Σε αντίστροφη μέτρηση εισέρχεται πλέον το θέμα των «κόκκινων» δανείων επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε με τους πιστωτές εξασφαλίζει τη μη πώληση δανείων που έχουν συνδεθεί με την πρώτη κατοικία έως τα τέλη του 2017 και με την προϋπόθεση ότι η αντικειμενική της αξία δεν θα υπερβαίνει τις 140.000 ευρώ.
Η προστασία επεκτείνεται όχι μόνο σε όσους έχουν πάρει στεγαστικό δάνειο για πρώτη κατοικία. Αφορά εξίσου εκείνους που έχουν πάρει επαγγελματικό, επισκευαστικό ή καταναλωτικό δάνειο με προσημείωση της πρώτης κατοικίας.
Τα δάνεια αυτής της κατηγορίας –ανεξάρτητα από το εισόδημα του δανειολήπτη– διασφαλίζεται ότι μέχρι το τέλος του 2017 δεν θα μπορούν να πωληθούν σε εταιρείες και η διαχείρισή τους θα συνεχίσει να γίνεται από τις τράπεζες.
Οι Τράπεζες
Η απαγόρευση της πώλησης δεν συνεπάγεται εφησυχασμό από τους δανειολήπτες. Ηδη οι τράπεζες έχουν έτοιμοτο τρίτο κύμα επιστολών στο πλαίσιο εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας της ΤτΕ.
Πρόκειται για την τρίτη επιστολή που θα λάβουν στα χέρια τους όσοι δεν έχουν ανταποκριθεί μέχρι σήμερα στις δύο προηγούμενες, μέσω της οποίας θα καλούνται να προσέλθουν στο τραπεζικό κατάστημα της περιοχής τους, προκειμένου να βρουν μια λύση διευθέτησης στην αποπληρωμή της οφειλής τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία από τις τράπεζες, ο βαθμός ανταπόκρισης στις δύο προηγούμενες ήταν χαμηλός και δεν ξεπέρασε το 10%, με αποτέλεσμα η τρίτη ευκαιρία που θα δοθεί, να είναι και η τελευταία πριν από την εκκίνηση της διαδικασίας πλειστηριασμού του ακινήτου, για την οποία ανοίγει ο δρόμος μέσα από τον χαρακτηρισμό του δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου,
Τα επιχειρηματικά
Η συμφωνία ανοίγει τον δρόμο για την πώληση όλων των άλλων κατηγοριών δανείων ακόμη και αν συνδέονται με πρώτη κατοικία, η αξία της οποίας όμως θα πρέπει να υπερβαίνει τα 140.000 ευρώ. Αντίστοιχα, δυνατή είναι πλέον η πώληση των δανείων που δεν συνδέονται με την πρώτη κατοικία, είτε αυτά είναι στεγαστικά, δηλαδή έχουν συναφθεί για την αγορά εξοχικής κατοικίας, είτε είναι καταναλωτικά ή επιχειρηματικά.
Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, η αγορά θα ανοίξει κυρίως με την πώληση επιχειρηματικών δανείων, που αποτελούν και τη μεγάλη «πληγή» για την οικονομία, αλλά και τις τράπεζες, συγκεντρώνοντας τον κύριο όγκο των επισφαλειών, χωρίς μάλιστα επαρκείς εξασφαλίσεις.
Ανοιχτή είναι επίσης η διαδικασία της ανάθεσης της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων σε εξειδικευμένες εταιρείες που θα συσταθούν γι’ αυτό τον σκοπό και οι οποίες θα επικεντρωθούν στη διαχείριση τόσο στεγαστικών και καταναλωτικών όσο και επιχειρηματικών οφειλών.
Νόμος Κατσέλη
Εναλλακτική μέθοδο προστασίας για όσους δεν ανταποκριθούν στην πρόσκληση των τραπεζών παραμένει ο νόμος Κατσέλη, η προθεσμία για την ένταξη στον οποίο λήγει στο τέλος του 2018. Η προστασία της πρώτης κατοικίας που παρέχει ο νόμος Κατσέλη γίνεται μέσα από τη διάκριση δύο βασικών κατηγοριών δανειοληπτών.
Η πρώτη είναι αυτή με βάση την οποία η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας είναι έως 120.000 ευρώ (για τον άγαμο) προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαμο και κατά 20.000 ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία τέκνα.
Οι οφειλέτες αυτής της κατηγορίας πρέπει να έχουν εισόδημα που είναι ίσο ή υπολείπεται των ευλόγων δαπανών διαβίωσης (όπως αυτές διαμορφώνονται στην τέταρτη ομάδα δαπανών, δηλαδή την ομάδα που περιλαμβάνει και τις δαπάνες για αναψυχή, ταξίδια κ.λπ.).
Με βάση τις εύλογες δαπάνες του 2014, αυτό αντιστοιχεί σε ετήσιο εισόδημα έως 8.180 ευρώ για ένα άτομο, 13.917 ευρώ για δύο άτομα, 17.278 για δύο άτομα και ένα τέκνο και 20.639 ευρώ για τετραμελή οικογένεια.
Ο δανειολήπτης αυτής της κατηγορίας θα πληρώνει την αξία του ακινήτου του μέχρι 20 έτη (κατ’ εξαίρεση 35 έτη) με μηνιαίες καταβολές που θα επιβαρύνονται με τόκο. Η αξία του ακινήτου είναι αυτή που θα προέκυπτε αν πήγαινε σε πλειστηριασμό το ακίνητο και συνεπώς όσα έπαιρναν οι πιστωτές θα πάρουν και τώρα αλλά με μηνιαίες καταβολές.
Η αξία αυτή αποτελεί τη βάση υπολογισμού για τις πληρωμές. Εφόσον υπάρχει αδυναμία πληρωμών, το Δημόσιο έχει δεσμευθεί ότι θα συμμετάσχει για ένα χρόνο, μια δέσμευση ωστόσο που μένει να επαληθευθεί.
‘Ανω των 180.000 ευρώ
Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτή που ο δανειολήπτης έχει ακίνητο αντικειμενικής αξίας έως 180.000 ευρώ για τον άγαμο, 220.000 ευρώ για τον έγγαμο, προσαυξημένο κατά 20.000 ευρώ ανά τέκνο και μέχρι τρία τέκνα.
Αντίστοιχα το εισόδημα που υπολογίζεται και πάλι με βάση τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης ορίζεται στα 13.906 ευρώ για ένα άτομο, στα 23.659 ευρώ για δύο άτομα και για κάθε παιδί έως τρία παιδιά 5.714 ευρώ.
Αυτός θα πληρώνει για είκοσι χρόνια (κατ’ εξαίρεση για 35) μια δόση που θα υπολογιστεί όπως υπολογίζεται η αξία στην παραπάνω κατηγορία. Σε αυτήν την κατηγορία το Δημόσιο δεν συμμετέχει ακόμα και αν δεν μπορεί να πληρώσει τις μηνιαίες δόσεις ο οφειλέτης.