Οι Βλάχοι της Ηπείρου δεν μιλούν πια βλάχικα

0

Ο Λουκάς και η Αλεξία είχαν πάρει την απόφαση πολύ πριν από τη γέννα: Δεν θα μιλούσαν στην κόρη τους στη γλώσσα τους. Ποτέ. Ήταν ο δικός τους τρόπος για να εμποδίσουν τη μετάδοση της κληρονομικής ασθένειας. Έτσι το έβλεπαν. Ο εφιάλτης έχει τελειώσει. «Η Αγάθα είναι τώρα οκτώ χρονών και μιλάει μόνο ελληνικά» λέει ο πατέρας της πανέμορφης που έχει κληρονομήσει το έντονο μπλε βλέμμα του. Είναι περήφανος και για αυτό επίσης.

του Κάρλος Ζουρουτούζα*  

Η συζήτηση θα μπορούσε να έχει γίνει σε οποιονδήποτε τόπο που η γλώσσα του είναι στιγματισμένη από την ίδια την κοινότητα στην οποία κάποιος ανήκει. Στην περίπτωση του Λουκά και της Αλεξίας, θα πρέπει να μεταφερθούμε σε μια γωνιά της Ελλάδας εντελώς ξένη με ό,τι η τουριστική βιομηχανία και ο κινηματογράφος μας έχει συνηθίσει να φανταζόμαστε για την Ελλάδα.

Όταν ο καιρός το επιτρέπει, μπορείς να φτάσεις κάνοντας έναν ευχάριστο περίπατο έξι χιλιομέτρων, τον χειμώνα όμως το πιο λογικό είναι να καταφύγεις στις υπηρεσίες ταξί που διαφημίζονται στο κουβούκλιο. Η διαδρομή προς το Μέτσοβο περνάει από τον τεράστιο ορεινό όγκο της Πίνδου.Τα πυκνά κωνοφόρα δάση ανεβαίνουν από την κοιλάδα μέχρι τη νοητή γραμμή όπου πλέον παύουν να φυτρώνουν. Από εκεί, οι χιονισμένες στα μέσα της άνοιξης κορυφές, φτάνουν στα δύο χιλιάδες πεντακόσια μέτρα και πάνω. Και έτσι, συνεχίζοντας να κοιτάμε τον ουρανό, κάποια στιγμή παρατηρούμε ότι η άσφαλτος γίνεται λιθόστρωτο κάτω από τα πόδια μας. Είμαστε ήδη στο Μέτσοβο.

Το 1850, ο Άγγλος περιηγητής George Bowen έγραψε ότι τα σπίτια αυτής της πόλης των έξι χιλιάδων κατοίκων φαινόταν να πέφτουν από τον λόφο, αλλά παρέμεναν ακίνητα «σαν από μαγεία». Στην πλατεία, αυθεντική αγορά μιας αμφιθεατρικά διαμορφωμένης πόλης, συναντήσαμε τον Λουκά και την Αλεξία εντελώς τυχαία. Καθόταν στο διπλανό τραπέζι μιας πολυσύχναστης καφετέριας. Ήθελαν να μάθουν γιατί είμαστε εδώ και όχι στη Σαντορίνη ή στην Κέρκυρα.

Μας ενδιαφέρουν περισσότερο οι γλώσσες από τον ήλιο ή τις πέτρες».




Η απάντησή μας τους αιφνιδιάζει και μοιάζουν να αισθάνονται άβολα. Ο Λουκάς επιπλέον, μπαίνει σε θέση άμυνας λέγοντας δυνατά «εδώ είμαστε όλοι Έλληνες». Δεν έχουμε την παραμικρή πρόθεση να το αμφισβητήσουμε. Η αλήθεια είναι ότι το Μέτσοβο –«Aminciu» στην τοπική γλώσσα– είναι το νευραλγικό κέντρο της βλαχικής κοινότητας στην Ελλάδα, που ονομάζεται επίσης armanesti. Εδώ μιλιέται η αρομανική γλώσσα, μια ρομανική ποικιλία που έχει κοινή προέλευση με τη ρουμανική – το vlach (Βλάχος-α, βλαχικός-ή) έχει την ίδια ρίζα με τη Valachia (Βλαχία).

Το γεγονός ότι μιλούν μια γλώσσα «βοσκών» στην πατρίδα του Σωκράτη οδήγησε τον Λουκά και την Αλεξία να διακόψουν την οικογενειακή μετάδοση αυτής βαλκανικής ρομανικής γλώσσας. Θα πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους για τη δραστική απόφαση του ζευγαριού στην τεράστια κοινωνική, πολιτισμική ακόμη και θεσμική πίεση. Πείτε το διγλωσσία.

Μέχρι σήμερα, η Αθήνα εξακολουθεί να μην επικυρώνει τον Ευρωπαϊκό Χάρτη για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικές Γλώσσες, μια συμφωνία των κρατών μελών της ΕΕ για την προστασία των γλωσσών που δεν έχουν χαρακτήρα επίσημης γλώσσας. Η ελληνική γλώσσα παραμένει η μόνη επίσημη γλώσσα της χώρας, παρά την ύπαρξη και άλλων αυτόχθονων γλωσσών, εκτός από τη βλαχική (αρομανική), όπως η τουρκική, η αλβανική και η βουλγαρική. Δεν περίμενα το φυλλάδιο για το Μετσόβο που μας έδωσαν στο τουριστικό γραφείο να είναι και στη βλαχική, αλλά ούτε ότι δεν θα υπήρχε καμία αναφορά σε αυτήν.

Πρωτοπόροι και μετανάστες

Κάποια Κυριακή του καλοκαιριού. Φωτογραφία: Κάρλος Ζουρουτούζα (Karlos Zurutuza).

Κάποια Κυριακή του καλοκαιριού. Φωτογραφία: Κάρλος Ζουρουτούζα (Karlos Zurutuza).

Για μερικούς, η limba armaneasca, η γλώσσα των Βλάχων, ήρθε μέσω των ρωμαϊκών στρατευμάτων διασκορπισμένων στη Εγνατία Οδό (Via Egnatia), την παλιά εμπορική διαδρομή μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Πιο επιστημονικές θεωρίες δείχνουν μια κοινή προέλευση με τη ρουμανική: ο διαχωρισμός μεταξύ αυτής και της βλαχικής πρέπει να έγινε γύρω στον ένατο αιώνα. Η πρώτη μιλιέται σήμερα βόρεια του Δούναβη και έχει ενσωματώσει σλαβικό και ουγγρικό λεξιλόγιο, ήταν όμως η ελληνική και η αλβανική γλώσσα που για αιώνες άσκησαν επιρροή σε αυτήν την απρόσμενη ρομανική φωνή στα νότια των Βαλκανίων. Παρά τη λατινικότητα της που είναι περισσότερο από εμφανής στους αριθμούς (una, daua, trei…) (ένα, δύο, τρία…), στα ονόματα των εποχών (primuveara, veara, toamna y yarna) (άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και χειμώνας) ή στο noapti buna (καληνύχτα) με το οποίο λένε αντίο πριν πάνε για ύπνο, σήμερα έχει περίπου πεντακόσιες χιλιάδες ομιλητές διασκορπισμένους (σε μη λατινόφωνες χώρες) σε Ελλάδα, Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία.

Πέρα από το στερεότυπο που τους θέλει λαό αναλφάβητων βοσκών στα μάτια της πιο «κλασικής» Ελλάδας, η αλήθεια είναι ότι πρόκειται από πολλές απόψεις και για αιώνες για μια κοινότητα που έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Τα επιβλητικά πέτρινα αρχοντικά του Μετσόβου δεν αποτίουν φόρο τιμής στις ικανότητες μόνο εκείνων που τα κατασκεύασαν, αλλά μιλάνε για έναν ευημερούντα λαό που άκμασε στις παρυφές της εμπορικής αυτής διαδρομής ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ήταν βοσκοί, ναι, αλλά και ικανοί επιχειρηματίες, έμποροι και λαθρέμποροι, και πολλά άλλα.

Γνωρίζουμε ότι ο Γεώργιος Καραγιάννης, προ-προ-πάππος του Herbert von Karajan, άφησε τη γενέτειρά του για να γίνει ένας από τους πατέρες της ακμάζουσας κλωστοϋφαντουργίας της Σαξονίας και ότι δύο αδέρφια Βλάχοι, οι Μανάκι, ήταν οι πρωτοπόροι του κινηματογράφου στα Βαλκάνια και σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό το πλάνο του 1906 με τη γιαγιά τους να λανάρει μαλλί, τραβηγμένο με μια κάμερα που είχαν φέρει από το Λονδίνο, ήταν η αφετηρία μιας πολύ παραγωγικής καριέρας. Οι Μανάκι δεν ήταν μόνο οι επίσημοι φωτογράφοι του Οθωμανού σουλτάνου το 1911 και του βασιλιά της Γιουγκοσλαβίας το 1929. Στο ενδιάμεσο διάστημα, άνοιξαν κινηματογραφική αίθουσα στο Μοναστήρι (τα σημερινά Μπίτολα, στη Βόρεια Μακεδονία), όπου προβάλανε ντοκιμαντέρ για τη ζωή στη γενέτειρά τους. 

Υπάρχουν πολλά ακόμα να πούμε για αυτό το μέρος (Μπίτολα) που ιδρύθηκε από τον Φίλιππο της Μακεδονίας, και όπου τα αστέρια του Δαβίδ λάμπουν στα κάγκελα των μπαλκονιών.Μέχρι πρόσφατα, λέγεται ότι ο τελευταίος Εβραίος στην πόλη ήταν ένας τυφλός Σεφαραδίτης που είχε χάσει το μυαλό του. Φυσικά, συνεχίζει να είναι πολύ πιο εύκολο να συναντήσεις Βλάχους.

«Μπορείς να δεις τα χωριά μας από τον αέρα. Να είσαι σίγουρος ότι εκείνα που είναι χτισμένα στην κορυφή του βουνού είναι βλαχοχώρια, ή κάποτε ήταν» εξηγεί ο Nicola Babovski, ακτιβιστής της γλώσσας, στο Casa Armanesti de Bitola (Βλάχικο Σπίτι στα Μπίτολα). Σε αντίθεση με την Ελλάδα, το να είσαι Βλάχος στη Βόρεια Μακεδονία δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπεσαι. Στο πλαίσιο των ταπεινών δυνατοτήτων τους, τα Σκόπια προωθούν αυτήν τη λατινική γλώσσα στον Τύπο και το ραδιόφωνο και τη συμπεριλαμβάνουν στο πρόγραμμα σπουδών των σχολείων όπου αυτή η μειονότητα έχει σημαντικό αριθμό μαθητών, στον νότο της χώρας.

Σήμερα, η μεγαλύτερη απειλή για τους Βλάχους σε αυτή την πλευρά των συνόρων είναι η οικονομική κρίση που οδηγεί πολλούς να μεταναστεύσουν στη Δυτική Ευρώπη. Η κατάσταση είναι ακόμα πιο σοβαρή στη γειτονική Αλβανία. Στα μέσα του 18ου αιώνα, η βλάχικη πόλη Μοσχόπολη (σήμερα Voskopojë) ήταν μία από τις πιο ευημερούσες στην περιοχή. Οι αριθμοί της προκαλούσαν ίλιγγο: πενήντα χιλιάδες κάτοικοι, είκοσι έξι εκκλησίες, ένα πανεπιστήμιο, ένα νοσοκομείο και το πρώτο τυπογραφείο των Βαλκανίων. Μέχρι που άρχισαν η μια μετά την άλλη οι καταστροφές: οι Τούρκοι την κατέστρεψαν τρεις φορές τον 18ο αι., οι Ιταλοί στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και οι Γερμανοί στον Δεύτερο. Και στη συνέχεια ακολούθησαν πενήντα χρόνια καταναγκαστικής κολεκτιβοποίησης κάτω από το αλβανικό καθεστώς. Σε προηγούμενη επίσκεψή μας συναντήσαμε τον Βασίλη, έναν ογδοντάχρονο που ισχυριζόταν ότι είχε δύο χιλιάδες κεφάλια βοοειδών προτού το κράτος του τα απαλλοτριώσει. Δεν είχε εγκαταλείψει την πόλη από τότε.

«Πού να πήγαινα χωρίς το κοπάδι μου; Και για ποιον λόγο;» δικαιολογήθηκε ο μονόφθαλμος γέρος πριν δείξει με το μπαστούνι του μια από τις εγκαταλελειμμένες εκκλησίες. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας στάβλος χωρίς στέγη στον οποίο τα πρόβατα κοιτούσαν αγιογραφίες εκατονταετιών. Ο Simon Vrusho, δάσκαλος λυκείου που αγωνίζεται για τη διατήρηση των ελάχιστων που παρέμειναν όρθια στη Μοσχόπολη, αρνείται ότι γίνονται διακρίσεις εις βάρος της κοινότητάς του στην Αλβανία. «Είναι απλώς ότι κανείς δεν νοιάζεται για τίποτα εδώ πια» μας λέει. Μόνο χάρη στη δονκιχωτική του παρέμβασή, μια ΜΚΟ αποφάσισε να αποκαταστήσει μερικές από αυτές τις αγιογραφίες. Όσον αφορά τη γλώσσα, ο Vrusho εξέφρασε τη λύπη του λέγοντας ότι είναι πολύ πιο περίπλοκο. «Θεσμικά είναι εντελώς απούσα. Επιπλέον, οι μαθητές μου προτιμούν να μαθαίνουν αγγλικά ή ελληνικά. Όλοι θέλουν να μεταναστεύσουν».

Κινούμενη γη

Γαμήλια πομπή σε κίνηση. Φωτογραφία: Κάρλος Ζουρουτούζα (Karlos Zurutuza)

Γαμήλια πομπή σε κίνηση. Φωτογραφία: Κάρλος Ζουρουτούζα (Karlos Zurutuza)

Πίσω στο Μέτσοβο, η επίσκεψη στο σπίτι-μουσείο Τοσίτσα είναι απαραίτητη για να κατανοήσετε το παρελθόν αυτής της γωνιάς της Ηπείρου, αλλά είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να παρευρεθείτε σε έναν από τους πολλούς βλάχικους γάμους. Διαρκούν δυο μέρες κατά τις οποίες η πομπή που ανεβαίνει στα καλντερίμια του Μετσόβου πηγαίνει να βρει τη νύφη και τον γαμπρό αντίστοιχα στα σπίτια των οικογενειών τους. Αυτός ζητάει το χέρι της από τους μελλοντικούς του πεθερούς και μετά όλοι τραγουδούν. Στη συνέχεια τον ξυρίζουν και τον περιποιούνται δημόσια. Και έπειτα ακόμα περισσότερα τραγούδια και πολύ χορός, ειδικά στην πλατεία. Αυτό απαιτεί η παράδοση. Παρά αυτά και άλλα πολύχρωμα συλλογικά τελετουργικά, πολλοί φοβούνται ότι ο βλάχικος πολιτισμός στην Ελλάδα τελικά θα περιοριστεί σε φολκλορικές εκδηλώσεις.

«Γάμοι, εκθέσεις εργαλείων ή χειροτεχνίας… Όλα είναι πολύ καλά, αλλά δεν γίνεται τίποτα για να διατηρηθεί η γλώσσα μας» παραπονείται ο Γιάννης, ένας εικοσιτριάχρονος νέος που συμπληρώνει τον μισθό του αρτοποιού με μαθήματα αναρρίχησης τους θερινούς μήνες. Όπως μας λέει έμαθε τη βλαχική από τους παππούδες του, οι γονείς του πάντα του μιλούσαν στα ελληνικά. Μας φαίνεται γνώριμο.

Αυτός που ποτέ δεν είχε προβλήματα είναι ο Μαχμούντ, γιος ενός Λίβυου και μιας Μετσοβίτισας, ο οποίος αψηφά την ελληνικο-χριστιανική ορθοδοξία καλύπτοντας τον εαυτό του με το πέπλο του ισλαμισμού και μιλώντας στη μητρική του γλώσσα. Ο Μαχμούντ μας λέει ότι αισθάνεται «ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο Έλληνας» από οποιονδήποτε γείτονα του. Πριν εισέλθουμε στον λαβύρινθο των ταυτοτήτων, συμβουλευόμαστε τον Thede Kahl, ερευνητή στο Πανεπιστήμιο της Jena (Γερμανία), το έργο του οποίου αποτυπώνεται σε μια διδακτορική διατριβή και σε αμέτρητα άλλα άρθρα σχετικά με τους Βλάχους και άλλες μειονότητες των Βαλκανίων.

«Στη βλαχική γλώσσα δεν υπάρχει όρος για την έννοια του “έθνους”. Όταν προσπαθούν να το περιγράψουν, χρησιμοποιούν τύπους όπως miletea armaneasca (από το τούρκικο millet), laou armanescu (από το ελληνικό λαός), ή ghimta armaneasca (από το αλβανικό gjnt). Μόνο λίγοι χρησιμοποιούν το natsie, που είναι ένας νέος όρος» μας εξηγεί ο Kahl τηλεφωνικά. Σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα, η αίσθηση ταυτότητας αυτού του λαού τους τελευταίους δύο αιώνες έχει μοιραστεί μεταξύ της πολιτισμικής και νοοτροπικής εγγύτητας τους με τους Έλληνες και της εγγύτητας της γλώσσας τους με τη ρουμανική. «Λόγω της γεωγραφικής τους διασποράς, οι Βλάχοι ζουν στην περίμετρο άλλων εθνικών ομάδων, γεγονός που τους οδηγεί σε διπλή ταυτότητα ή πλήρη αφομοίωση» υπογραμμίζει ο Kahl.

Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, όλοι οι βαλκανικοί λαοί κατά την περίοδο της οθωμανικής κατοχής κατέδειξαν μεγάλη ευελιξία στην υιοθέτηση χαρακτηριστικών των γειτονικών πολιτισμών. Επιπλέον, δεν ήταν οι ίδιοι οι Έλληνες Βλάχοι, Ιλλύριοι, Θράκες, Δάκες ή ψάξε βρες τι άλλο, αφομοιωμένοι κάτω από την πίεση της Ρώμης; Ήταν στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ο θολός και ασαφής Kokoshka, που ήταν μέχρι τότε ο χάρτης των Βαλκανίων, μεταμορφώθηκε σε έναν Matisse με σαφώς ορισμένα και εντυπωσιακά χρώματα: ένα για κάθε νέο κράτος. Οι Βλάχοι, όπως και πολλοί άλλοι, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τις σταγόνες χρώματος που τινάχτηκαν από μια βούρτσα που δεν αγγίζει τον καμβά.

Γνωρίζουμε ότι τα Βαλκάνια δεν έχουν το μονοπώλιο των συνόρων που ατύχησαν, και εδώ όμως τα νέα σύνορα μετατράπηκαν σε ρήγματα όπου σωριάστηκαν οι γεωπολιτικοί απόκληροι.

Ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια έζησαν οι Μεγλενίτες, ένα άλλο ρομανόφωνο βαλκανικό στοιχείο, που η οθωμανική αυτοκρατορία υποχρέωσε σε εξισλαμισμό τον 18ο αιώνα. Η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας (που υπογράφηκε στη Λωζάννη το 1923) θα τους έφερνε στην Ανατολία, έναν τόπο παράξενο και εχθρικό προς αυτούς, όπως ήταν και η Πελοπόννησος για τους Έλληνες από τη Μαύρη Θάλασσα. Προσθέστε σε αυτά δύο παγκόσμιους πολέμους και μια βίαιη οικονομική ύφεση, και θα κατανοήσετε τη μαζική έξοδο των Βλάχων στις κοιλάδες και ακόμα πιο πέρα. Μετανάστευσαν στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη ή σε χώρες τόσο μακρινές όπως η Αυστραλία, που έχει μια από τις πιο πολυάριθμες κοινότητες της διασποράς τους. Μερικοί, λίγοι, επέστρεψαν. Άνθρωποι όπως ο Αποστόλης, για τους οποίους η ζωή στην Αθήνα ήταν πάρα πολύ ασφυκτική, για να μην αναφέρουμε το κλίμα. Η καφετέρια της οποίας είναι ιδιοκτήτης, λίγα μέτρα από την πλατεία, του δίνει τη δυνατότητα να ζήσει χωρίς πολυτέλεια, αλλά με ηρεμία, γεγονός που του επιτρέπει να συμφιλιωθεί με τις ρίζες του στο χωριό όπου γεννήθηκε.

«Όσο οι τουρίστες συνεχίζουν να έρχονται στο Μέτσοβο, δεν έχω καμία πρόθεση να επιστρέψω στην Αθήνα» λέει ο ιδιοκτήτης, που επικεντρώνεται τώρα να οργανώσει τις καρέκλες και τα τραπέζια στον εξωτερικό χώρο. Ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος και ο Αποστόλης ξέρει ότι πρέπει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους για να προσελκύσει την πελατεία του. Σήμερα έχει προσλάβει έναν βετεράνο Έλληνα τραγουδιστή με λευκά μαλλιά και μια πειρατική ζώνη ο οποίος υπόσχεται να αναβιώσει τους Doors. Το μαγαζί είναι ήδη γεμάτο πολύ πριν ξεκινήσει η εκδήλωση. Μόλις ο ήλιος δύει, τα πρώτα ακόρντα του «Light My Fire» αντηχούν σε μια απομακρυσμένη βαλκανική κοιλάδα.

Μετάφραση: Ευγενία Ντάσιου

Ο Karlos Zurutuza (Σεν Σεμπαστιάν, 1971) είναι ανεξάρτητος (freelance) Ισπανός (Βάσκος) δημοσιογράφος που ειδικεύεται σε εμπόλεμες ζώνες συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Έχει πτυχίο Αγγλικής Φιλολογίας από την UPV / EHU (University of the Basque Country) συνεργάζεται με διεθνή αναγνωρισμένα ΜΜΕ για περισσότερα από 15 χρόνια. Συνεργάζεται τακτικά με την GARA, το Al Jazeera, το Middle East Eye, το Deutsche Welle και το Jot Down. Έργο του έχει επίσης δημοσιευθεί σε 5W, Vicenews, Haaretz, The Guardian, Politico, The Diplomat, The Monocle, The New Internationalist και σε άλλα μέσα, κρατικά και ξένα. Το 2009 έλαβε το Βραβείο Διεθνούς Δημοσιογραφίας Nawab Bugti2 για την επιτόπια εργασία του για τον λαό Baluche στο Ιράν, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, καθώς και το βραβείο Rikardo Arregi και Argia Saria (και τα δύο το 2012) για την κάλυψη της σύγκρουσης στη Λιβύη το 2011 για την εφημερίδα Berria.

Το 2016 έλαβε την υποτροφία Photographic Social Vision για ερευνητική δημοσιογραφία μαζί με τον φωτορεπόρτερ Ricardo García Vilanova για να εξετάσει το φαινόμενο της μετανάστευσης στο έδαφος της Λιβύης και το 2019 ήταν φιναλίστ για το Prix Plumes Libres για το καλύτερο διεθνές άρθρο.

Ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος, εργάζεται την τελευταία δεκαετία σε εμπόλεμες ζώνες συγκρούσεων –από το Καυκάσιο έως τη Δυτική Σαχάρα και το Ανατολικό Βαλουχιστάν– περνώντας ανάμεσα από χώρες όπως η Λιβύη, η Συρία, το Ιράκ, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν.

Έχει αφιερώσει τη βραβευμένη δημοσιογραφική του καριέρα του στην καταγραφή των ζωών των λαών που τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης συχνά παραμελούν εντελώς.

Η Ευγενία Ντάσιου είναι γλωσσολόγος, βλαχικής καταγωγής, και ασχολείται με την καταγραφή, διάδοση και διάσωση επαπειλούμενων γλωσσών.

πηγή: www.lifo.gr



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.