Το κλείσιμο της αλυσίδας βιβλιοπωλείων του Γιώργου και της Αλέκας Παπασωτηρίου προξένησε ένα σοκ στους βιβλιόφιλους. Αλλά δεν ήταν τα μόνα βιβλιοπωλεία που έκλεισαν αυτά τα χρόνια. Όμως πίσω από αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα για την αγορά του βιβλίου βρίσκονται παθογένειες ετών, ανεπίλυτα προβλήματα αλλά και αδυναμίες του κλάδου να προασπίσει τα συμφέροντα του. Η απάντηση στο γιατί κλείνουν τα βιβλιοπωλεία θα μπορούσε να είναι απλή: γιατί δεν πάνε καλά οικονομικά ή δεν πουλάνε τόσα βιβλία όσα απαιτούνται για να είναι κερδοφόρες επιχειρήσεις.
Είχε προϋπάρξει μέσα στα χρόνια της κρίσης το κλείσιμο της αλυσίδας Ελευθερουδάκη, της αλυσίδας Φλωράς όπως και το κλείσιμο των ιστορικών βιβλιοπωλείων Ραγιάς στη Θεσσαλονίκη και Εστίας στην Αθήνα. Μια λογική απάντηση είναι το ότι φταίει η κρίση. Όμως όπως σημειώνουν πολλοί παράγοντες της αγοράς τα αρνητικά σημάδια προϋπήρχαν. Ο Θανάσης Ψυχογιός των ομώνυμων εκδόσεων τονίζει ότι τα σημεία που έπρεπε να προβληματίσουν την αγορά ήταν «η υπερπαραγωγή τίτλων χωρίς την παράλληλη αύξηση του αναγνωστικού κοινού. Από την άλλη πολλοί θεωρούσαν , τότε, εύκολο να ανοίξουν ένα βιβλιοπωλείο αφού στηρίζονταν στις πιστώσεις που έδιναν αφειδώς οι εκδότες. Όμως δεν ήσαν οικονομικά αυτοδύναμοι. Το ίδιο συνέβη και με τις αλυσίδες βιβλιοπωλείων , έκαναν υπέρμετρα ανοίγματα με πολλά υποκαταστήματα, που όπως απεδείχθη δεν μπορούσαν να υπάρξουν ως αυθύπαρκτες μονάδες». Μαζί με την κρίση ήρθε και η κατάργηση της Ενιαίας Τιμής του Βιβλίου που προστάτευε κυρίως τα μικρά βιβλιοπωλεία. «Τότε ξέσπασε ένα πόλεμος τιμών , ανταγωνιστικός ως προς τη μείωσή τους. Αυτό σήμαινε βεβαίως μικρή κερδοφορία» και όπως επισημαίνει ο Θ. Ψυχογιός «δεν μπορούσαν να επιζήσουν όλοι σε ένα τόσο σκληρό περιβάλλον».
Ο Κώστας Παπαδόπουλος των εκδόσεων Ταξιδευτής σημειώνει ότι ένα άλλο δεδομένο που προϋπήρχε της κρίσης και αλλοίωσε την αγορά είναι η οδηγία του υπουργείου Οικονομικών να θεωρείται το απόθεμα σε τίτλους ως κεφάλαιο. «Αυτό οδήγησε τους εκδότες στα περίφημα παζάρια, σε μια προσπάθεια να ξεστοκάρουν για να φορολογηθούν λιγότερο. Τα παζάρια έδωσαν στο κοινό φτηνό βιβλίο. Οδηγώντας όμως τους αναγνώστες προς τα φτηνά βιβλία στην ουσία τους απέτρεψαν από το να αγοράσουν τις καινούργιες εκδόσεις. Ό,τι κέρδιζαν από το ένα χέρι το έχαναν πολλαπλάσια από το άλλο». Μια άλλη δυσαρμονία της αγοράς σημειώνει ο Κώστας Παπαδόπουλος ήταν το μεγάλο ποσοστό έκπτωσης που επέβαλλαν οι αλυσίδες. «Παραδοσιακά το βιβλίο πωλείτο από τον εκδότη προς το βιβλιοπωλείο με έκπτωση 35%, όταν το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 40, 45 και 50% ήταν επόμενο ο εκδότης να αυξήσει πλασματικά την τιμή και τελικά την αύξηση αυτή να την πληρώσει ο αγοραστής».
Ποια είναι η επίπτωση από το κλείσιμο μιας μεγάλης αλυσίδας όπως ο Παπασωτηρίου. «Όταν κλείνει ένα βιβλιοπωλείο οι αναγνώστες γίνονται φτωχότεροι», λέει ο Θ. Ψυχογιός, «γιατί τα βιβλιοπωλεία είναι εστίες πολιτισμού. Θα προτείνουν βιβλία, θα κάνουν εκδηλώσεις, θα φέρουν σε επαφή τους αναγνώστες με τους συγγραφείς κ.ά. Επίσης μειώνονται τα σημεία πώλησης. Ο εκδότης έχει ανάγκη από όσο δυνατόν περισσότερα σημεία πώλησης για να προβάλλει το πολιτιστικό προϊόν του- το βιβλίο. Οι μικρές μονάδες κινδυνεύουν να εξαφανιστούν από την πίεση ολιγοπωλιακών ή και μονοπωλιακών καταστάσεων. Τι σημαίνει αυτό: το ολιγοπώλιο θα καθορίζει τις τιμές και το περιεχόμενο των βιβλίων που θα βάζει στα ράφια του. Τα μικρά βιβλιοπωλεία της περιφέρειας δεν θα μπορούν να πουλάνε τόσα βιβλία όσα χρειάζονται για να παραμένουν ανεξάρτητα».
Ο Κώστας Παπαδόπουλος έχοντας για χρόνια θητεύσει σε βιβλιοπωλεία πριν γίνει εκδότης αναφέρει ότι «ένα μικρό βιβλιοπωλείο για να μπορεί να επιβιώσει χρειάζεται να έχει ένα λειτουργικό κόστος κάτω από το 15% του τζίρου του κάτι δύσκολο με τις υψηλές εισφορές στον ΟΑΕΕ, τα νοίκια και τα άλλα λειτουργικά έξοδα. Η ακύρωση της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου λόγω της τυφλής υποταγής στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και τις επιταγές του προηγούμενου μνημονίου καθιστά τα μικρά βιβλιοπωλεία ευάλωτα στον ανταγωνισμό. Αλλά και ο μικρός εκδότης θίγεται άμεσα από το κλείσιμο μιας αλυσίδας βιβλιοπωλείων. Αν υποθέσουμε ότι θα χάσει 30.000 ευρώ αυτό ισοδυναμεί περίπου με το κόστος παραγωγής 15 βιβλίων, δηλαδή χάνει μια ολόκληρη χρονιά».
Γιατί όμως συνέβησαν όλα αυτά, γιατί οι εκδότες δεν είδαν τα σημάδια , δεν προετοίμασαν την άμυνα τους; Ο Θ. Ψυχογιός εκτιμά ότι «είμαστε πολλές μικρές μονάδες και σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σε άλλους χώρους (τράπεζες, βιομηχανίες, σούπερμαρκετ κ.λπ) ποτέ δεν συζητήθηκε η συνένωση και η συνέργεια δυνάμεων. Υπάρχουν επιχειρήσεις που στέκονται σε πήλινα πόδια και δεν ενδιαφέρονται για την επόμενη ημέρα».
Μια σχετική παθογένεια είναι και η πολυδιάσπαση του επαγγελματικού συνδικαλιστικού χώρου του βιβλίου. Ακόμα διατηρούνται μικρές ενώσεις που τα μέλη τους δεν φτάνουν καν στη δεκάδα, Ομοσπονδίες δημιουργούνται και αυτοδιαλύονται σιωπηρά, προσωπικές φιλοδοξίες και ιδεολογήματα άλλων εποχών κρατούν τον χώρο διασπασμένο. Το κυριότερο : οι περισσότεροι ομνύουν στην ενότητα αλλά ελάχιστοι κάνουν βήματα προς αυτήν. Παρά την κρίση οι πολλοί νομίζουν ότι θα τα καταφέρουν μόνοι τους.
Σε μια πρόσφατη ημερίδα για το βιβλίο που έγινε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο φανερώθηκαν πολλές δυσλειτουργίες του συστήματος Ο ερευνητής Παναγιώτης Κάππος συνοψίζει την κατάσταση στο χώρο του βιβλίου ως εξής: «απαιτείται μια γενναία αλλαγή παραδείγματος στον χώρο του ελληνικού βιβλίου. Οι εμπλεκόμενοι φορείς οφείλουν να εστιάσουν στις ενέργειες εκείνες που θα μπορέσουν να βγάλουν το ελληνικό εκδοτικό οικοσύστημα από το τέλμα, ώστε να ξεκινήσει μια νέα εποχή σε υγιέστερα θεμέλια, όπου η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας, οι συνέργειες, η εξωστρέφεια, η πολυφωνία, η έρευνα, η ψηφιακή αλλαγή, ο θεσμικός εκσυγχρονισμός, η σε βάθος εθνική εκδοτική πολιτική και, εντέλει, η διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού θα αποτελούν μια απτή πραγματικότητα στην Ελλάδα του 21ου αιώνα».
*Το άρθρο αναδημοσιεύουμε από το http://www.oanagnostis.gr/
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Επένδυση 4 Ιουνίου 2016.
Εδώ δημοσιεύεται με ορισμένες επιπλέον επισημάνσεις.Οι αναδημοσιεύσεις Άρθρων Γνώμης , δεν απηχούν κατ’ ανάγκη και τις απόψεις της Ομάδας foroline-ADC.