Σαββατόβραδο στην παραλιακή, όλοι πίτα σανιδώνουν τ’ αυτοκίνητά τους . Είναι ήδη 02:00. Πάω να συναντήσω μια γυναίκα αλλιώτικη. Κάνει πρόβες στο On the Rocks. Τη βλέπω σε όλες τις γιγαντοαφίσες της διαδρομής. Φοράει λευκά, μια στιλιστική μαχαιριά στο μπλουζάκι της αποκαλύπτει το σέξι στήθος της. Καμιά εικοσαριά αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα έξω από το κέντρο. Ατμόσφαιρα Ταραντίνο.
*H συνέντευξη είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Γυναίκα το 2000. Ψηφιοποιείται πρώτη φορά.
Στο άδειο αίθριο έχουν στηθεί σκόρπια έξι τραπέζια με οργανοπαίχτες, μπράβους, τραγουδιστές και άλλους συντελεστές. Τρώνε σ’ ένα διάλειμμα της πρόβας.
Στη σιγαλιά της νύχτας ακούγεται πού και πού ένα ράθυμο ντραμ, μια πενιά ξηλωμένη, το βραχνό γέλιο μιας εύθυμης δεσποινιδούλας με μπούστο Μιγκλέρ, μια κόρνα από την παραλία, μια κολασμένη επίκληση από το τραπέζι των μπράβων: «Γιωργάκη, φέρε άλλο ένα»!
Κάθομαι σ’ ένα τραπέζι μόνος, μου φέρνουν ένα ουίσκι καθαρό, ο ιδιοκτήτης ρωτάει εμφατικά έναν παρατρεχάμενο, δείχνοντάς με με το μάτι: «Ο κύριος εκεί τι είναι;» Ο άλλος ανοίγει τα χέρια καθησυχαστικά «Όλα εντάξει. Είναι από την Άντζελα!» Ο ιδιοκτήτης επιμένει: «Τι είναι; Μάνατζερ;»
Σε λίγο καταφτάνει η Άντζελα Δημητρίου. Φοράει λευκά, όλοι της φέρονται με σεβασμό (σχεδόν υποκλίνονται), τη συνοδεύει ο Τάσος, η ασφάλεια της -ένα γιγαντιαίο πλάσμα από το Διδυμότειχο. Έρχεται κατευθείαν πάνω μου, αφήνει το Prada τσαντάκι της στο ελεεινό σκυλοτράπεζο, και η ασέληνη νύχτα ακτινοβολεί από τα μπριγιάν του Cartier της.
«Άργησα, καρδούλα μου;» μου λέει και μου πιάνει το μπράτσο, τινάζοντας με το άλλο χέρι τα μαλλιά της.
Της λέω ότι είναι σέξι. Γελάει βαριά, λίγο βραχνά: «Αγαπούλα μου, αυτό είμαι εγώ. Είμαι σεξουαλική, το ξέρω. Το σίγμα μου, το στιλ μου όλο, είναι αισθησιακό. Κι οι άντρες ξέρουν ότι τραγουδάω με την ψυχή μου όλη, με το σώμα μου ολόκληρο. Ξέρουν ότι δεν είμαι δήθεν. Είμαι αυθεντική».
Τη ρωτάω γιατί κουβαλάει ασφάλεια.
«Δεν ξέρεις τι συμβαίνει» λέει. «Και η Μαντόνα έχει εξήντα!».
«Κυρία Δημητρίου, έτοιμη;», φωνάζει ο μαέστρος, και η Άντζελα μου δίνει ένα ρουφηχτό φιλί και σηκώνεται. Ενώ ανεβαίνει στην πίστα, γυρνάει και μου φωνάζει: «Στάθη μου, έλα αύριο να με πάρεις να φάμε».
Στο σπίτι
Το σπίτι της Άντζελας είναι σε μια νεόδμητη πολυκατοικία της Άνω Ηλιούπολης. Οι δύο κάτω όροφοι δικοί της, ο τρίτος της μαμάς της. Στην πιλοτή, μια ασημένια Mercedes CLK, κι ένα Golf cabrio. Φτάνω αποσήμερο, την ώρα την ακίνητη, όπου όλα καίνε.
Η Άντζελα φοράει ένα λίκρα σορτσάκι, εξαιρετικά καυτό και διχτυωτή μπλούζα –χωρίς σουτιέν.
Μου δείχνει το σπίτι: στο χώρο δεσπόζουν δυο γκρο προσωπογραφίες της, a la manière de Άγγελος («Δεν είναι σούπερ;» με ρωτάει). Στο τζάκι φωτογραφίες συγγενών, και πρώτη η κορνίζα ενός δεκαεπτάχρονου παιδιού με απορημένο βλέμμα: «Είναι το ανιψάκι μου. Το χάσαμε τις προάλλες από καρκίνο. Έτσι ξαφνικά, μέσα σ’ ένα μήνα».
Σηκώνει τη φωτογραφία και μου τη δίνει. «Τίποτα δεν θα μείνει αγάπη μου, τίποτα. Όλα φεύγουν και χάνονται. Αφού όταν σκέφτομαι πόσο ροκ είναι η ζωή, βλέπω εδώ όσα απόκτησα και λέω να είμαστε καλά, να χαιρόμαστε σήμερα τη ζωή –γιατί αύριο δεν ξέρεις τι γίνεται».
Περνάμε από μια στενωπό με δεκάδες ασημένιους και πλατινιένους δίσκους, και φτάνουμε σ’ ένα δωμάτιο με όργανα και σολάριουμ: «Εδώ πλέον διοχετεύω τον ερωτισμό μου», μου λέει.
«Δεν θα’ ταν κι άσχημος ένας άντρας!» της απαντάω σιγανά.
«Εγώ τον έχω χορτάσει τον άντρα, Στάθη», απαντάει. «Και μετά τι είναι ο άντρας! Δεν υπάρχουν άντρες σήμερα!»
«Και το σεξ;» επιμένω.
«Τι είναι το σεξ; Μια ώρα ιστορία! Μετά τι γίνεται;»
«Τελικά, ο μεγάλος έρωτας της ζωής σου ήταν ό Κακέτσης;»
«Σίγουρα ήταν, έξι ολόκληρα χρόνια!»
«Και είναι αλήθεια ότι καταλήξατε να σού επιδεικνύει τα γεννητικά του όργανα, ενώ εσύ ήσουν στην πίστα, κι εσύ να του λες μπροστά σε όλον τον κόσμο: «Αν τα ‘χεις τόσο μεγάλα, να τα πας στην Έκθεση Θεσσαλονίκης;»
«Αλήθεια είναι. Αυτό γινότανε πολλά βράδια. Εκείνη όμως τη νύχτα, το πράγμα είχε φτάσει στο απροχώρητο. Όλο το μαγαζί απορούσε τι γίνεται. Από τότε, το πράγμα κόπηκε μαχαίρι».
«Τελικά, Άντζελα, σ’ έναν άντρα τι προσέχεις;»
«Πρώτα κοιτάω τα μάτια του. Μετά ελέγχω την ψυχή του. Και μετά τη μαγκιά του».
«Και τα μάτια του Σφυράκη τι σου ‘παν βρε Άντζελα;»
«Ότι είναι ένα καλό παιδί, ένα παιδί έξω από τη νύχτα, ένα παιδί φρέσκο, που δεν πίστευα ποτέ ότι θα μου ‘λεγε ψέματα και θα ’ναι παντρεμένος ενώ είμαστε μαζί!»
Δίπλα στο τζάκι υπάρχει ένα εικονοστάσι. Σηκώνει ένα τρίπτυχο με επικολλημένες φωτογραφίες της Παναγίας Σουμελά και μου το εγχειρίζει. «Παρ’το!» μου λέει με θέρμη.
«Μ’αρέσει τόσο το ηλιοβασίλεμα!» μου λέει με μια ιδέα Κλέαρχου Κονιτσιώτη στο βλέμμα, τείνοντας το χέρι (με ένα «Rolex φουλ μπριγιάν» στον καρπό) προς το Κουραδονήσι, απέναντι.
Τη θυμάμαι στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ, να γονατίζει και να παρακαλεί για τη σωτηρία του κόσμου. «Ήταν μια παλιανθρωπιά του Μάκη του Πουνέντη», λέει. «Εγώ το έκανα για την ψυχή μου, για την Παναγία μας, κι αυτοί το ‘δειξαν με τον πιο κακό τρόπο!».
Στο δωμάτιο μπαίνει η κόρη της, η Όλγα, ένα δεκατριάχρονο κοριτσάκι, με γυαλιά, συμπαθητικό και βαριεστημένο, που παραπονιέται για τα μαθήματά της στην Άντζελα.
Διαπληκτίζονται για τον έλεγχο της Όλγας, που φοιτά στις σχολές Γείτονα: «Εμένα το δικό μου παιδί θα μου φέρει δώδεκα;» ρωτά ρητορικά η Άντζελα― για να το ακούω και εγώ. «Τι θα πει δεν μπορείς, Όλγα; Εγώ πώς μπορώ και θυμάμαι όλα τα τραγούδια από το 1940 μέχρι σήμερα;»
Τινάζει τα μαλλιά της και συνεχίζει: Να διαβάσεις, Όλγα –και ειδικά τον Όμηρο. Ξέρεις ότι αυτός, ειδικά για τη μανούλα, είναι σημαντικός».
Ρωτάω την Άντζελα αν αισθάνεται μειονεκτικά επειδή δεν έχει αστική καταγωγή, επειδή δεν ξέρει πολλά γράμματα.
«Κοίτα μ’ ενοχλεί που δεν μπόρεσα να τελειώσω ένα σχολείο. Ούτε καν νυχτερινό γυμνάσιο. Ήθελα πάρα πολύ… Είναι μερικές λέξεις που θέλω να τις προφέρω και δεν μπορώ. Κι εκεί νευριάζω, τσαντίζομαι. Με πειράζει».
«Δηλαδή, έρχονται στιγμές που νιώθες ντροπιασμένη, που λες: «Πο, πο, τι μπούφος είμαι, βρε παιδί μου»;
«Όχι Στάθη μου. Απλώς όταν βρίσκομαι με ανθρώπους πιο μορφωμένους από μένα ξέρεις τι κάνω; Θα προσπαθήσω να πάρω από αυτούς μια λέξη, την οποία εγώ μετά θα την καλλιεργήσω μέσα μου και θα τη χρησιμοποιήσω κάπου αλλού: σ’ ένα κανάλι, σ’ ένα περιοδικό.. Κι όπου δεν ξέρω να μιλήσω, δεν μιλάω. Γελάω και κοιτάω!»
Είναι, όντως παροιμιώδεις οι σολοικισμοί της Άντζελας. Τις προάλλες τη λοιδορούσε κάπου ο Γιώργος Μαρίνος. Τα περιοδικά (με την ευρύτατη μόρφωση!) αναπαράγουν, πτωχαλαζονικά, τις ατάκες της.
Σε μισή ώρα είμαστε στην παραλία. Μπροστά ο Τάσος (η ασφάλεια) μεταφέρει με τη CLK την Όλγα στο σπίτι του Μαλέλη, του διευθυντή ειδήσεων του Σκάι. Θα παίξει με την κόρη του- έχουνε γκάρντεν πάρτι.
Η Άντζελα έρχεται με το δικό μου αμάξι. Μου μιλάει για τη χλιδή που γνώρισε, τα λεφτά που ήρθαν, μια Jaguar του ’75 που μου πουλάει, αν θέλω «τζάμπα πράγμα!».
Εκτιμά, λέει,την Ελευθερία Αρβανιτάκη, την Τσαλιγοπούλου, τη Μαρινέλλα («την οποία λατρεύω και την έχω κορόνα στο κεφάλι μου»), αλλά επειδή είναι τσακίρικο παιδί και φοράει παντελόνι Gucci, γουστάρει και τους Μπλε και τα Ξύλινα Σπαθιά και τα Ημισκούμπρια.
«Άλα της!» λέω ειρωνικά. «Και άλα της και όπα της!» απαντά.
Ξυπνάει μέσα της το Περιστέρι. Το οποίο Περιστέρι ουδέποτε απεμπόλησε: «Τα λεφτά εμένα δεν με τρέλαναν» μου λέει. «Θυμάμαι ακόμα το σπίτι μας, με χωρίσματα από σεντόνι για δωμάτια – με την τούρκικη τουαλέτα και τη σκάφη τα Σάββατα για μπάνιο. Θυμάμαι το εργοστάσιο Κλωστές Πεταλούδα, όπου δούλευα με τ’ όνομα Ελευθερία Κιουρτσάκη. Θυμάμαι το δισκάδικο, οδός Αναξαγόρα 1, όπου πούλαγα δίσκους, και τώρα οι παλιοί μου φίλοι, γερασμένοι, πήγα και τους είδα, πουλάνε τον τελευταίο χρυσό της Άντζελας! Δεν ξεχνάω εγώ ποια ήμουν. Γι’ αυτό και βοηθάω. Όταν μου χτυπάνε την πόρτα μου, την ανοίγω».
Στην ψαροταβέρνα του Παπουτσή, στη Φώκαια, την υποδέχονται με τιμές βασιλομήτορος. Ξέρει να φέρεται στους υπηκόους της. Διασχίζει το catwalk του υπόστεγου σα να το έστρωσαν με διαμαντένια λέπια.
Μιλάει στα λιγωμένα γκαρσόνια με τσακισμένο καρπό και σεξουαλική μεγαθυμία. Χαμογελάει φιλάρεσκα και υπερήφανα –η Βασίλισσα του Σαββά ανάμεσα στους σπάρους.
«Μ’αρέσει τόσο το ηλιοβασίλεμα!» μου λέει με μια ιδέα Κλέαρχου Κονιτσιώτη στο βλέμμα, τείνοντας το χέρι (με ένα «Rolex φουλ μπριγιάν» στον καρπό) προς το Κουραδονήσι, απέναντι.
Το ρομαντισμό του πόστερ φιλότεχνα ο Θεός θα αρτιώσει με ένα Zodiac που σχίζει τον αφρό, ένα παραπέντε που γλείφει την κορυφογραμμή του λόφου κι έναν κεραμιδόγατο που γλείφεται στα πόδια της απλής θεάς:
«Έλα, ρε, φάε!» του λέει η Άντζελα, και του πετάει ένα τηγανητό καλαμαράκι.
Στην αύρα του εσπερινού τρώμε τον άμπακο, η Άντζελα ζαλίζεται στο τρίτο ούζο, στο τραπέζι μας έρχονται ο νεοαποκτηθείς γιος της Άντζελας (τον ξαναπήρε από τη θετή του μητέρα –μια ιστορία που έγινε σίριαλ στα κίτρινα μίντια) και με μια κίτρινη BMW cabrio ο περιώνυμος Βαλάντης (με το κορίτσι του, που απ’ ό,τι μου λένε εμφανίζεται σε έναν πρωινό καφέ- συνεπώς είναι ξανθό!).
Παίζεται ένα ναζιάρικο πινγκ πονγκ ανάμεσα στον Βαλάντη και την πρώην δασκάλα του, τα χταποδάκια εναλλάσονται με γαρίδες και σκαθάρια, η Άντζελα επαναφέρει τα Gucci γυαλιά που γλυστράνε στη μύτη της κι επαναλαμβάνει: «Ωραία, ε;».
Λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, όταν έχει πια βραδιάσει, με τα αυτοκίνητα πηγαίνουμε να δούμε το ημιτελές εξοχικό της Άντζελας. Είναι σ’ ένα συγκρότημα εξοχικών κατοικιών, πριν από τα Λεγραινά. Ρίχνουμε τους προβολείς για να φωτίσουμε το ανακτορικό γιαπί, είναι ένα τρίπατο οίκημα εξακοσίων τετραγωνικών με δύο πισίνες (η μια κλειστή), υπόγεια γκαράζ, πρόβλεψη για εκκλησάκι και υπνοδωμάτια στο φλοίσβο.
Η Άντζελα βυθίζει τα τακούνια της στο γαρμπίλι- «Θα λερωθούν τα Prada μου» φωνάζει ο Βαλάντης και το εννοεί.
«Άσε, ρε, με το Μπράντα σου!» του λέει εύθυμα η Άντζελα, και το βραχνό της γέλιο αντηχεί στα σκοτάδια. «Είχες και στο χωριό σου Μπράντα;»
Στη μετώπη του ανακτόρου έχει στηθεί ένας τεράστιος ξύλινος στρατός από δύο μαδέρια της οικοδομής.
«Πόσο σου κόστισε, Άντζελα;» τη ρωτάω.
«Πάνω από πεντακόσια», μου λέει. «Εδώ θα γεράσω, Στάθη. Εδώ θα ‘ρχεσαι να καθόμαστε- να γράψεις το βιβλίο μου! Εδώ θα πεθάνω».
«Μόνη;»
«Αν θέλει ο Θεός, με την κορούλα μου. Αλλά έτσι όπως μου έγραψε σ’ ένα χαρτάκι μια κυρία και μου το έστειλε, με μια μεγάλη αγκαλιά τριαντάφυλλα: “Οι σημαντικές γυναίκες μένουν πάντα μόνες!”. Φοβάμαι ότι θα μείνω μόνη μου κι εγώ».
«Τι έχεις εδώ;», της λέω, δείχνοντας δύο φλεγμονές στο πάνω κάτω χείλι.
«Έρπης είναι. Με βλέπεις που όλο γελάω; Καλά είμαι, δεν λέω, αλλά έχω και στεναχώρια με την κόρη μου. Ο πατέρας της δεν θέλει να την αναγνωρίσει! Ελληνική ταινία είμαι εγώ, τι νόμισες!» λέει και συνεχίζει τη νυχτερινή ξενάγηση.
Στο γυρισμό, την αφήνω στο On the Rocks για την καθιερωμένη πρόβα.
«Θα μπεις για ένα ποτάκι;» με ρωτάει. Οι μπράβοι με κοιτάζουν διερευνητικά.
«Άσε», της λέω «θα τα πούμε αύριο».
Γυρνώντας σκέφτομαι ποιός είναι ο λόγος που αποζήτησα μια συνέντευξη μαζί της…
Ασφαλώς είναι η περιέργεια για κάτι που μού είναι ξένο. Αλλά περνώντας ο καιρός, το παραδέχομαι, άρχισα να βρίσκω κάπως γοητευτικό το βραχνό νυν απολύεις των ελληνάδικων. Όπως άρχισα να είμαι καχύποπτος με το ηθικό πλεονέκτημα των «έντεχνων». Στα τραγούδια του Φοίβου και σε αρκετά του Καρβέλα βρίσκω πολύ συχνά διαμάντια «σκοτωμένα» μισοτιμής. Και στην ηθική ζαλάδα που τυλίγει τα πρόσωπα της νύχτας, βρήκα συχνά χειρονομίες αυθεντικές.
Όταν γυρίζω σπίτι, όρθρος βαθύς, βγαίνω στην ταράτσα με ένα ποτήρι παγωμένο γάλα. Η Ακρόπολη σκοτάδι, οι πικροδάφνες φέγγουν. Στο κινητό παίρνω τα νέα μηνύματα.
«Έλα, αγαπούλα μου, η Άντζελα είμαι. Κάναμε μια φωτογράφηση σούπερ. Πιο γκλάμουρ δεν γίνεται. Θέλω να είμαστε για πάντα φίλοι. Να μου γνωρίσεις τους φίλους σου. Έτσι, αγάπη μου; Άντε τώρα, καληνύχτα! Η Αντζελούκα σου»!
Στον ορίζοντα η θάλασσα λαμπυρίζει σα γυαλί λιωμένο.
πηγή: lifo