Μπαίνω στο θέατρο Αποθήκη με την πρόβα να έχει ήδη ξεκινήσει για τα καλά. Στη σκηνή βρίσκονται οι δύο “Δούλες” του εμβληματικού έργου του Ζαν Ζενέ, η Αμαλία Καβάλη και η Αγγελική Παπαθεμελή. Παίζουν το αγαπημένο τους «παιχνίδι ρόλων», ένα παιχνίδι φαντασίας μέσω του οποίου δραπετεύουν από τη μίζερη καθημερινότητά τους, εξωτερικεύουν και δραματοποιούν τα συναισθήματά τους τόσο για την Κυρία τους όσο και για τον εαυτό τους.
Της Γεωργίας Οικονόμου
Ο Γιώργος Σκεύας είναι καθισμένος μπροστά στην πρώτη σειρά. Κρατά διαρκώς σημειώσεις στο σημειωματάριό του. Ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και ταυτόχρονα δίνει οδηγίες ανεβοκατεβαίνοντας στη σκηνή. Εμμένει στις λεπτομέρειες των κινήσεων, στο ηχόχρωμα της φωνής τους, στο βλέμμα τους. Θέλει όλα να είναι στην εντέλεια και η ακρίβειά του είναι χειρουργική. Έχει σαφή οπτική του τι θέλει να κάνει.
Η ανάγκη των δύο αδελφών να πιαστούν από τις λέξεις και να τις βάλουν σε μία σειρά προκειμένου να ζήσουν και να δραπετεύσουν, είναι ένα ιερό πράγμα, αιώνιο και γοητευτικό…
Διάλειμμα. Όλοι κατεβαίνουν στην πλατεία. Ο Γιώργος Σκεύας ξεκινά τη συζήτηση μιλώντας για τον λόγο που θέλησε να ασχοληθεί με το κείμενο αυτό. “Ένα ένστικτο και μία βαθιά ανάγκη με έκανε να θέλω να ασχοληθώ με το κείμενο αυτό και την ιστορία του. Νιώθω πως από το 1947 που γράφτηκε και παραστάθηκε σαν να «άνοιξε» κάτι. Ο Ζενέ στις “Δούλες” κάνει μία αληθινή κατάθεση ψυχής, έγραψε κάτι που διατηρούσε τη γοητεία του πρωτόλειου με μία βαθιά ανεπιτήδευτη πνευματικότητα. Δεν είναι τυχαίο πως πάνω σε αυτές πάτησε και στα επόμενα έργα του. Οι σχέσεις των ανθρώπων μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον και η τόσο καθοριστική γι΄αυτούς ανάγκη για κυριαρχία… Αυτό και μόνο να το διερευνήσει κανείς είναι τρομερά δύσκολο”.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
“Θέλω πολύ να διερευνήσω το μυστήριο των λέξεων, αυτό που κάνει τις Δούλες να μιλούν με αυτόν τον τρόπο. Γιατί μέσω των λέξεων και εκφράζονται και δραπετεύουν, παρόλο που έχουν μια ταπεινή καταγωγή. Και στο έργο αυτό, το ταξικό ζήτημα υφίσταται με απόλυτη σαφήνεια. Αν μείνει, όμως, κάποιος σε μία ταξικού τύπου διάσταση, το καταδικάζει σε μία μονοδιάστατη έκφραση των προβληματικών του. Γιατί για μένα η ανάγκη των δύο αδελφών να πιαστούν από τις λέξεις και να τις βάλουν σε μία σειρά προκειμένου να ζήσουν και να δραπετεύσουν, είναι ένα ιερό πράγμα, αιώνιο και γοητευτικό” συνεχίζει ο Γιώργος Σκεύας.
Ενώ η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου δίνει τη δική της ερμηνεία για τους κόσμους που φτιάχνουν τα δύο αυτά κορίτσια προκειμένου να ξεφύγουν…”Οι δύο αυτές αδελφές είναι πολλά χρόνια μαζί της. Δεν έχουν άλλη ζωή. Έτσι, φτιάχνουν το δικό τους σίριαλ και δημιουργούν ιστορίες που τις ταξιδεύουν. Διαβάζουν ρομαντικά βιβλία για Μαρκησίες, «χώνονται» όπως στη Μαντάμ Μποβαρύ -είναι κι ένα μοτίβο αυτο της γαλλικής κουλτούρας- μέσα στις σελίδες τους για να ζήσουν άλλους κόσμους.
Συμβιώνουν, επίσης με μία Κυρία που μιλά ωραία, επιτηδευμένα. Την ακούν και τη μιμούνται. Αυτό το «λέγειν» είναι ένας τρόπος της Γαλλίας να αγκιστρώνεται στον πλούτο της γλώσσας και να ζει μέσα από αυτόν. Ο λόγος είναι ύλη. Ορίζει προσωπικότητες και σχέσεις. Είναι μία ικανοποίηση και κάτι που αρχίζει να χάνεται σήμερα…”
“Η γλώσσα σού επιτρέπει να επικοινωνείς, άρα και να ζεις. Μπορώ και μιλώ χρησιμοποιώντας τις λέξεις με έναν συγκεκριμένο τρόπο, άρα υπάρχω. Διατυπώνω” προσθέτει ο Γιώργος Σκεύας.
“Που έχει σχέση και με το τυπώνω γιατί αυτές διαβαζουν λογοτεχνία” σημειώνει εύστοχα η Αιμιλία Καβάλη και συνεχίζει “μόνο μέσω των λέξεων μπορουμε να εκφράσουμε αυτό που νιώθουμε. Η λέξη είναι μία εφεύρεση για να επικοινωνήσουμε με εμάς τους ίδιους και με τους άλλους. Στο έργο αυτό, οι ιστορίες πλάθονται όχι μόνο για απόδραση, αλλά και για ύπαρξη”.
Η Αγγελική Παπαθεμελή σημειώνει με τη σειρά της: “Είναι ευτυχές που ο Γιώργος είναι ένας σκηνοθέτης που δουλεύει στη βάση αυτή. Τον ενδιαφέρει περισσότερο όχι με ποιον τρόπο θα πεις κάτι, αλλά το να το πεις ώστε να υπάρξεις και να έρθεις και εσύ αντιμέτωπος με αυτό που λες. Αυτούς του είδους η δουλειά τείνει εδώ και πολλά χρόνια να μη γίνεται στο θέατρο, παρόλο που σαν διαδικασία είναι πολύ συγγενής με την ίδια την ύπαρξη του ηθοποιού και την ανάγκη του να αρθρώσει έναν λόγο”.
Αρθρώνω έναν λόγο σημαίνει πως τον θέτω ενώπιον των άλλων και αυτό φέρει αυτόματα μια ευθύνη και μία έκθεση. Αυτές είναι ποιότητες που πλέον δεν έχουμε… Σήμερα λείπει η αιτία του να μιλήσει κανείς πραγματικά.
“Αυτό το μέχρι πρότινος δεδομένο στη δουλειά μας, με έκανε να θέλω κι εγώ να συμμετέχω στο εγχείρημα αυτό. Αυτό το υποτίθεται παλιό ζητούμενο που όμως είναι τόσο φρέσκο” λέει η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου και συνεχίζει: “το να αντιμετωπίσεις δηλαδή το κείμενο ως έχει, χωρίς να το φέρεις στα μέτρα του σήμερα. Στην παράσταση μιλάμε τη γλώσσα του κειμένου. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί ένα τέτοιο κείμενο δε σηκώνει την καθημερινότητα του καφενέ. Και πιστέψτε με, για μένα είναι φρεσκάδα να ακούω τον λόγο αυτό του κειμένου”.
Γιατί δε μιλάμε σήμερα ωστόσο μεταξύ μας;
Η Αγγελική Παπαθεμελή απαντά “γιατί μιλώντας κανείς αναλαμβάνει την ευθύνη αυτού που λέει. Αρθρώνω έναν λόγο σημαίνει πως τον θέτω ενώπιον των άλλων και αυτό φέρει αυτόματα μια ευθύνη και μία έκθεση. Αυτές είναι ποιότητες που πλέον δεν έχουμε… Σήμερα λείπει η αιτία του να μιλήσει κανείς πραγματικά. Αρέσκεται και βολεύεται κρύβοντας ή λέγοντας εύκολα λόγια. Συμβαίνει παντού αυτό. Και στις σχέσεις μας και στην πολιτική κατάσταση. Μπορεί να πει ο καθένας οτιδήποτε χωρίς να προσμετράται αυτό ως λόγος…”
Ποιες είναι οι σύγχρονες δούλες;
Η Αμαλία Καβάλη αναφέρει: “Το κείμενο είναι πολύ κρυπτικό και ο Γιώργος είχε έναν μοναδικό τρόπο ώστε να μας οδηγεί μέσα σε αυτό και να το ανακαλύψουμε όλοι μαζί. Οι Δούλες αυτές σε κατάσταση εγκλεισμού. Προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο να βγουν από εκεί. Αυτό μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε σήμερα, όλοι συναντούμε εμπόδια, παλεύουμε να βρούμε ποιοι είμαστε, πασχίζουμε να κάνουμε βηματισμούς, να ξεπεράσουμε τις ανεπάρκειές μας. Γι’ αυτό είναι κλασικά τα κείμενα αυτά. Γιατί πραγματεύονται αυτά τα θέματα…“
“Η έννοια της υπηρεσίας υπάρχει και σήμερα. Ποιες κρατούν τους ηλικιωμένους μας; Οι κυρίες του πρώην ανατολικού μπλοκ, αυτές οι γυναίκες που αφήνουν τις πατρίδες τους και έρχονται κρατούν τους ηλικιωμένους και τα παιδιά μας. Αυτές ζουν στα σπίτια μας, δεν έχουν που αλλού να πάνε” αναφέρει η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου.
“Δεν έχει νόημα να ψάχνουμε ποιοι είναι οι σύγχρονοι δούλοι/ες. Είμαστε όλοι” λέει με έμφαση ο Γιώργος Σκεύας.
ΔΟΥΛΕΣ ΧΩΡΙΣ ΚΥΡΙΑ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΝΤΑΙ
Και στο ίδιο μήκος κύματος σημειώνει η Α. Σακελλαροπούλου πως “θίγω τη βαθιά σχέση εξαρτημένου και εξαρτώμενου” έλεγε ο Ζενέ. Κι εγώ δηλαδή σαν Κυρία εξαρτώμαι από τις κοπέλες. Το θέμα είναι ποιος εξαρτάται από ποιον και περισσότερο. Και εγώ σαν Κυρία δεν μπορώ να κάνω τίποτα μονη.”
“Υπάρχει μία ανοιχτά αμφίδρομη σχέση μεταξύ τους. Και μία βαθιά συγγραφική ευφυΐα του Ζενέ είναι πως κανείς δεν είναι δέσμιος, γιατί το πνεύμα μπορεί να απελευθερωθεί μέσω της φαντασίας” αναφέρει ο Γ. Σκεύας.
Και η Α. Παπαθεμελή προσθέτει πως “σε συμβολικό επίπεδο, αν δεν υπάρχουν οι Δούλες, δεν μπορεί το πρόσωπο αυτό να είναι Κυρία. Και το αντίστροφο”.
Και η κάθαρση που βρίσκεται;
Ο Γ. Σκεύας απαντά πως “το έργο κατά τη γνώμη μου δεν είναι δραματικό, αλλα τραγικό. Και η κάθαρση είναι συγκλονιστική γιατί στρέφεται προς τα μέσα. Και αυτό είναι βαθιά ποιητικό και βαθιά τραγικό. Η ειρωνεία στο έργο είναι τόσο λεπτή ακριβώς γιατί υπάρχουν αυτά τα στοιχεία τραγικότητας.
Αυτή η ιστορία είναι εμπνευσμένη από ένα πραγματικό περιστατικό και έγινε θεατρικό επειδή κάτι πυροδότησε στη φαντασία του Ζενέ. Και είναι παράδειγμα του πώς κάτι που συμβαίνει γύρω μας, μπορεί να μετουσιωθεί σε υψηλή τέχνη”.
Γιατί οι Δούλες αποφασίζουν να εξοντώσουν την κυρία και γιατί τελικά αυτό το κακό στρέφεται στις ίδιες;
Η Α. Παπαθεμελή λέει πως “αυτό το υλικό που συγκεντρώνεται μέσα τους, μετατρέπεται σε λόγο και ο λόγος αυτός αναπόφευκτα πρέπει να γίνει πράξη. Άνθρωποι που δεν έχουν το δικαίωμα να εκφέρουν λόγο, τελικά βρίσκουν τον τρόπο να το κάνουν. Και δε μιλάμε εδώ για μία επανάσταση της τάξης του προλεταριάτου. Μιλάμε γι΄αυτό που συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος βγάζει προς τα έξω την ύπαρξή του και της δίνει υπόσταση. Αυτό το πράγμα φεύγει από τα χέρια τους όταν αρθρώνεται και πλέον δεν ανακόπτεται η πορεία του. Πρέπει να διοχετευθεί κάπου. Κι αναπόφευκτα στρέφεται προς τα μέσα, προς τον ίδιο τους τον εαυτό”.
“Έχει δίκιο η Αγγελική” αναφέρει η Α. Σακελλαροπούλου “γιατί δεν είναι φόνισσες, ούτε αυτή είναι η χειρότερη κυρία. Απλώς κάτι πρέπει να συμβεί. Μπαίνουν και σε ένα τελετουργικό που τις παρασύρει. Τις παίρνει το ποτάμι μιλώντας. Και φέρεις μια ευθύνη όταν αρχίσεις να μιλάς.”
“Και ταυτόχρονα όλο αυτό αποτελεί μια μορφή ελευθερίας” προσθέτει ο Γ. Σκεύας και συνεχίζει “όλοι έχουμε βρεθεί στη θέση της κυρίας έτσι; Να ασκούμε εξουσία”.
“Κι όλοι έχουμε βρεθεί σε μία θέση που μας αφαιρείται ο λόγος, όταν υπάρχει απέναντί μας ένας λόγος που μπορεί να υπάρχει χωρίς συνέπειες” σημειώνει η Α. Παπαθεμελή. “Είναι χιλιάδες τα παραδείγματα. Ας πούμε όταν ένας τέτοιος λόγος αρθρώνεται στην τηλεόραση και δε «λιώνει» το γυαλί της, αφαιρεί τον δικό λόγο σου. Και αφαιρεί εν γένει την αξία του λόγου. Και αυτό συμβαίνει ακατάπαυστα”.
Και ο Γ. Σκεύας καταλήγει: “η γοητεία όλου αυτού του πράγματος για μένα είναι πως σε αυτό το τελετουργικό παιχνίδι των δύο δούλων τα όρια δεν είναι σαφή, αλλά διαρκώς γλιστράνε και ο ρυθμός με τον οποίο γλιστρούν από τον έναν τρόπο στον άλλο, είναι διαρκώς μετεωρισμένος. Κι αυτό έχει μία βαθιά γοητεία γιατί κρύβει μέσα του μία τρομερά μεγάλη αλήθεια”.
Θέατρον Αποθήκη, από 26/11
Πηγή: https://www.news247.gr/