Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Έκπληκτοι οι Αθηναίοι παρατηρούσαν να γεμίζει η πόλη τους με ενεχυροδανειστήρια, όταν ξέσπασε η μεγάλη οικονομική κρίση του 1893 που κατέληξε στο «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χαρίλαου Τρικούπη. Πριν από την κρίση μόλις τρία ή τέσσερα ενεχυροδανειστήρια υπήρχαν σε όλη την πόλη. Σε διάστημα λίγων μηνών περισσότερα από πενήντα καταστήματα με την ταμπέλα «ΔΙΔΟΝΤΑΙ ΔΑΝΕΙΑ ΕΠΙ ΕΝΕΧΥΡΩ» εμφανίστηκαν στην Πλάκα, στου Ψυρρή, στη Νεάπολη, ακόμη και στο Κολωνάκι. Όλος ο εξοπλισμός τους ήταν ένα τραπέζι, ένα ανάκλιντρο, τέσσερις καρέκλες και συνήθως ένας γεωγραφικός χάρτης αναρτημένος στον τοίχο και με ανεξήγητη τη χρήση του.
Αυτή ήταν η ορατή περιουσία του ενεχυροδανειστή. Εκεί έφταναν τα τιμαλφή κοσμήματα, τα διαμάντια της συζύγου, οι ομολογίες της άγαμης κόρης, μουσικά όργανα, βαρύτιμα βιβλία κ.ά. Βέβαια, η αυστηρή νομοθεσία επέβαλλε τη σύνταξη συμβολαίων, ώστε να μην μπορούν να πωληθούν τα ενεχυριαζόμενα. Όταν έληγε η ημερομηνία ο «πελάτης» έπρεπε να εμφανιστεί και είτε να πληρώσει το ποσόν είτε να ανανεώσει τη συμφωνία, με τον ανάλογο τόκο εννοείται. Συχνά πυκνά αναγγέλλονταν στην Αστυνομία εξαφανίσεις ενεχυροδανειστών, οι οποίοι προτιμούσαν να αλλάζουν γειτονιά, αφού και εκείνοι με τη σειρά τους είχαν ενεχυριάσει τα αντικείμενα για να εισπράξουν περισσότερο τόκο!
Κάθε μέρα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας διάφορες ιστορίες, με πιο συχνές τις περιπτώσεις των «ενεχυροδανειστών» που έφευγαν για το εξωτερικό αφού συγκέντρωναν ολόκληρες περιουσίες. Οι πιο γνωστές ήταν ίσως ενός Φωκά, ο οποίος τελικά κατέληξε στη φυλακή, χωρίς ποτέ να επιστρέψει τα αντικείμενα στους δικαιούχους τους, και κάποιος Ελβετός Κρόμπελ που έριξε κανόνι αφού κατόρθωσε να βάλει στο χέρι σημαντικές οικογένειες των Αθηνών.
Ακόμη και ένας πρώην υπουργός έχασε το ρολόι του, το οποίο ομολόγησε ότι είχε αφήσει ενέχυρο σ’έναν «αετονύχη» της πλατείας Συντάγματος!