όσα συνέβαιναν, και δυστυχώς συνεχίζουν να συμβαίνουν σε πολλά σχολεία στη χώρα μας», εξηγεί ο Βασίλης. «Το σενάριο είναι εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα, που ήταν, ωστόσο, απλώς η πρώτη ύλη, το σημείο εκκίνησης της ταινίας, καθώς τόσο η πλοκή της όσο και οι χαρακτήρες της είναι προϊόντα μυθοπλασίας.
Όταν ξέσπασε η πανδημία, ήμασταν σχεδόν έτοιμοι να ξεκινήσουμε τα γυρίσματα. Είχε περάσει ήδη αρκετός καιρός απ’ όταν αρχίσαμε να σχεδιάζουμε την ταινία και δεν ήθελα να περιμένω άλλο. Πιστεύω ότι τα πράγματα πρέπει να γίνονται στην ώρα τους και στην Ελλάδα, δυστυχώς, πολλές φορές οι διαδικασίες είναι τόσο χρονοβόρες, που για να καταφέρει να κάνει κανείς μια ταινία πρέπει να περάσουν χρόνια.
Έτσι, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα δίλημμα: να αναβάλουμε ή ακόμη και να εγκαταλείψουμε την ταινία ή να προχωρήσουμε; Συζήτησα με τους παραγωγούς και τους συνεργάτες μου και αποφασίσαμε να πάρουμε το ρίσκο, εντάσσοντας την πανδημία στο σενάριο της ταινίας.
Ξεκινήσαμε τα γυρίσματα, κολυμπώντας σε αχαρτογράφητα νερά, με μια προσέγγιση σχεδόν ντοκιμαντερίστικη, προσαρμόζοντας τις σκηνές που γυρίζαμε στις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν και στα υγειονομικά μέτρα που ίσχυαν τότε, χωρίς να ξέρουμε πού θα μας οδηγήσει όλο αυτό και αν θα μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε την ταινία.
Έτσι, για να αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, στην ταινία βλέπουμε ένα σχολείο-φάντασμα με λίγα παιδιά στο προαύλιο και στις τάξεις, με αντισηπτικά, με τις αποστάσεις να τηρούνται αναγκαστικά, τα ομαδικά παιχνίδια να απαγορεύονται κ.λπ., όπως ακριβώς συνέβαινε τότε. Ήταν ένα εγχείρημα πολύ γοητευτικό, αλλά με μεγάλο ρίσκο, που εξελίχθηκε σε μια πραγματική δοκιμασία, καθώς οι δυσκολίες ήταν πολλές και χρειάστηκε υπέρβαση απ’ όλους μας για μπορέσουμε να ολοκληρώσουμε τα γυρίσματα».
Οι νεαροί πρωταγωνιστές που φωτογραφίζονται γελώντας στο λόφο του Στρέφη (ίσως το πιο δυνατό χαρτί του 18, νέοι, φρέσκοι, πειστικοί, με δυναμική παρουσία) δεν έχουν καμία σχέση με τα πρόσωπα που υποδύονται στην ταινία. Είναι σχεδόν αγνώριστοι χωρίς την αγριάδα και τη βίαιη συμπεριφορά των πληγωμένων παιδιών που, κατά το σενάριο, οδηγούνται στα άκρα. Ωστόσο, είναι τρομακτικό το πόσο εύκολα μπορεί ένα παιδί σήμερα να καταλήξει σε εκφοβισμό, βία, ρατσισμό. Τα παιδιά των «νοικοκυραίων» δεν έχουν χαρακτηριστικά αναγνωρίσιμα που φανερώνουν τον υποβόσκοντα φασισμό.
Αντώνης Τσαμουράς. Φωτ.: Freddie F./LIFO
Το casting που κάναμε μαζί την Natalie Pawloff, την casting director της ταινίας, διήρκεσε περισσότερο από έναν χρόνο μέχρι να βρούμε τα πρόσωπα που ψάχναμε, ιδιαίτερα των νεαρών πρωταγωνιστών, και στη συνέχεια χρειάστηκε να δουλέψουμε πολύ κάνοντας πρόβες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα παιδιά έφεραν στην ταινία τη δική τους ματιά και τη δική τους φρεσκάδα και πολλές φορές, αυτοσχεδιάζοντας στις πρόβες, αλλάξαμε το σενάριο. Συγχρόνως είχα τη χαρά πολύ σημαντικοί ηθοποιοί που εκτιμούσα ιδιαίτερα να δεχτούν την πρότασή μου να παίξουν τους δεύτερους ρόλους των γονιών και των καθηγητών των παιδιών, συμπληρώνοντας έτσι ιδανικά, κατά τη γνώμη μου, το cast της ταινίας. Χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα μπορούσα να γυρίσω αυτή την ταινία.
Η αφηγηματική δομή της ταινίας βασίζεται σε μια σύνθετη, πολυφωνική αφήγηση με εσωτερική εστίαση, εναλλάσσοντας τις οπτικές γωνίες τριών βασικών χαρακτήρων, των δραστών, αλλά και του θύματος. Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία μόνο από τη μεριά των θυμάτων. Δεν με ενδιαφέρουν οι θετικοί ήρωες. Προτιμώ τους πιο σύνθετους, αντιφατικούς χαρακτήρες, που σε προκαλούν να εξερευνήσεις τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων και της ανθρώπινης ψυχής.
Έτσι με ενδιέφερε πολύ περισσότερο, χωρίς να δικαιολογώ τις πράξεις τους, να προσπαθήσω να ιχνηλατήσω τις διαφορετικές προσωπικές διαδρομές των μελών της συμμορίας, να επιχειρήσω να ρίξω φως στη δράση τους, τις αντιφάσεις και τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, να φέρω στην επιφάνεια τα κίνητρά τους, καθώς είναι ακόμη παιδιά χωρίς συγκροτημένη προσωπικότητα, γεμάτα θυμό, που ψάχνουν εναγωνίως μια ταυτότητα και τη θέση τους σ’ έναν κόσμο εχθρικό, στον οποίο αισθάνονται ξένοι, αποκλεισμένοι, χωρίς ελπίδα για το μέλλον.
Είναι “η κοινοτοπία του κακού” σ’ έναν κόσμο όπου οι ιδεολογίες έχουν καταρρεύσει, αφήνοντας πίσω τους ένα μεγάλο κενό και, συγχρόνως, πρόσφορο έδαφος για τον εκφασισμό της κοινωνίας, που η πολυεπίπεδη κρίση πυροδότησε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, φέρνοντας στην επιφάνεια υπόγεια, σκοτεινά ρεύματα που μέχρι τότε υπέβοσκαν.
Όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας έχουν ενδιαφέρον για μένα. Αν έπρεπε, ωστόσο, να ξεχωρίσω κάποιον, αυτός είναι ο Στέλιος, γιατί είναι αυτός που μεταστρέφεται, διανύοντας το μεγαλύτερο δραματικό τόξο. Στην αρχή της ταινίας, αναζητώντας απεγνωσμένα μια ταυτότητα, γοητεύεται από τη συμμορία, όσο όμως ανακαλύπτει το πραγματικό της πρόσωπο, απομακρύνεται. Η σταδιακή αυτή μεταστροφή του θα τον κάνει να ξαναδεί τον κόσμο από την αρχή, δίνοντας έτσι και μια απροσδόκητη τροπή στο φινάλε της ταινίας».
Τον ρωτάω αν βρέθηκε στο Πέραμα εσκεμμένα ή τυχαία. «Όταν αρχίσαμε το ρεπεράζ, αναζητούσα μια υποβαθμισμένη, λαϊκή γειτονιά της Αθήνας ως κύριο χώρο, όπου θα διαδραματιζόταν η ιστορία. Είχα την τύχη τότε να ανακαλύψω ξανά το Πέραμα, καθώς έπεσα πάνω στο αφιέρωμα της LiFO, που μου κέντρισε ξανά το ενδιαφέρον.
Γνώριζα το Πέραμα από το 2001 γιατί είχα κάνει ένα ντοκιμαντέρ εκεί, αλλά τότε η Αθήνα ήταν μια πόλη τελείως διαφορετική. Όταν ξαναπήγα, ήταν για μένα μια αποκάλυψη. Από την πρώτη στιγμή αισθάνθηκα ότι αυτός ήταν ο ιδανικός χώρος για να γυριστεί η ταινία. Έτσι άλλαξα το σενάριο κι έκανα όλες τις αναγκαίες προσαρμογές, μεταφέροντας το μεγαλύτερο μέρος της δράσης εκεί.
Μάλιστα στην αρχή και στο φινάλε της ταινίας βλέπουμε, ενταγμένη οργανικά στη δράση, και την “Αρχή της Ελπίδας”, την εμβληματική εγκατάσταση του Σκωτσέζου καλλιτέχνη Ρόμπερτ Μοντγκόμερι, που βρίσκεται πάνω από το πορθμείο.
Το 18, ο τίτλος της ταινίας, είναι ηθελημένα αμφίσημος, παραπέμποντας κυρίως στην ηλικία των πρωταγωνιστών, που είναι παιδιά 18 χρονών που ψάχνουν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο, αλλά και στο γνωστό ναζιστικό σύνθημα.
Σχετικά με τη φόρμα της ταινίας, το 18 ήθελα, σε ένα πρώτο επίπεδο, να έχει μια ντοκιμαντερίστικη διάσταση, την αλήθεια ενός ντοκιμαντέρ, την αλήθεια των προσώπων, των σωμάτων, των χώρων, καθώς ο κινηματογράφος έχει εγγενώς μια οντολογική διάσταση, “πιάνει τον θάνατο πάνω στην ώρα της δουλειάς του”, για να χρησιμοποιήσω τη γνωστή φράση του Κοκτό, και συγχρόνως να έχει μια γραφή λιτή, σκληρή και τρυφερή μαζί, χωρίς φιοριτούρες, με μια κάμερα, πάντοτε στο χέρι, που κινείται διαρκώς, ακολουθώντας τα πρόσωπα.
Γι’ αυτό και στην ταινία η μουσική που ακούγεται είναι λίγη και πάντοτε αφηγηματική, μουσική από πηγή, που ακούνε οι ήρωες, καθώς δεν ήθελα να εκβιάζει τη συγκίνηση, η οποία προτιμούσα να γεννιέται από τη δράση, τις εικόνες και τους ήχους της ταινίας».
«Ποια θα είναι η πορεία της ταινίας από δω και πέρα;»
«Ελπίζω το 18, σ’ αυτήν τη δύσκολη για τον κινηματογράφο εποχή, να μπορέσει να βρει το κοινό του και να συναντήσει τους θεατές όχι μόνο στις οθόνες των υπολογιστών αλλά, επιτέλους, και στις κινηματογραφικές αίθουσες…»
Πηγή :https://www.lifo.gr/