Κατά την διαδικασία καταχώρησης τιμολογίων από προμηθευτές σε μια επιχείρηση το λογιστήριο καλείται να κατηγοριοποιήσει το αγαθό που αποκτάται ως προς την φύση του και τον ρόλο που θα έχει στην λειτουργία της. Το παραστατικό μπορεί να αφορά λήψη υπηρεσίας, αγορά εμπορευμάτων ή αναλωσίμων κάποια λειτουργική δαπάνη ή την απόκτηση κάποιου παγίου.
Του Χουλιάρα Δημήτρη
Λογιστή – Οικονομολόγου, MSc*
Αν και ο ορισμός των παγίων από την φορολογική νομοθεσία είναι σαφής, σε περιπτώσεις που το πάγιο είναι μικρής αξίας αρκετοί συνάδελφοι για πρακτικούς λόγους καταχωρούν το πάγιο ως δαπάνη ή αναλώσιμο αγαθό. Η δαπάνη αυτή όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα γίνει δεκτή από τον φορολογικό έλεγχο, αντιθέτως υπάρχουν αρκετά παραδείγματα που πάγια που καταχωρήθηκαν ως δαπάνες βεβαιώθηκαν ως λογιστική διαφορά με το ανάλογο κόστος για τον επιχειρηματία και την συνεπακόλουθη έκθεση του λογιστή – συναδέλφου στον πελάτη τους. Μάλιστα αν και υπάρχουν περιπτώσεις που η Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών δικαίωσε εν τέλει την ενδικοφανής προσφυγή παρατηρείται ειδικά τον τελευταίο καιρό ότι συνήθως απορρίπτει τέτοιες προσφυγές για ακύρωση της απόφασης του ελέγχου.
Έννοια του παγίου
Για να εξετάσουμε το θέμα θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το πότε θεωρείται ότι έχουμε απόκτηση παγίου.
Σύμφωνα τον ορισμό του παραρτήματος Α του Ν. 4308/2014: «Πάγια περιουσιακά στοιχεία είναι εκείνα τα στοιχεία (ενσώματα, βιολογικά ή άυλα —ιδιόκτητα ή μισθωμένα με χρηματοδοτική μίσθωση) τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιηθούν κατά τρόπο διαρκή για τους σκοπούς της οντότητας και αναμένεται να αποφέρουν οικονομικά οφέλη πέραν της μιας ετήσιας περιόδου».
Δηλαδή με απλά λόγια, πάγιο είναι ένα υλικό ή άυλο αγαθό το οποίο μια επιχείρηση αποκτά έχοντας ως σκοπό να το χρησιμοποιήσει για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους και η χρήση του θα αποφέρει έσοδα στην επιχείρηση.
Αποσβέσεις
Δεδομένου ότι ένα πάγιο θα συνεισφέρει στην απόκτηση εσόδων πέρα της μία χρήσης η αρχή του δεδουλευμένου μας υποδεικνύει ότι δεν δύναται όλη η δαπάνη απόκτησης του να εξοδοποιείται σε στην χρήση που έγινε η απόκτηση του. Στην περίπτωση λοιπόν που έχουμε απόκτηση παγίου, το κόστος αυτής επιμερίζεται στα έτη στα οποία θα συνεισφέρει στην παραγωγική διαδικασία ή γενικά στην λειτουργία της επιχείρησης με την διαδικασία των αποσβέσεων η οποία στο παράρτημα Α του Ν. 4308/2014 ορίζεται ως: «Η συστηματική κατανομή της αποσβεστέας αξίας ενός στοιχείου στην ωφέλιμη ζωή του».
Το ποσοστό της απόσβεσης ορίζεται από την ίδια την επιχείρηση καθώς είναι η μόνη που γνωρίζει τον ρυθμό φθοράς του εκάστοτε παγίου, για φορολογικούς σκοπούς όμως παρατίθενται προκαθορισμένοι συντελεστές ανάλογα την φύση του παγίου (κτίρια, μηχανήματα κλπ) στο άρθρο 24 του Ν. 4172/2013.
Τέλος σύμφωνα με την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου: «Εάν η αποσβέσιμη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου της επιχείρησης είναι μικρότερη από 1.500 €, το εν λόγω στοιχείο μπορεί να αποσβεστεί εξ ολοκλήρου μέσα στο φορολογικό έτος που αποκτήθηκε το περιουσιακό στοιχείο».
Μητρώο παγίων
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 4308/2014 δεν αρκεί η λογιστική παρακολούθηση ενός παγίου στις αντίστοιχες ομάδες του λογιστικού σχεδίου, αλλά πρέπει να τηρείται αρχείο ενσώματων και άυλων πάγιων περιουσιακών στοιχείων. «Στο αρχείο αυτό, με τήρηση αναλυτικής μερίδας, παρακολουθείται η αξία κτήσης κατά την αρχική αναγνώριση, καθώς και κάθε επακόλουθη μεταβολή, δηλαδή προσθήκη, αναπροσαρμογή, απομείωση, διαγραφή και απόσβεση επί του παγίου, με ένδειξη των σωρευτικών ποσών και των ποσών που αφορούν την περίοδο αναφοράς. Στο αρχείο αυτό παρακολουθούνται και τα πλήρως αποσβεσμένα πάγια τα οποία εξακολουθούν να πληρούν τον ορισμό του παγίου περιουσιακού στοιχείου, είτε εξακολουθούν να είναι σε λειτουργία είτε όχι».
Διάκριση μεταξύ παγίου και δαπάνης
Τα όρια μεταξύ του πότε έχουμε πάγιο ή αγορά κάποιου αναλώσιμου δεν είναι πάντα όμως τόσο ευδιάκριτη όσο φαίνεται αρχικά με τους ορισμούς. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που μπορώ να σκεφτώ είναι η αγορά ενός Flash memory – Usb stick των οποίων η αξία απόκτησης τους πλέον είναι ευτελής και ξεκινά από 5 €. Σύμφωνα με τον ορισμό των ΕΛΠ θα πρέπει να καταχωρηθεί ως πάγιο και να υπολογιστούν αποσβέσεις καθώς το στικάκι θα το έχουμε για χρόνια! Θα αποσβεστεί εφάπαξ φυσικά αλλά προκύπτει το πρόβλημα ότι καταλήγει η επιχείρηση με ένα τεράστιο μητρώο παγίων η πλειονότητα των οποίων είναι ευτελούς αξίας. Επιπλέον αν χαλάσει τι θα γίνει? Θα δημιουργηθεί πρωτόκολλο καταστροφής παγίων? Αν δοθεί σε κάποιο πελάτη που πέρασε από τα γραφεία πως θα αντιμετωπιστεί αυτή η περίπτωση?
Παρά τα πρακτικά ζητήματα που οδηγούν στην καταχώριση τέτοιων αγορών ως δαπάνη, το σκεπτικό αρκετών ελέγχων και των αποφάσεων της ΔΕΔ είναι σαφές, αν το στικάκι (το κάθε στικάκι, οθόνη υπολογιστή μικρής αξίας, κινητό τηλέφωνο επίσης μικρής αξίας κλπ) δεν έχει καταχωρηθεί στο μητρώο παγίων θα βεβαιωθεί ως λογιστική διαφορά στην επιχείρηση.
Αποφάσεις Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών
Είναι προφανές ότι τα όρια του πότε έχουμε πάγιο και πότε δαπάνη είναι δυσδιάκριτα και για τον λόγο αυτό έχουμε και αποφάσεις ΔΕΔ που έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους.
Συγκεκριμένα στην απόφαση 772/2024 απορρίφθηκε η προσφυγή εναντίων ελέγχου ο οποίος δεν αναγνώρισε δαπάνες μικρής αξίας με το σκεπτικό μεταξύ άλλων ότι δεν καταχωρήθηκαν στο μητρώο παγίων ενώ πληρούσαν τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του παγίου σύμφωνα με τον ορισμό των ΕΛΠ.
Ομοίως με την απόφαση 1156/2024 δεν έγινε δεκτή η προσφυγή επιχείρησης ενάντια στην απόρριψη δαπανών από τον έλεγχο με την αιτιολόγηση να αναφέρει μεταξύ άλλων ότι τα αγαθά που αποκτήθηκαν είχαν περαστεί ως δαπάνες αντί να καταχωρηθούν στο μητρώο παγίων.
Το σκεπτικό και των δύο αποφάσεων ήταν ότι: «Μπορεί να προκύψουν θέματα διακανονισμού ΦΠΑ στην πορεία της ζωής του παγίου ή και αυτοπαράδοσης ή και πώλησης αυτών στην πορεία ή και κατά την διακοπή εργασιών της επιχείρησης, ανεξάρτητα με τον τρόπο και το ποσοστό απόσβεσης τους».
Το σκεπτικό των αποφάσεων για να είμαστε δίκαιοι σαφώς και έχει βάση. Επιπλέον ο έλεγχος πέρα του ζητήματος της μη καταχώρησης στο μητρώο παγίων θεώρησε την απόκτηση των αγαθών αυτών ως προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες οπότε η απόρριψη των δαπανών προέκυψε συνδυαστικά των δύο αιτιών.
Ακόμα και αν ισχύει όμως το γεγονός ότι τα αγαθά των παραπάνω περιπτώσεων αγοράστηκαν για σκοπούς άσχετους με την δραστηριότητα της επιχείρησης, δημιουργείτε ένα ιστορικό σχετικά με την απόρριψη δαπανών μικρής αξίας επειδή δεν καταχωρήθηκαν το οποίο εστιάζει στον τύπο και όχι στην ουσία της φορολογικής νομοθεσίας.
Ακριβώς για αυτό τον λόγο έχουν υπάρξει και αποφάσεις στην αντίθετη κατεύθυνση όπως η απόφαση 68/2020 η οποία σε παρόμοια περίπτωση δικαίωσε την επιχείρηση. Στην περίπτωση εκείνη ο έλεγχος αρχικά δεν αναγνώρισε τις δαπάνες με την αιτιολογία ότι α) πληρούσαν την έννοια του παγίου αλλά παρόλα αυτά δεν καταχωρήθηκαν στο μητρώο παγίων σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 4308/2014 και β) ότι η διενέργεια των αποσβέσεων των παγίων στοιχείων είναι υποχρεωτική σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 24 του Ν. 4172/2013. Η ΔΕΔ όμως πολύ σωστά κατά την γνώμη του γράφοντος, δικαίωσε την προσφυγή της επιχείρησης με το σκεπτικό ότι εφόσον η αξία των αγαθών ήταν μικρότερη των 1.500 € άρα μπορούν να αποσβεστούν εξ’ ολοκλήρου επιτρέπεται η έκπτωση των δαπανών αυτών.
Επίλογος
Εν κατακλείδι θεωρώ ότι όταν γίνεται έλεγχος σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να απορρίπτονται δαπάνες απόκτησης αγαθών μικρής αξίας μόνο από το γεγονός ότι πληρούν την έννοια του παγίου αλλά δεν αντιμετωπίστηκαν ως τέτοια, ειδικά για αξίες κάτω των 100 – 200 €. Η βεβαίωση παράβασης σε τέτοιες περιπτώσεις αποτελεί λανθασμένη ερμηνεία της φορολογικής νομοθεσίας καθώς στην πλειονότητα των αγαθών τέτοιας αξίας ο χρόνος που θα παραμείνει το αγαθό στην επιχείρηση συνεισφέροντας στην παραγωγική διαδικασία είναι αβέβαιος.
Σε κάθε περίπτωση όμως, συνίσταται στους συναδέλφους – λογιστές να αποφεύγουν την καταχώριση αγαθών μικρής αξίας που πληρούν την έννοια του παγίου σύμφωνα με τον ορισμό των ΕΛΠ ως λειτουργική δαπάνη. Παρά το γεγονός ότι γίνεται για πρακτικούς λόγους ο φορολογικός έλεγχος και οι αποφάσεις των ΔΕΔ κινούνται προς την κατεύθυνση της απόρριψης των δαπανών αυτών. Κλείνοντας να επισημάνω σε αυτό το σημείο ότι έχουν τεθεί στους ελεγκτές της εφορίας ποσοτικοί στόχοι όχι μόνο ως προς το πλήθος των ελέγχων αλλά και ως προς τα αναμενόμενα έσοδα από τους ελέγχους αυτούς.
*Ο Δημήτρης Χουλιάρας είναι συνεργάτης της Foroline-Financial ADC
Το συγκεκριμένο άρθρο είναι ενημερωτικό, δεν αντικαθιστά εξειδικευμ΄νες υπηρεσίες