Την προηγούμενη φορά που είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο πριν μερικούς μήνες, της ζήτησα να μου μιλήσει για μερικά έργα της πινακοθήκης, μου έκανε την περιγραφή και την ανάλυση από στήθους, δεν άνοιξε ούτε για ένα λεπτό μπλοκ, σημειώσεις, δεν άφησε ούτε λεπτό να φανεί η δυσφορία της για το ρεπορτάζ που είχαμε κάνει για την κλοπή του Πικάσο.
της Αργυρώς Μποζώνη
Η Μαρίνα Λαμπράκη ήταν ένα πρόσωπο που μπορεί να αντιπαθούσες για πολλούς λόγους από μακριά, από κοντά σε γοήτευε, είχε χάρισμα και σε αυτό μπορούν να συμφωνήσουν όλοι, οι εχθροί και οι φίλοι που απέκτησε τα χρόνια της θητείας της.
Η μακροβιότερη διευθύντρια δημόσιου οργανισμού στην Ελλάδα, από το 1992 κατάφερε αυτό που ήθελε, να συνδέσει για πάντα το όνομά της με την Εθνική Πινακοθήκη και τα τελευταία χρόνια και με την επέκτασή της.
Για πολλούς, αυτό το έργο θα ήταν ακατόρθωτο να ολοκληρωθεί χωρίς την παρουσία της, ήταν ένας άθλος, πέρα από διαφωνίες που αφορούν από τη σήμανση μέχρι την μουσειογραφική και μουσειολογική μελέτη, το κτίριο και το περιεχόμενο.
Η γεννημένη στο Ηράκλειο κόρη του σιδηρουργού Νικόλαου Λαμπράκη υπενθύμιζε συχνά την ταπεινή καταγωγή της, θέλοντας να δώσει ένα παράδειγμα, να μην αφήνει κανένας τα όνειρά του και να είναι προσηλωμένος στο στόχο του.
Αυτό ακριβώς χαρακτήρισε όλη την πορεία της: όταν έβαζε στόχους ήταν ασταμάτητη. Είναι αυτό που την έκανε να μείνει τόσα χρόνια σε αυτή τη θέση, αυτή η θέληση, το πείσμα, η διπλωματία, δεν είναι τυχαίο ότι καμία κυβέρνηση δε την ακούμπησε.
Τον τελευταίο καιρό οι φήμες για την αντικατάστασή της είχαν πυκνώσει. Τις ήξερε αλλά έκανε ότι δεν καταλαβαίνει. Έκανε πολύ συχνά ότι δεν καταλαβαίνει, αφήνοντας μόνο ένα χαμόγελο να φαίνεται, ήταν ο τρόπος της να αποκρούει επιθέσεις γιατί εκτός από ικανό υπήρξε και ένα πρόσωπο αμφιλεγόμενο που «κατάφερε» να διχάσει όσο κανένα τον κόσμο της τέχνης με φανατικούς υποστηρικτές και πολέμιους που δημόσια έχουν πάρει θέση και εκείνη να επαναλαμβάνει συχνά μόνο μια φράση δημοσίως: «μη χτυπάτε την πινακοθήκη».
Το επανέλαβε συχνά τα τελευταία χρόνια, ειδικά στην περίπτωση της κλοπής του Πικάσο, ότι ο στόχος ήταν εκείνη, ότι η κλοπή έγινε για να πληγεί η αξιοπιστία της, είχε πει στη LIFO «Το πιστεύω απόλυτα ότι η ληστεία ήταν στημένη! Το τάιμινγκ δεν ήταν καθόλου τυχαίο». « Έχετε κάποιους ανθρώπους υπόψη σας που μπορεί να κρύβονται από πίσω;», Είχε, αλλά, όπως τόνιζε, «φυσικά και δεν πρόκειται να σου πω ονόματα. Κάποιοι δεν ήθελαν να συνεχίσω. Άνθρωποι με προσωπικές φιλοδοξίες. Κοίταξε, εγώ τη βρήκα έτσι αυτή την κατασκευή όταν ήρθα στο μουσείο και πίστευα κι εγώ ότι ήταν ασφαλής, δεν ήξερα ότι ήταν τρωτό το σημείο, αλλά αυτό ακριβώς είναι που με βάζει σε υποψία: ήταν κάποιος που ήξερε την Πινακοθήκη – και, βέβαια, τα έργα που εκλάπησαν δεν μπορούν να πωληθούν πουθενά. Και αυτό με κάνει να υποπτεύομαι ανθρώπους που είναι στον χώρο μας. Μπορώ να καταλάβω γιατί να κλέψουν τον Πικάσο, αλλά τον μικρό Μοντριάν; Ποιος τον έβαλε στο μάτι; Ο ληστής ήταν φιλότεχνος και ήξερε τι να κλέψει; Επιμένω, λοιπόν, σε εκείνη τη δήλωση. Έληγε η θητεία μου σε πέντε μέρες. Δεν είναι κοινοί κλέφτες –αυτοί, τουλάχιστον, που συνέλαβαν το σχέδιο», δείχνοντας στην ουσία εσωτερικούς εχθρούς.
Η θητεία της ανανεώθηκε τότε, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, η ίδια ήταν πολύ φειδωλή όταν οι πίνακες επέστρεψαν στην Πινακοθήκη το 2021, οι εξαγγελίες του Υπουργείου για σχετικά σύντομη έκθεσή τους στις αίθουσες σχεδόν ξεχάστηκαν και αυτές.
Θέλει μεγάλο ταλέντο να «κουμαντάρεις» χορηγούς και ιδρύματα και χρήματα σε ένα κράτος που υποχρηματοδοτεί τα μουσεία. Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ότι ήταν ένας άνθρωπος με παλιές απόψεις -τα τελευταία χρόνια-, αλλά οι εκθέσεις που έκανε τα προηγούμενα, έφεραν την Πινακοθήκη σε πρώτο πλάνο σε μια Αθήνα που είχε πολύ λιγότερα πολιτιστικά κέντρα.
Ειδικά τη δεκαετία του 90 η Πινακοθήκη γνώρισε μεγάλες δόξες, τον χειμώνα του 1992-93 με τη μεγάλη έκθεση Από τον Θεοτοκόπουλο στον Σεζάν, που ξεπέρασε τους 600.000 επισκέπτες σημειώνοντας παγκόσμιο ρεκόρ. Τρία χρόνια αργότερα, στις 8 Ιουνίου 1995 ανακοίνωσε την αγορά του πίνακα «Άγιος Πέτρος» του Ελ Γκρέκο που αγοράστηκε 290 εκατομμύρια δραχμές με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από προσφορές ιδρυμάτων, καλλιτεχνών και πολιτών.
Η ίδια τίμησε με εκθέσεις πολλούς καλλιτέχνες όπως ο Μποτερό, ο Τζακομέτι, ο Λουκάς Σαμαράς, πολλούς Έλληνες αν και πολλοί της έχουν καταλογίσει ότι την πόρτα της Πινακοθήκης την είχε διάπλατα ανοιχτή σε φίλους της καλλιτέχνες και ερμητικά κλειστή σε όσους δε της άρεσαν ή είχε διαφορές και δεν ήταν λίγες όσες είχε.
Ας της αναγνωρίσουμε ότι τα κατάφερε ως γυναίκα, μόνη της σε εξαιρετικά δύσκολο και ανδροκρατούμενο περιβάλλον, με τον προστάτη μέντορά της και άνθρωπο που της άλλαξε ζωή, τον σπουδαίο δάσκαλο Δημήτρη Πλάκα με τον οποίο έζησαν μαζί από το 1956 έως το 1992, μέχρι το θάνατό του την ίδια χρονιά που αναλάμβανε την Εθνική Πινακοθήκη.
Με τον Πλάκα έκανε ο μεγάλο όνειρό της πραγματικότητα, να σπουδάσει, ήταν εκείνος που ενθάρρυνε την σχεδόν ανήλικη τότε γυναίκα του, ήταν 17 ετών όταν παντρεύτηκαν να σπουδάσει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Κλασική Αρχαιολογία με θέμα την «Προσωκρατική Φιλοσοφία και Τέχνη». Μαζί πήγαν στο Παρίσι με υποτροφία του ΙΚΥ όπου πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές Ιστορίας και Κοινωνιολογίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και το 1973 έλαβε «Κρατικό Διδακτορικό Δίπλωμα» με τίτλο: Ο Μπουρντέλ και η Ελλάδα.
Το 1975 εξελέγη παμψηφεί τακτική καθηγήτρια στην έδρα της Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας. Από τις πρώτες γυναίκες καθηγήτριες στην ιστορία της ΑΣΚΤ, ενώ δίδαξε τα επόμενα χρόνια ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε ξένα πανεπιστήμια της Γαλλίας, των ΗΠΑ και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο.
Η ίδια ήθελε να την αποκαλούν δασκάλα και όχι άδικα. Όποιος έχει παρακολουθήσει ξενάγησή της, έχει διαπιστώσει ότι είχε τον τρόπο να μαγνητίζει το ακροατήριό της. Εχθροί και φίλοι επίσης συμφωνούν ότι αυτός ο τρόπος που είχε να μιλά ήταν σαν να αφαιρεί το επιχείρημα από τον διαφωνούντα συνομιλητή της. Ήταν το στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό της, να μείνει όσο περισσότερα χρόνια μπορούσε σε αυτή τη θέση και τα κατάφερε γιατί αν και δεν την ενδιέφεραν καθόλου τα χρήματα -πάρα μόνο αυτά που αφορούσαν την Πινακοθήκη- την ενδιέφερε η δόξα, η υστεροφημία και το στίγμα της που σήμερα και στο μέλλον δε θα μείνει αναλλοίωτο αλλά δε θα σκεπαστεί και από λήθη.
Σε μια ιδιωτική συζήτηση πριν μερικά χρόνια στην έκθεση Τέτση στο ΚΠΙΣΝ μου είπε όταν τη ρώτησα αν κουράστηκε, ότι δεν πρόκειται να φύγει αν δεν ανοίξει η Πινακοθήκη. Η ίδια θεωρούσε ότι η πορεία της ήταν θριαμβευτική και έτσι θα έπρεπε να τελειώσει και τα κατάφερε. Το είχε πει και στη LIFO: «Αν τα σχέδια αυτά ολοκληρωθούν πιο γρήγορα, αν εγκαινιαστεί το νέο μουσείο, θα φύγω από μόνη μου, προτού λήξει η θητεία μου». Διαβάζοντάς το σήμερα μοιάζει κάπως προφητικό, μας αποχαιρέτησε χωρίς δράματα διαδοχής και πολύ παρασκήνιο που την ακολουθούσε σε όλη την πολύχρονη καριέρα της.
Για το νέο κτίριο δέχτηκε πολλές κριτικές, θετικές και αρνητικές, οι εχθροί και οι φίλοι της για μια ακόμα φορά συντάχθηκαν δίπλα η απέναντι, για να κρίνουν τις επιλογές της κυρίως στον όροφο που φιλοξενούνται οι σύγχρονοι Έλληνες καλλιτέχνες. Η ίδια ποτέ δεν εναντιώθηκε δημοσίως, σε κανέναν. Ο πολύ μικρός στενός κύκλος φίλων της δε διέρρευσε ποτέ όσα έλεγε. Η ίδια δε φάνηκε ποτέ θυμωμένη, ένα ακόμα ταλέντο της. Σαν επιμελής μαθήτρια, σαν να κάνει άσκηση, όταν κάποιος την «κούρδιζε» άφηνε ένα μικρό υπονοούμενο να αιωρείται και συνέχιζε τη συζήτηση περνώντας σε άσχετα θέματα. Επαναλάμβανε συχνά μια λέξη που πρώτη φορά άκουσα από το στόμα της: ισοθυμία. Κατάφερνε να ελέγχει το θυμικό της, ενώ στην κυριολεξία μπορούσε να βγάλει κάποιον από τα ρούχα του. Ήταν ένας παλιός άνθρωπος, ξεπερασμένη έλεγαν πολλοί, αλλά μας έδειξε μαζί με τα έργα των μεγάλων δασκάλων και Ακριθάκη και Κανιάρη και Θόδωρο Στάμο και Ρώσικη Πρωτοπορία και Γουόρχολ σε μια εποχή που όλα αυτά δεν έμοιαζαν αυτονόητα και τα ταξίδια δεν ήταν τόσο εύκολα όσο σήμερα.
Ναι, η Εθνική Πινακοθήκη δεν έχει μπει στον 21ο αιώνα όπως οι αντίστοιχες του εξωτερικού, λείπουν πολλά και ο επόμενος θα φροντίσει να ολοκληρώσει τον ψηφιακό της μετασχηματισμό, την καλή λειτουργία των νέων εργαλείων που προσφέρει η τεχνολογία, μπορεί να αλλάξει τις αίθουσες και τα έργα.
Η φιγούρα με το μπερεδάκι και τις μεγάλες καρφίτσες, με την εσάρπα, με ζωηρό βήμα απομακρύνεται από το κάδρο, ίσως την πιο κατάλληλη στιγμή. Την Τετάρτη στις 12 το μεσημέρι θα παρουσίαζε την νέα περιοδική έκθεση αφιερωμένη στον Κωνσταντίνο Παρθένη. Θα είναι λίγο παράξενο, η άδεια της θέση στο πάνελ και ο επίλογος που γράφεται με έναν ζωγράφο που λάτρευε. Με το θάνατό της γράφεται ένας τέλος εποχής και η αρχή μιας άλλης για την Εθνική Πινακοθήκη, αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Ας αποχαιρετήσουμε μια ιδιαίτερη περίπτωση, ισχυρή όσο και αμφιλεγόμενη, ωστόσο ενδιαφέρουσα και χαρισματική, έναν ευτυχισμένο άνθρωπο που έκανε όσα ήθελε με αξεπέραστο πείσμα, μια γυναίκα που τα κατάφερε.
πηγή: Lifo