Η μειωμένη σύνταξη μπορεί να αποδειχθεί διέξοδος τόσο απέναντι στην ανεργία, όσο και στην υποαμειβόμενη-μερική απασχόληση.
Του Χρήστου Μέγα
Η παραμονή στην εργασία δεν βελτιώνει πάντα τον συντάξιμο μισθό (επί του οποίου εφαρμόζονται τα ποσοστά αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης ανάλογα με τα έτη ασφάλισης). Σε πολλές περιπτώσεις η μερική απασχόληση ή ο μειωμένος μισθός από το 2012 και μετά μειώνει το μέσο όρο αμοιβών (από το 2002 μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης συνταξιοδότησης), ενώ σε κάθε περίπτωση πρέπει να συνεκτιμηθεί τι συμφέρει τον ασφαλισμένο: Να εργαστεί και να καταβάλλει για πέντε (5) ακόμη χρόνια εισφορές μέχρι το 67ο έτος (ή όταν συμπληρώσει 40ετία μια πλήρη-καλύτερη σύνταξη) είτε να συνταξιοδοτηθεί με πρόωρη, έστω και εάν λάβει μειωμένη σύνταξη;
Με βάσει τον νόμο 4387/16, το πέναλτι πρόωρης συνταξιοδότησης με μειωμένες αποδοχές κυμαίνεται στο 6% για κάθε χρόνο πρόωρης εξόδου, άρα έως 30% εάν κάποιος συνταξιοδοτηθείς το 62ο έτος της ηλικίας, (αντί του 67ου), αλλά αυτή η μείωση περιορίζεται μόνο στο ποσό της εθνικής σύνταξης των 345 ευρώ για 15ετή περίοδο ασφάλισης έως 384 για 20ετή ασφάλιση (δηλαδή η περικοπή ξεκινά από 21 ευρώ ανά έτος).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η μείωση «περιορίζεται» το πολύ στα 115 ευρώ το μήνα
Παραδείγματα:
1.Έστω ασφαλισμένος με 30 χρόνια εργασίας βρίσκεται στο 62ο έτος της ηλικίας. Εάν θελήσει να βγει με πλήρη σύνταξη θα πρέπει να εργαστεί για τουλάχιστον άλλα τρία (3) χρόνια και ακολούθως να αναγνωρίσει ακόμη επτά (7) πλασματικά έτη προκειμένου να βγει με πλήρεις αποδοχές.
Αντιθέτως, αν συνταξιοδοτηθεί τώρα (υπό την προϋπόθεση των 100 ενσήμων ανά έτος την τελευταία 5ετία ή τα 750 ένσημα εν συνόλω τα τελευταία 5 χρόνια για όσους εντάχθηκαν στην αγορά εργασίας μετά το 1992-σε αυτά τα ένσημα περιλαμβάνεται και ο χρόνος από την επιδοτούμενη ανεργία ) θα λάβει μειωμένη σύνταξη κατά 115 ευρώ.
Βεβαίως, είναι υψηλότερο το ποσοστό αναπλήρωσης σε περίπτωση συνταξιοδότησης με 40 έτη ασφάλισης (50% επί του μέσου όρου των αποδοχών από το 2002 μέχρι την ημέρα κατάθεσης της αίτησης συνταξιοδότησης). Αλλά, σε περίπτωση που επιλεγεί η συνέχιση της απασχόλησης, αυτό δεν θα πρέπει να γίνει με κάθε κόστος. Η μερική απασχόληση εν προκειμένω, αντενδείκνυται. Καθώς μειώνει το μέσο όρο των συντάξιμων αποδοχών.
Στα υπέρ της συνταξιοδότησης με πλήρεις αποδοχές είναι και η καταβολή του «εφάπαξ». Δηλαδή την καταβολή του 40% της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Την οποία δεν υποχρεούται να καταβάλει ο εργοδότης σε περίπτωση πρόωρης εξόδου.
2.Σε περίπτωση πρόωρης και μειωμένης συνταξιοδότησης με 15ετία, το πέναλτι είναι 103,5 ευρώ την 5ετία. Σε αυτή την περίπτωση, ακόμη και εάν εργαστεί κάποιος μέχρι το 67ο έτος, απλώς θα βελτιώσει ελάχιστα το κλάσμα της ανταποδοτικής σύνταξης, ενώ θα χάσει συντάξεις 60 μηνών και θα πληρώσει εισφορές αντίστοιχου διαστήματος κ.λπ.
3.Σε κάθε περίπτωση μοιάζει να μην συμφέρει η αυτασφάλιση για την βελτίωση των ποσοστών σύνταξης καθώς από την μία πλευρά θα χάνει την (μειωμένη) σύνταξη και από την άλλη θα πληρώνει εισφορές ενόσω δεν εργάζεται.
4.Μειωμένη σύνταξη δικαιούνται οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα , των ΔΕΚΟ-Τραπεζών και οι δημόσιοι υπάλληλοι στο 62ο έτος με τουλάχιστον 12 έτη πραγματικής ασφάλισης και 3 πλασματικά έτη, οι εργαζόμενοι στα βαρέα (ΒΑΕ) με έξοδο στο 60ο έτος με 35ετία (25 έτη Βαρέα). Η ηλικία εξόδου των δημοσίων υπαλλήλων και των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ συναρτάται με την χρονολογία συμπλήρωσης της 25ετίας.