Ο περισσότερος κόσμος όταν ακούει για Ιστορία έχει στο μυαλό του την «σχολικού τύπου» αφηγηματική Ιστορία που στηρίζεται σε σημαντικά γεγονότα, σε πολεμικές αναμετρήσεις και στις βιογραφίες των επιφανών προσώπων και ηγετών. Οι λίγο πιο εξοικειωμένοι με τις ιστορικές εκδόσεις θα γνωρίζουν πως τις τελευταίες δεκαετίες, αυτή η πλευρά της ιστορίας δεν είναι η δημοφιλέστερη.
Η κοινωνική Iστορία, η Ιστορία που επιδιώκει να εντάξει το «κοινωνικό» και την κοινωνική αλλαγή στην πορεία του χρόνου, θεωρούνταν η αιχμή της ιστορικής επιστημονικότητας από το τέλος της δεκαετίας του 1970, έως ότου τουλάχιστον εμφανιστεί στο προσκήνιο η πολιτισμική Ιστορία κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Στην νεότερη και σύγχρονη ελληνική Ιστορία οι ιστοριογραφικές εξελίξεις φτάνουν με καθυστέρηση. Η φτωχή σχετικά βιβλιογραφία για τις χαμηλότερες εισοδηματικά τάξεις και ο περιορισμένος αριθμός μελετών για κοινωνικές ομάδες που υπήρξαν και αλληλεπέδρασαν με την εποχή τους κατά τους τελευταίους δύο αιώνες κρατά ζωντανό το πεδίο της κοινωνικής ιστορίας.
Το βιβλίο του Νίκου Ποταμιάνου «οι Νοικοκυραίοι- Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925», το οποίο κυκλοφόρησε προ μηνών από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, είναι ένα έργο κοινωνικής ιστορίας. Μελετά την ανάδυση της μικροαστικής τάξης στην Αθήνα του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου.
Ο ίδος ο συγγραφέας παίρνει αποστάσεις από την συντηρητική σημασία που έχει επικρατήσει να έχει ο όρος «μικροαστός», ο οποίος είναι συνώνυμο του κονφορμισμού, της συμβατικότητας και του συντηρητισμού. Με άλλα λόγια, ο Ποταμιάνος δεν καταπιάνεται με τους μικροαστούς για να απαξιώσει τους ίδιους ή τον τρόπο ζωής τους. Τους βλέπει ως κοινωνική κατηγορία στο εξεταζόμενο χρονικό διάστημα και επιχειρεί να εξάγει νοήματα και ερμηνείες για την επίδραση της δράσης τους στην μετεξέλιξη του κοινωνικού ορίζοντα της πρωτεύουσας.
Μέσα από την ενασχόληση με τις διάφορες επαγγελματικές ομάδες αναδύονται στοιχεία για τον τρόπο ζωής και εργασίας των Αθηναίων της εποχής, για τις καθημερινές του συνήθειες και ανάγκες για την εικόνα και την λειτουργία της πόλης. Οι πληροφορίες για τις διάφορες ομάδες καταστηματαρχών, για τους τρόπους που δημιουργούσαν τα σωματεία τους, για το ποιες τελετουργικές διαδικασίες διαμόρφωναν την συλλογική τους συνείδηση και τους έφερναν πιο κοντά, είναι ευάριθμες.
«Το 1920 οι κύριες κατηγορίες πλανόδιων ήταν οι μανάβηδες, οι αυγουλάδες, οι ψιλικατζήδες και οι γαλατάδες. Η κλασική εικόνα του γαλατά ήταν ο φουστανελλάς που γύρναγε με ένα μικρό κοπάδι κατσίκες και τις άρμεγε επί τόπου ή πουλούσε σε δοχεία γάλα από τα πρόβατα που είχε φέρει να ξεχειμωνιάσουν στην Αττική· στην πραγματικότητα, η επικράτηση του εδραίου εμπορίου γάλακτος θα πρέπει να τοποθετηθεί μάλλον μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν η ΕΒΓΑ άρχισε να ιδρύει πρατήρια στις γειτονιές».
Ας μην παρασυρθεί ωστόσο ο επίδοξος αναγνώστης του βιβλίου και θεωρήσει ότι θα διαβάσει ένα νοσταλγικό λεύκωμα λαϊκής κατανάλωσης για την «παλιά Αθήνα». Τα πραγματολογικά στοιχεία λειτουργούν ως «καμβάς» για να παρατηρήσει ο συγγραφέας την ανάδυση και τη συγκρότηση της κοινωνικής τάξης που τον ενδιαφέρει.
Πέρα από το να είναι μια εξαιρετικά εμβριθής μελέτη, το βιβλίο θα μπορούσε να ανήκει στην κατηγορία των αναγνωσμάτων που δείχνουν πως η μη αφηγηματική Ιστορία μπορεί να γίνει κατανοητή από τον μη ειδικό φίλο της ιστορίας. «Οι Νοικοκυραίοι» είναι μια επιστημονική δουλειά που είναι τόσο κατανοητά γραμμένη ώστε απευθύνεται σε μεγαλύτερο κοινό απο αυτό της επιστημονικής κοινότητας. Στον επιστήμονα αναγνώστη θα δώσει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αναλύσεις και ερμηνευτικές προτάσεις για την κοινωνική ζωή της περιόδου που εξετάζει· μια ολιστική προσέγγιση του θέματος που πατά στην παράδοση των Annales. Στον μη εξοικειωμένο με την ιστορία θα «διδάξει» μια άλλη ματιά.
Σε αυτό βοηθά και η αφηγηματική στρατηγική του κειμένου, η οποία περιέχει συχνές συνοψίσεις που βοηθούν τον αναγνώστη να μην χάνει το νόημα και εντάσσουν τα δεδομένα που λαμβάνει σε ευρύτερα πλαίσια ερμηνείας. Η γλώσσα είναι απλή και όχι «κοινωνιολογίζουσα».
Συνολικά πρόκειται για μια πολύ καλή δουλειά και μια φροντισμένη έκδοση.
Δημήτρης Γλύστρας στο δικτυακό τόπο http://www.in2life.gr/