Η κοπτοραπτική στην οποία επιδόθηκε η κυβέρνηση για να ψηφίσει έναν νόμο για την ασθένεια, που δεν θα θίγει τις βασικές της επιδιώξεις, αποτυπώνεται δυστυχώς και στην υπουργική απόφαση. Για εμάς ήταν αναμενόμενο, αφού οι απαντήσεις των αρμόδιων στα αιτήματά μας, όταν το θέσαμε στο Υπουργείο πριν από πολλά χρόνια, ήταν επιπέδου: «Ο τοκετός είναι προγραμματισμένο γεγονός», «Αν ασθενήσετε, να προσλάβετε προσωπικό», ή και χειρότερα, όπως «Δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ με τα προβλήματά σου, δουλεύω», που ειπώθηκε από εκπρόσωπο του κλάδου σε συνάδελφο με σοβαρή ασθένεια.
Η απόφαση για την ασθένεια, που δημοσιεύθηκε σχεδόν δύο χρόνια μετά την υπογραφή της και την ψήφιση του νόμου 5042/2023, αφορά αποκλειστικά τη νοσηλεία του λογιστή από τρεις ημέρες και άνω.Πέρα από το ότι είναι ατελής, δεν λαμβάνει υπόψη μια θεμελιώδη αρχή πάνω στην οποία βασίζεται το αίτημα για προστασία της ασθένειας: την ανωτέρα βία.
Η αρχή της ανωτέρας βίας αποτελεί διαχρονικό νομικό θεμέλιο των πολιτειών που σέβονται τον άνθρωπο ως φορέα δικαιωμάτων. Στην ελληνική έννομη τάξη, η έννοια αυτή έχει ρητά αναγνωριστεί τόσο στη νομοθεσία όσο και στη νομολογία, αποτελώντας κρίσιμο εργαλείο προστασίας του διοικούμενου έναντι των συνεπειών εξαιρετικών και απρόβλεπτων καταστάσεων.
Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή της έννοιας αυτής στη φορολογική διοίκηση καταδεικνύει σοβαρή απόκλιση από το γράμμα και το πνεύμα του νόμου. Στην Ελλάδα του 2025, η ίδια αυτή έννοια στραγγαλίζεται πίσω από τη ρητορική του «εκσυγχρονισμού», την αδυσώπητη λογική της ηλεκτρονικής διοίκησης και τον στόχο της είσπραξης των δημοσίων εσόδων με κάθε κόστος.
Η ανωτέρα βία αναγνωρίζεται στον Αστικό Κώδικα (άρθρο 336 ΑΚ), ενώ στο διοικητικό δίκαιο ειδικότερες προβλέψεις περιλαμβάνονται σε:
Η αρχή της ανωτέρας βίας αποτελεί διαχρονικό νομικό θεμέλιο των πολιτειών που σέβονται τον άνθρωπο ως φορέα δικαιωμάτων. Στην ελληνική έννομη τάξη, η έννοια αυτή έχει ρητά αναγνωριστεί τόσο στη νομοθεσία όσο και στη νομολογία, αποτελώντας κρίσιμο εργαλείο προστασίας του διοικούμενου έναντι των συνεπειών εξαιρετικών και απρόβλεπτων καταστάσεων.
Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή της έννοιας αυτής στη φορολογική διοίκηση καταδεικνύει σοβαρή απόκλιση από το γράμμα και το πνεύμα του νόμου. Στην Ελλάδα του 2025, η ίδια αυτή έννοια στραγγαλίζεται πίσω από τη ρητορική του «εκσυγχρονισμού», την αδυσώπητη λογική της ηλεκτρονικής διοίκησης και τον στόχο της είσπραξης των δημοσίων εσόδων με κάθε κόστος.
Η ανωτέρα βία αναγνωρίζεται στον Αστικό Κώδικα (άρθρο 336 ΑΚ), ενώ στο διοικητικό δίκαιο ειδικότερες προβλέψεις περιλαμβάνονται σε:
· Άρθρο 6 παρ. 4 του Ν.Δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), το οποίο προβλέπει παράταση προθεσμιών σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας.
· Γνωμοδότηση 89/2015 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία τονίζει ότι η κρίση περί ανωτέρας βίας πρέπει να βασίζεται σε εξατομικευμένη αξιολόγηση και όχι σε τυποποιημένα κριτήρια.
· ΠΟΛ 1106/2016, που καθορίζει τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις για την παροχή διευκολύνσεων λόγω έκτακτων γεγονότων.
· Άρθρο 25 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει την αρχή της αναλογικότητας και την υποχρέωση της Διοίκησης να σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
· Άρθρα 31 και 35 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., τα οποία εγγυώνται την προστασία της υγείας, της προσωπικής και οικογενειακής ζωής και της κοινωνικής ασφάλειας.Με το άρθρο 67 του ν. 5042/2023, το κράτος δεσμεύεται για την αναστολή φορολογικών και διοικητικών προθεσμιών σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας. Ωστόσο, στην πράξη, οι προϋποθέσεις που θέτει είναι τόσο αυστηρές, περιοριστικές και απρόθυμα ερμηνευόμενες, ώστε κάθε αίτημα καταλήγει σε άρνηση. Η ανθρωπιά παραμερίζεται υπέρ μιας ψευδαίσθησης «κανονικότητας».Παρά το πλήρες θεσμικό πλαίσιο, η καθημερινή εμπειρία των επαγγελματιών αποκαλύπτει συστηματική απροθυμία της Διοίκησης να αναγνωρίσει την ανωτέρα βία. Συγκεκριμένα:
· Ασθένειες μικρής διάρκειας, έστω και αποδεδειγμένα σοβαρές, δεν επαρκούν για αναστολή προθεσμιών.
· Οικογενειακές περιστάσεις (νοσηλεία τέκνου, τοκετός, πένθος) δεν χαρακτηρίζονται ως «διοικητικά κρίσιμες».
· Φυσικές καταστροφές (πλημμύρες), τεχνικές βλάβες ή διακοπές ρεύματος αγνοούνται, ελλείψει ρητής νομοθετικής αναφοράς.
· Η αναστολή δεν χορηγείται αυτοδίκαια με την υποβολή αιτήματος, με αποτέλεσμα την επιβολή προστίμων ακόμη και σε περιπτώσεις όπου τελικά αναγνωρίζεται η ανωτέρα βία.
Αυτή η πρακτική εκθέτει τους συναδέλφους σε κυρώσεις για γεγονότα πέραν της ελεύθερης βούλησής τους και υπονομεύει την αρχή της ασφάλειας του δικαίου.
Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: Η έννοια της ανωτέρας βίας έχει εκφυλιστεί σε λεκτικό κουφάρι. Υφίσταται στον νόμο, αλλά αγνοείται στην πράξη. Ο λογιστής αναμένεται να είναι διαρκώς διαθέσιμος, άφθαρτος, άτρωτος. Η ανθρώπινη φύση και οι δυσκολίες της ζωής δεν εντάσσονται στο ψηφιακό πρωτόκολλο.
Αυτά τα δεδομένα αποκαλύπτουν έναν βαθύτερο διοικητικό κυνισμό και μια μηχανιστική ερμηνεία του δικαίου, που νομιμοποιεί το παράλογο. Όταν οι θεσμοί συνηθίζουν στην αδικία, δεν πρόκειται για απλή δυσλειτουργία, αλλά για θεσμική βία.Για να ανταποκριθεί η κυβέρνηση στις αρχές του κράτους δικαίου, οφείλει άμεσα να:
· Καταργήσει το αυθαίρετο χρονικό όριο των 3 ημερών υποχρεωτικής νοσηλείας, το οποίο στερείται νομικής βάσης.
· Ρητά να αναγνωρίσει ως λόγους ανωτέρας βίας το οικογενειακό πένθος, τις φυσικές καταστροφές και τις τεχνικές βλάβες.
· Θεσπίσει αυτόματη αναστολή υποχρεώσεων με την υποβολή αιτήματος, με δυνατότητα επανεξέτασης.
· Εξασφαλίσει αναδρομική απαλλαγή από κυρώσεις σε περιπτώσεις όπου τελικά αποδεικνύεται η ανωτέρα βία.
Διαφορετικά, θα συνεχίσουμε να βιώνουμε ένα κράτος που προστατεύει τους ισχυρούς και τιμωρεί τους ευάλωτους, μετατρέποντας τους επαγγελματίες λογιστές-φοροτεχνικούς σε θύματα της αλαζονείας μιας ανελέητης διοίκησης.
Η Ε.Φ.Ε.Ε.Α. δεν πανηγυρίζει και δεν θεωρεί ότι αποτελεί πλήρη δικαίωση των αιτημάτων του κλάδου η απόφαση για την ασθένεια, όταν εξακολουθεί να υφίσταται ένα τεράστιο πρόβλημα στην καθημερινότητα των συναδέλφων.
Θα συνεχίσει να καταγράφει με ακρίβεια και θεσμική ευθύνη κάθε παρέκκλιση από το δίκαιο, προτείνοντας συγκεκριμένες λύσεις για λειτουργικές και ανθρώπινες συνθήκες άσκησης του επαγγέλματος.
(Η Ανακοίνωση της ΕΦΕΕΑ δημοσιεύτηκε στις 12/06/2025, με ομόφωνη απόφαση του ΔΣ)