Την είδα να περπατά στην έρημο της μοναξιάς της. Κατάκοπη. Σε ένα τοπίο εχθρικό. Νύχτα. Μήτε φως από πουθενά, μήτε ελπίδα.
Την είδα να αγκομαχά. Να απελπίζεται.
Και τότε ένας θεός-θεούλης, της πέταξε λίγο μάνα. Ψίχουλα!
Και μόνο μια στάλα βροχή. Την ήπιε η άμμος. Δεν πρόλαβε!
Ο θεός-θεούλης αποφάσισε να την βγάλει στο ξέφωτο.
Έσκυψε την μέση. Γονάτισε. Διπλώθηκε στα τέσσερα. Υποτάχθηκε.
-Σ’ευχαριστώ θεέ μου-θεούλη.
Και τότε αυτός την πέταξε μπροστά σε μια θάλασσα. Την ώρα της πλημμυρίδας.
Και αυτή, «όσο κράτησε η ελπίδα για μια βάρκα, δεν έκανε βήμα»
Αλλά η βάρκα δεν φαινόταν. Ο θεός ήταν θεούλης. Την περιγελούσε. Της έταζε και της έπαιρνε.
Και η ελπίδα πως το νερό δεν θα ανέβαινε άλλο, πάει. Έφτασε πια ως το σαγόνι.
Και τότε πέταξε από μέσα της τον θεό-θεούλη. Και κολύμπησε!
Είχε καταλάβει επιτέλους . Αυτή ήταν η ελπίδα. Αυτή ήταν και η βάρκα!
Και σώθηκε!
( Ένα «πάτημα» πάνω στις Ιστορίες του κυρίου Κόινερ του Μπέρτολτ Μπρεχτ)
Η ΒΕΡΕΝΙΚΗ
email@vereniki