Οκτώ νέες ταινίες από σήμερα στις αίθουσες αλλά χωρίς εκείνη τη δημιουργία που είναι ικανή να συναρπάσει – Ξεχωρίζει η δανέζικη «Απόφαση», που προτάθηκε εφέτος για το ‘Oσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας
«Απόφαση»
«Είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε τους πολίτες να ξαναφτιάξουν τη χώρα τους» φωνάζει ο δίκαιος αλλά εν τέλει άτυχος διοικητής των δανών στρατιωτών (Πίλου Ασμπεκ) που πολεμούν πατώντας τα χώματα του Αφγανιστάν στην «Απόφαση» («A war», Δανία, 2015) του Τομπίας Λίντχολμ. Ενδεχομένως ο διοικητής προς στιγμήν να ξεχνά μια τραγική ειρωνεία: η δική του σύζυγος (Τούβα Νοβότνι), πίσω στη δική του χώρα, παλεύει με νύχια και με δόντια να διατηρήσει σε ένα επίπεδο τη ζωή της δικής τους οικογένειας (έχουν τρία παιδιά).
Η αντιπαραβολή ανάμεσα στις άθλιες συνθήκες που επικρατούν στο πεδίο της μάχης και στην αγωνία της συζύγου πίσω στην πατρίδα είναι ο παλμός της «Απόφασης» ως τη μέση της. Η απόφαση που δηλώνει ο ελληνικός τίτλος της ταινίας (η οποία και θα ορίσει την εξέλιξη της ιστορίας) ανήκει φυσικά στον διοικητή. Είναι μια απόφαση που θα πρέπει να πάρει μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου και σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή ανταλλαγής πυροβολισμών. Σε μια στιγμή που ο υπολογισμός για τις πιθανές συνέπειες αυτής της απόφασης είναι μια πολυτέλεια.
Ο Τομπίας Λίντχολμ, ο οποίος εκτός από σεναριογράφος μεγάλων δανέζικων επιτυχιών (από το κινηματογραφικό «Κυνήγι» του Τόμας Βίντερμπεργκ ως την τηλεοπτική σειρά «Borgen» που είδαμε και στην Ελλάδα) είχε ήδη αποδείξει τις σκηνοθετικές ικανότητές του με την «Πειρατεία στον ωκεανό», ελέγχει πλήρως το δύσκολο θέμα του, για την ακρίβεια το «ξεσκονίζει». Δεν ενδιαφέρεται να πάρει θέση αλλά να δώσει στον θεατή όλα τα δεδομένα για να σκεφθεί. Ενίοτε η ταινία του αποκτά την καθαρή ψυχρότητα ενός ντοκιμαντέρ που καταγράφει και παρατηρεί καλύπτοντας κάθε πτυχή του θέματος που πραγματεύεται. Υποψήφιο εφέτος για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, αυτό το καίριο χρονικό πολέμου μάς θυμίζει πόσο εύθραυστη είναι η θέση εκείνου που σε έναν πόλεμο έχει την ευθύνη και καλείται να παίρνει αποφάσεις στη στιγμή. Βαθμολογία: 3
«Μια ανάσα»
Στην ενδιαφέρουσα (μα και αρκετά δυσάρεστη στην παρακολούθησή της) ελληνογερμανική συμπαραγωγή «Μια ανάσα» («Ein Aitem», Γερμανία / Ελλάδα, 2016) του Κρίστιαν Τσούμπερτ, μια απολυμένη νεαρή Ελληνίδα (Χαρά-Μάτα Γιαννάτου) αποφασίζει να εγκαταλείψει τη χώρα της και να ανατρέξει στη Γερμανία προκειμένου να βρει δουλειά.
Η τύχη δεν θα είναι με το μέρος της και ο αρνητισμός που εκπέμπει σε όλα δεν θα βοηθήσει την κατάσταση: ο αρχιτέκτονας φίλος της δεν θέλει να την ακολουθήσει στην ξενιτιά, μαθαίνει ότι είναι έγκυος και δεν της αρέσει διόλου η δουλειά που έχει αναλάβει στη Γερμανία. Είναι μπέιμπι σίτερ του κοριτσιού μιας Γερμανίδας (Γιόρντις Τρίμπελ) που την αντιμετωπίζει ως ιθαγενή. Παντελώς ακατάλληλη για τη δουλειά που ανέλαβε (τηλεφωνεί στη μητέρα της στην Ελλάδα για οδηγίες!), η κοπέλα μέσα στον εκνευρισμό της θα χάσει το μωρό στον δρόμο και ο πανικός θα την οδηγήσει σε μια σειρά λανθασμένες κινήσεις.
Το αποτέλεσμα είναι μια έντονη «μονομαχία» γυναικείων ιδιοσυγκρασιών με αντιπάλους δύο εντελώς διαφορετικές αλλά πολύ δυναμικές γυναίκες που κάνουν λάθη: η ψυχρή Βόρεια σε αντιπαράθεση με τη θερμόαιμη Μεσόγεια (έξοχη η Γιαννάτου σε έναν ρόλο που αναδεικνύει το φυσικό ταλέντο της). Ο Κ. Τσούμπερτ τις αναλύει ενδελεχώς, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν, και ο θεατής παρακολουθεί προβληματισμένος αλλά και συνεπαρμένος. Βαθμολογία: 2 ½
«Αίσθηση αμαρτίας»
Μετά τη μάλλον άστοχη «Αίσθηση αμαρτίας» (2013) ο κινέζος auteur σκηνοθέτης Ζία Ζανγκέ επιστρέφει με την πολύ πιο στέρεα, ενδιαφέρουσα και επίκαιρη ταινία «Πέρα από τα βουνά» («Mountains may depart», Κίνα, 2015). Χωρισμένη σε τρία μέρη, η ταινία είναι ένας πολιτικός στοχασμός επάνω στη σύγχρονη Κίνα ενδεδυμένος (μέχρις ενός σημείου) με τον μανδύα του μελοδράματος. Ο πλούσιος καπιταλίστας που νομίζει ότι μπορεί να εξαγοράσει τα πάντα (Ζανγκ Γι), ο υπερήφανος εργάτης που δεν πουλά την ψυχή του σε κανέναν (Λιανγκ Γιν Ντονγκ) και η γυναίκα που οι δύο άντρες διεκδικούν (Ζάο Τάο). Τρία πρόσωπα αλλά και τρεις πλευρές της Κίνας του οικονομικού θαύματος που άνθησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και παρήκμασε αργότερα. Εξάλλου το πρώτο μέρος της ταινίας τοποθετείται στο 1999, την εποχή της αθωότητας και της νιότης. Επίδειξη πλούτου από τη μία πλευρά, επίδειξη λεβεντιάς από την άλλη και στο μέσον η γυναίκα που «παίζει» με όλους αλλά πληγώνει και πληγώνεται. Το δεύτερο μέρος μάς φέρνει στο παρόν (2014), όπου η οικονομική κρίση έχει αρχίσει να αφήνει τις ουλές της και όλοι μαζεύουν τα συντρίμμια τους. Η γυναίκα έχει χωρίσει από τον καπιταλίστα που έχει μεταναστεύσει στην Αυστραλία και συναντά το παιδί της που της είναι άγνωστο. Ο εργάτης επιστρέφει στην πόλη με μια άλλη γυναίκα, ένα παιδί αλλά και μια αρρώστια που τον έχει τσακίσει. Αν και ο Ζανγκέ χειρίζεται άψογα το μελόδραμα με την προσφυγή της συζύγου του εργάτη στον παλιό του έρωτα προκειμένου να βοηθήσει, το σκέλος με τον εργάτη δεν παύει να κλείνει πολύ άτσαλα σαν να μην ολοκληρώθηκε. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα στο τελευταίο σκέλος της ταινίας, τη ματιά του σκηνοθέτη στο μέλλον (2025), που ενδεχομένως να μη χρειαζόταν καν. Οπως και να έχει, παρά τις αδυναμίες του, το «Πέρα από τα βουνά» είναι μια ταινία που γοητεύει. Οπως και η προηγούμενη του Ζανγκέ, διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών. Βαθμολογία: 3
Η Μάγκι Σμιθ κλοσάρ!
Στη χαριτωμένη δραματική κομεντί «Η κυρία και το φορτηγάκι» («Lady in the van», Αγγλία, 2015) του Νίκολας Χάιτνερ η κορυφαία λαίδη Μάγκι Σμιθ δοκιμάζει τις δυνατότητές της σε κάτι όπου δύσκολα τη φαντάζεσαι: υποδύεται την ενοχλητική, πεισματάρα μα και αρκετά επιθετική κλοσάρ που έχει εγκατασταθεί με το φορτηγάκι της σε έναν δρόμο του Κάμντεν Τάουν, περιοχής όπου ζουν καλλιτέχνες του Λονδίνου. Εκεί συνάπτει σχέσεις με τον σεναριογράφο Αλαν Μπένετ (Αλεξ Τζένινγκς), ο οποίος, ενώ στην αρχή την αντιμετωπίζει με επιφύλαξη, αργότερα την κατανοεί προσπαθώντας να μπει στη θέση της και να καταλάβει τι συνέβη στο παρελθόν της που την έφερε σε αυτό το σημείο.
Η αλλόκοτη αυτή ιστορία είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που έζησε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο Αλαν Μπένετ (που είναι και σεναριογράφος της ταινίας). Ως ένα σημείο το στόρι κινεί την περιέργεια και ο βασικός λόγος είναι η Μάγκι Σμιθ, υπέροχη στον ρόλο μιας αξιοθρήνητης γυναίκας που δεν έχει πια τίποτε στη ζωή πέραν της αξιοπρέπειας και του χιούμορ της. Αργότερα όμως η ιστορία βαραίνει από τη στεναχώρια και βαλτώνει από την επανάληψη.Βαθμολογία: 2
Ο Οιδίποδας στην Κατοχή
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα προβάλλεται η ελληνογερμανικής συμπαραγωγής ταινία «Η περίπτωση του Οιδίποδα» («Der Fall Ö») που γύρισε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε αυθεντικές τοποθεσίες της χώρας μας ο ανατολικογερμανός σκηνοθέτης Ράινερ Σίμον.
Η χρήση αυτών των τοποθεσιών – εκτός άλλων, Δελφοί, Μετέωρα και Αμφισσα – είναι ένα από τα πιο αξιόλογα στοιχεία μιας ταινίας με πολύ καλές προθέσεις αλλά που βρίσκεται λίγο στον αέρα: η ιστορία τοποθετείται στην υπό κατοχή Ελλάδα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και αναφέρεται στην ανάγκη ενός γερμανού λοχαγού (Ματίας Χάμπιχ), φιλολόγου πριν από τον πόλεμο, να γυρίσει τη δική του εκδοχή του «Οιδίποδα τυράννου» του Σοφοκλή. Για να το καταφέρει χρησιμοποιεί γερμανούς στρατιώτες ως ηθοποιούς και τεχνικούς και κάποιους έλληνες πολίτες ως ηθοποιούς (Τατιάνα Λύγαρη/Ιοκάστη, Χρίστος Τσάγκας/ Κρέων κ.ά.). Αρχαίο δράμα και σύγχρονη πραγματικότητα ταυτίζονται, αλλά η αλληγορία δεν λειτουργεί πάντα αποτελεσματικά. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι «Η περίπτωση του Οιδίποδα» ολοκληρώθηκε με την ενοποίηση των δύο γερμανικών κρατών και μάλιστα ήταν η πρώτη που γυρίστηκε σε συνεργασία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.Βαθμολογία: 2
Δείτε το trailer της ταινίας «Απόφαση»
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στο www.tovima.gr από όπου και η αναδημοσίευση