Πότε φορολογείται η προσαύξηση της περιουσίας

0

 Τι πρέπει να κάνουν οι φορολογούμενοι όταν τους καλούν για έλεγχο. Η απόφαση του ΣτΕ και ο κίνδυνος προσαυξήσεων ως το 120% του κεφαλαίου. Τι συμβαίνει με τις μεταβιβάσεις ακινήτων.

Του φοροτεχνικού  Παναγιώτη Παντελή*

Με μια κοινή δήλωση προθέσεων μεταξύ των Οικονομικών αρχών του Ομόσπονδου κρατιδίου της Β. Ρηνανίας-Βεστφαλίας και της Ελλάδας εντατικοποιείται η συνεργασία ανταλλαγής στοιχείων στους τομείς των δημόσιων εσόδων, της αποτελεσματικής επιβολής φόρων, της διενέργειας φορολογικών ελέγχων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.

Ήταν το επόμενο βήμα μετά τη διαβίβαση των 10.000 και πλέον στοιχείων από τη φορολογική διοίκηση του κρατιδίου στο Υπουργείο Οικονομικών της Ελλάδας. Κάτι που αποτελεί συνέχεια των διάσημων πλέον λιστών Λαγκάρντ (Lagarde), εμβασμάτων εξωτερικού κτλ., όπου οι έλεγχοι συνεχίζονται εντατικά.

Τα εισοδήματα αυτά έχουν προκύψει από στοιχεία που ήρθαν από το εξωτερικό, ή από άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών στην Ελλάδα.

Οι ενδιαφερόμενοι αλλά και οι επαγγελματίες γνωρίζουν πολύ καλά ότι με την Παράγραφο 3 του άρθρου 15 του Ν. 3888 / 2010 προστέθηκε το εξής εδάφιο:

«Σε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από άγνωστη ή μη σταθερή πηγή ή αιτία, ο φορολογούμενος μπορεί να κληθεί να αποδείξει είτε την πραγματική πηγή ή αιτία προέλευσής της, είτε ότι φορολογείται από άλλες διατάξεις, είτε ότι απαλλάσσεται από τον φόρο με ειδική διάταξη, προκειμένου αυτό να μη φορολογηθεί ως εισόδημα από υπηρεσίες ελευθερίων επαγγελμάτων της χρήσης κατά την οποία επήλθε η προσαύξηση».

Στον ίδιο νόμο, το άρθρο 20 αναφέρει: «Η ισχύς των διατάξεων του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα της κυβέρνησης (30/9/2010)».

Μόνιμο, λοιπόν, σημείο προστριβής των φοροτεχνικών που χειρίζονται τέτοιες υποθέσεις με τις ελεγκτικές αρχές είναι αν θα μπορούσε να θεωρηθεί εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα η προσαύξηση περιουσίας πριν τις 30/9/2010 και να φορολογηθεί.

Υπήρξαν αρκετές αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων, που δικαίωσαν φορολογούμενους θεωρώντας ότι η ελεγκτική αρχή δεν μπορούσε να επιβάλει φόρους πριν τις 30/9/2010.

Για το θέμα αυτό και όχι μόνο, απεφάνθη το ΣτΕ (7μελές τμήμα) με την 884/2016 απόφασή του:

«Ως “εισόδημα” κατά τις διατάξεις των άρθρων 4 και 48 παρ. 3 του ΚΦΕ, νοείται και φορολογείται η πρόσοδος που παράγεται περιοδικά, από διαρκώς εκμεταλλεύσιμη πηγή, και αποτελεί το αντάλλαγμα της προσωπικής εργασίας ή τον καρπό των περιουσιακών στοιχείων του φορολογούμενου, όχι και κάθε άλλη, μη έχουσα τα παραπάνω γνωρίσματα, προσαύξηση της περιουσίας του, εκτός κι αν με ειδική διάταξη νόμου θεωρείται εισόδημα, για την υπαγωγή του στον φόρο -Ο φορολογούμενος (τεκμαίρεται ότι) γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των μεγάλων ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του και, συνεπώς, μπορεί ευχερώς και υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να υποδείξει στη φορολογική αρχή την εν λόγω αιτία ή πηγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 66 παρ. 1 περιπτ. α του ΚΦΕ και, ήδη, εκείνη του άρ. 14 παρ. 1 του ν. 4174/2013, δεδομένου, άλλωστε, ότι πρόκειται για μη ευαίσθητο ή, γενικότερα, μη χρήζον αυξημένης προστασίας προσωπικό δεδομένο, για την πρόσβαση στο οποίο, στο πλαίσιο του φορολογικού ελέγχου και της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, το κράτος διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης (πρβλ. ΕΔΔΑ 22.12.2015, G.S.B. κατά Ελβετίας, 28601/11, σκέψεις 92-93)

-Επομένως, οφείλει, κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της φορολογικής ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, πληροφοριακά στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία προδήλως δεν ανταποκρίνεται σε εκείνη που προκύπτει από τα (μη απορριφθέντα από τη φορολογική αρχή) στοιχεία των δηλώσεών του φορολογίας εισοδήματος -Και ναι μεν μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να αντιταχθεί, εν όλω ή εν μέρει, στην εκπλήρωση της ανωτέρω υποχρέωσής του, επικαλούμενος κάποιο υπέρτερο δικαίωμά του, όπως, ιδίως, το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησής του (πρβλ. ΕΔΔΑ 3.5.2001, 31827/96, J.B. κατά Ελβετίας, σκέψεις 65-71, ΕΔΔΑ 5.4.2012, 11663/04, Chambaz κατά Ελβετίας, σκέψεις 53-58 -πρβλ. επίσης ΔΕΚ 18.10.1989, 374/87, Orkem, σκέψεις 35-41), αλλά, πάντως, η άρνηση ή η παράλειψη του φορολογούμενου να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες, ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς που προβάλλει προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς του λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή (και περαιτέρω, σε περίπτωση άσκησης ένδικης προσφυγής, από το διοικητικό δικαστήριο) των αποδείξεων σε βάρος του και επιτρέπεται να οδηγήσει στη συναγωγή συμπερασμάτων προς θεμελίωση της ύπαρξης παράβασης ανακρίβειας της δήλωσής του και αντίστοιχης φοροδιαφυγής.

[…]

Ωστόσο, τούτο δεν έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή υποχρεούται να τεκμηριώσει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της, διότι μια τέτοια απαίτηση θα επέβαλε στη Διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των προαναφερόμενων θεμελιωδών αρχών (και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αντλούν από αυτές οι φορολογούμενοι) και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής, που από τη φύση της είναι συνήθως δυσχερώς εντοπίσιμη. -Συγκεκριμένα, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής επιβάλλει να μην καθιστούν οι αρχές ή οι κανόνες που διέπουν το είδος και τον βαθμό απόδειξης της ύπαρξής της αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας από τη Διοίκηση. –Τούτων έπεται ότι η τέλεση φορολογικής παράβασης, όπως η επίδικη, που συνίσταται στην παράλειψη δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος, και, περαιτέρω, η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, “τεκμήρια”), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης [πρβλ. ΣτΕ 2316/1991, ΣτΕ 2961/1980 (φορολογία εισοδήματος)».

Γίνεται, λοιπόν, σαφές, ότι η απόφαση του ΣτΕ «λύνει το πρόβλημα» της επιβολής φόρου στην προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από άγνωστη ή μη διαρκή αιτία […] (όπως αναφέρεται στη Παράγραφο 3 του άρθρου 15 του Ν. 3888 / 2010 πιο πάνω) και όχι μόνο φόρο, αλλά και προσαυξήσεις που φτάνουν μέχρι και το 120% του κεφαλαίου.

Είναι σημαντικό, λοιπόν, οι φοροτεχνικοί να δώσουν ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο που διενεργείται ο έλεγχος. Αποφάσεις ή γνωμοδοτήσεις του Υπουργείου Οικονομικών δίνουν τη δυνατότητα στον φοροτεχνικό να καλύψει μερικώς ή συνολικά αυτού του είδους τις καταθέσεις.

Το τραπεζικό υπόλοιπο που καταγράφεται στις 31/12/1999 είναι ένας τρόπος. Σε συνδυασμό και με τηνανάλωση κεφαλαίου των επόμενων χρήσεων θα μπορούσε να καλύψει τα εμβάσματα στο εξωτερικό.

Η ΠΟΛ 1228/ 2014 δίνει μία επιπλέον βοήθεια. Στην έννοια των χρηματικών ποσών περιλαμβάνονται εκτός από τις καταθέσεις και τα επενδυτικά προϊόντα γενικά (ομόλογα, μετοχές, repos, αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ.), για τα οποία προκύπτει από σχετικά αποδεικτικά στοιχεία ότι ήταν διαθέσιμα στο τέλος του έτους 1999 και εκποιήθηκαν-ρευστοποιήθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της μεταφοράς χρηματικού ποσού στο εξωτερικό με έμβασμα.

Άλλωστε, είναι μια καθαρά λογιστική απεικόνιση υπολοίπων λογαριασμών, που ξεκινά 31/12/1999 και μεταφέρεται χρήση με χρήση μέχρι τη μεταφορά του εμβάσματος στο εξωτερικό.

Ιδιαίτερη σημασία έχει ο χρόνος προσέλευσης των στοιχείων στη φορολογική αρχή. Οι χρόνοι που δίδονται στον φορολογούμενο ώστε να μπορέσει να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα στοιχεία είναι ελάχιστοι. Σε αρκετές περιπτώσεις οι φορολογούμενοι σε συνεργασία με τους φοροτεχνικούς έχουν στείλει εξώδικα, εκτός από την κατάθεση των αιτήσεων και έχουν ζητήσει στοιχεία, κάτι το οποία αποτελεί στοιχείο, τόσο στη ΔΕΔ, αλλά και σε τυχόν προσφυγή στα Διοικητικά Δικαστήρια. Άλλωστε, είναι γνωστό σε όλους, ότι οι τράπεζες (όσες έχουν απομείνει) όχι μόνο καθυστερούν, αλλά και ζητούν υπερβολικές αμοιβές για την ανεύρεση και επικύρωση των συγκεκριμένων στοιχείων.

Πολλά ποσά της προσαύξησης προέρχονται από τη μεταβίβαση ακινήτων, όπου εκεί συνήθως η μεταβίβαση γινόταν στην αντικειμενική αξία, ενώ το τίμημα ήταν μεγαλύτερο και εδώ έχει δοθεί λύση από τις γνωμοδοτήσεις του Υπουργείου με το συμπληρωματικό συμβόλαιο και μάλιστα με την πληρωμή φόρου με τον τρέχοντα συντελεστή φορολογίας.

Είναι μερικά από τα θέματα που το φοροτεχνικό μας γραφείο έχει αντιμετωπίσει με επιτυχία, απαλλάσσοντας τους φορολογούμενους από υψηλότατους φόρους.

*O κ. Παναγιώτης Παντελής είναι ο ιδρυτής του λογιστικού – φοροτεχνικού γραφείου Παντελής Παν. και Συνεργάτες.

 

Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.