Με έναν Τομ Χανκς σε μεγάλη φόρμα, ο Κλιντ Ιστγουντ επιστρέφει σε μια πραγματική ιστορία του 2009 και υμνεί τον κυβερνήτηΤσέσλι «Sully» Σαλενμπέργκερ, ο οποίος έσωσε 155 ανθρώπους κατεβάζοντας το αεροσκάφος του στον ποταμό Χάντσον
«Sully» (ΗΠΑ, 2015)
Περιχαρακωμένος στη στεγανή, τετράγωνη λογική του, με μια σχεδόν εκνευριστική ηρεμία και μια ατσαλένια αυτοπεποίθηση, ο πιλότος Τσέσλι «Σάλι» Σαλενμπέργκερ που υποδύεται ο Τομ Χανκς στην τελευταία ταινία του Κλιντ Ιστγουντ «Sully» (ΗΠΑ, 2015), είναι κυριολεκτικά η ψυχή και το σώμα της· ο κύριος λόγος για τον οποίο αξίζει κανείς να τη δει (μια υποψηφιότητα για Οσκαρ είναι πολύ πιθανή). Με τη λευκή κόμη και το παλιομοδίτικο μουστάκι, το σιωπηλό πείσμα και το σταθερό βλέμμα του ανθρώπου που δεν φοβάται να κοιτάξει τον άλλο στα μάτια, ο Χανκς έχει κάτι από την εικόνα του Σπένσερ Τρέισι ενώ προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι στα μέλη της επιτροπής του Συμβουλίου Ασφαλείας Εθνικών Μεταφορών. Η επιτροπή εξετάζει αν ο Σαλενμπέργκερ έπρεπε ή όχι να πάρει το ρίσκο και να προσθαλασσώσει το νεκρό από κινητήρες (δύο) αεροσκάφος της US Airlines στον ποταμό Χάντσον αντί να αποπειραθεί να πετάξει ως το αεροδρόμιο Λαγκουάρντια της Νέας Υόρκης και να το προσγειώσει εκεί (το περιστατικό είναι αληθινό και συνέβη τον Ιανουάριο του 2009).
Η ειρωνεία είναι πως το γεγονός ότι ο Σαλενμπέργκερ κατάφερε να σώσει όλες τις ανθρώπινες ψυχές μέσα στο αεροσκάφος του (155 – επιβάτες και πλήρωμα) σχεδόν ξεχνιέται, αφού φυσικά υπάρχει ο παράγων χρήμα με τις δαγκάνες των ασφαλιστικών εταιρειών καλά ακονισμένες.
Μοιρασμένη σε δύο χρόνους, την ημέρα της πτώσης και τις ημέρες των ερευνών της επιτροπής, η ταινία κυλά με μια αξιοθαύμαστη ηρεμία που εν τέλει μπορεί να γίνει ακόμη και… συναρπαστική. Η σκηνή της πτώσης του αεροπλάνου είναι υπόδειγμα ακριβείας.
Ωστόσο ο Ιστγουντ, εδώ, υμνεί τη σημασία της αποφασιστικότητας, μιλάει για τη δυσκολία τού να μπορείς να πάρεις τη σωστή απόφαση μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων από τα οποία κρίνονται ανθρώπινες ζωές. Είναι λογική η επισήμανση του Σαλενμπέργκερ που λέει ότι παρά τα εκατομμύρια επιβατών τα οποία έχει μεταφέρει σώα σε χιλιάδες ωρών πτήσης, εν τέλει θα τον θυμούνται για 208 δευτερόλεπτα.
Και όλα αυτά όχι επειδή θέλησε να κάνει τον ήρωα αλλά επειδή δεν σταμάτησε δευτερόλεπτο να σκέφτεται πώς θα αντιμετωπίσει ένα τεράστιο εμπόδιο στην ίδια την εργασία του. Για μία ακόμη φορά ο Ιστγουντ απομυθοποιεί την έννοια του ήρωα (το συνηθίζει άλλωστε, από τους «Ασυγχώρητους» και μετά) και προσκυνά τον καθημερινό άνθρωπο που πολύ απλά ξέρει να κάνει καλά τη δουλειά του. Βαθμολογία: 3
«Hands of stone: Μαζί ως την κορυφή» (ΗΠΑ, 2016)
Αληθινή ιστορία και στο «Hands of stone: Μαζί ως την κορυφή» (ΗΠΑ, 2016) τουΤζόναθαν Γιακούμποβιτς, η πορεία του πυγμάχου από τον Παναμά Ρομπέρτο Ντουράν(Εντγκαρ Ραμίρεζ) με έμφαση στη σχέση του με τον θρυλικό προπονητή Ρέι Αρσέλ(Ρόμπερτ Ντε Νίρο). Το ενδιαφέρον εδώ είναι ο εκρηκτικός σε σημείο αυτοκαταστροφής χαρακτήρας του Ντουράν. Ενα πεινασμένο αλάνι με όλη τη σημασία της λέξης που μεγάλωσε κλέβοντας μάνγκο, χωρίς πατέρα (είχε εγκαταλείψει το σπίτι του) και με μίσος για την Αμερική. Το παρελθόν του ορίζει το παρόν του αλλά δεν μπορεί να το ξεπεράσει. Με μότο τη στρατηγική που οφείλει να υιοθετείται από την τεχνική, ο Αρσέλ προσπάθησε να τον τιθασεύσει και εν μέρει τα κατάφερε, αν και ο Ντουράν φαίνεται ότι ήταν πάντα ένας άξεστος που προκαλούσε τους αντιπάλους του (όπως ο Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ) κάνοντας σεξιστικά σχόλια για τις γυναίκες τους. Ηταν όμως ένας θαυμάσιος μαχητής μέσα στο ρινγκ και αυτό ήταν που ο Αρσέλ εκτιμούσε. Μακιγιαρισμένος έτσι ώστε να δείχνει γερασμένο λιοντάρι που όμως μπορεί ακόμη να δαγκώσει, ο Ντε Νίρο δεν κάνει τις γνωστές ενοχλητικές μούτες του, γι’ αυτό και ο ρόλος του ξεχωρίζει (δεν αποκλείεται μια υποψηφιότητά του στα Οσκαρ Β’ ρόλου). Ο Ραμίρεζ είναι ένα ασυγκράτητο αγρίμι όπως ακριβώς και ο πυγμάχος που υποδύεται. Βαθμολογία: 2 ½
Αληθινή ιστορία και στο «Hands of stone: Μαζί ως την κορυφή» (ΗΠΑ, 2016) τουΤζόναθαν Γιακούμποβιτς, η πορεία του πυγμάχου από τον Παναμά Ρομπέρτο Ντουράν(Εντγκαρ Ραμίρεζ) με έμφαση στη σχέση του με τον θρυλικό προπονητή Ρέι Αρσέλ(Ρόμπερτ Ντε Νίρο). Το ενδιαφέρον εδώ είναι ο εκρηκτικός σε σημείο αυτοκαταστροφής χαρακτήρας του Ντουράν. Ενα πεινασμένο αλάνι με όλη τη σημασία της λέξης που μεγάλωσε κλέβοντας μάνγκο, χωρίς πατέρα (είχε εγκαταλείψει το σπίτι του) και με μίσος για την Αμερική. Το παρελθόν του ορίζει το παρόν του αλλά δεν μπορεί να το ξεπεράσει. Με μότο τη στρατηγική που οφείλει να υιοθετείται από την τεχνική, ο Αρσέλ προσπάθησε να τον τιθασεύσει και εν μέρει τα κατάφερε, αν και ο Ντουράν φαίνεται ότι ήταν πάντα ένας άξεστος που προκαλούσε τους αντιπάλους του (όπως ο Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ) κάνοντας σεξιστικά σχόλια για τις γυναίκες τους. Ηταν όμως ένας θαυμάσιος μαχητής μέσα στο ρινγκ και αυτό ήταν που ο Αρσέλ εκτιμούσε. Μακιγιαρισμένος έτσι ώστε να δείχνει γερασμένο λιοντάρι που όμως μπορεί ακόμη να δαγκώσει, ο Ντε Νίρο δεν κάνει τις γνωστές ενοχλητικές μούτες του, γι’ αυτό και ο ρόλος του ξεχωρίζει (δεν αποκλείεται μια υποψηφιότητά του στα Οσκαρ Β’ ρόλου). Ο Ραμίρεζ είναι ένα ασυγκράτητο αγρίμι όπως ακριβώς και ο πυγμάχος που υποδύεται. Βαθμολογία: 2 ½
«Μπεν Χουρ»
Θρυλική ρωμαιοθρησκευτική «χλαμύδα» της δεκαετίας του 1950 με τις δάφνες των 11 Οσκαρ στις 12 υποψηφιότητες, ο «Μπεν Χουρ» μεταφέρθηκε ξανά στον κινηματογράφο από τον Τιμούρ Μπεκμαμπέντοφ αν και προσωπικά αδυνατώ να βρω τον λόγο. Ως παραγωγή η ταινία είναι πολύ «φτωχή», χωρίς κάποιο πραγματικά γοητευτικό στοιχείο πάνω της. Σίγουρα δεν έχει ηθοποιό για έναν ρόλο τέτοιου μεγέθους – όχι ότι ο Τσάρλτον Ιστον ήταν κανένας σπουδαίος ηθοποιός, είχε όμως εκτόπισμα. Ο Τζακ Χιούστον πολύ απλά δεν ταιριάζει για τον ρόλο του πλούσιου Εβραίου ο οποίος εξαιτίας μιας θανάσιμης παρεξήγησης θα γίνει δούλος των Ρωμαίων, θα περάσει σκληρή δοκιμασία ως κωπηλάτης πολεμικού πλοίου και εν τέλει θα μονομαχήσει με τον ρωμαίο πρώην φίλο του, τον Μεσάλα (Τόμπι Κεμπέλ). Αυτό θα γίνει στη σκηνή της αρματοδρομίας, η οποία, παρά τον ψηφιακό καταιγισμό της νέας ταινίας, δεν φτάνει ούτε την παρανυχίδα του «Μπεν Χουρ» του Γουάιλερ. Ασε που έχει κραυγαλέα λάθη. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το άρμα σέρνει τον Μπεν Χουρ στο έδαφος και όταν τον ξαναβλέπουμε όρθιο ούτε κλωστή δεν έχει ξηλωθεί από το ρούχο του! (Προβάλλεται σε 2D και 3D). Βαθμολογία: 1 ½
Θρυλική ρωμαιοθρησκευτική «χλαμύδα» της δεκαετίας του 1950 με τις δάφνες των 11 Οσκαρ στις 12 υποψηφιότητες, ο «Μπεν Χουρ» μεταφέρθηκε ξανά στον κινηματογράφο από τον Τιμούρ Μπεκμαμπέντοφ αν και προσωπικά αδυνατώ να βρω τον λόγο. Ως παραγωγή η ταινία είναι πολύ «φτωχή», χωρίς κάποιο πραγματικά γοητευτικό στοιχείο πάνω της. Σίγουρα δεν έχει ηθοποιό για έναν ρόλο τέτοιου μεγέθους – όχι ότι ο Τσάρλτον Ιστον ήταν κανένας σπουδαίος ηθοποιός, είχε όμως εκτόπισμα. Ο Τζακ Χιούστον πολύ απλά δεν ταιριάζει για τον ρόλο του πλούσιου Εβραίου ο οποίος εξαιτίας μιας θανάσιμης παρεξήγησης θα γίνει δούλος των Ρωμαίων, θα περάσει σκληρή δοκιμασία ως κωπηλάτης πολεμικού πλοίου και εν τέλει θα μονομαχήσει με τον ρωμαίο πρώην φίλο του, τον Μεσάλα (Τόμπι Κεμπέλ). Αυτό θα γίνει στη σκηνή της αρματοδρομίας, η οποία, παρά τον ψηφιακό καταιγισμό της νέας ταινίας, δεν φτάνει ούτε την παρανυχίδα του «Μπεν Χουρ» του Γουάιλερ. Ασε που έχει κραυγαλέα λάθη. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το άρμα σέρνει τον Μπεν Χουρ στο έδαφος και όταν τον ξαναβλέπουμε όρθιο ούτε κλωστή δεν έχει ξηλωθεί από το ρούχο του! (Προβάλλεται σε 2D και 3D). Βαθμολογία: 1 ½
ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
*«Ολα όσα μάθαμε μαζί» («The violin teacher», Βραζιλία, 2015) του Σέρτζιο Μασάντο. Εχοντας αποτύχει να περάσει στη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Σάο Πάολο, ένας ταλαντούχος βιολιστής (Λάζαρο Ράμος) πιάνει δουλειά σε υποβαθμισμένο σχολείο στις φαβέλες της ίδιας πόλης και προσπαθεί να μεταδώσει τη μαγεία της μουσικής στους μαθητές του. Ευπρεπές δράμα που ακολουθεί τη γνωστή συνταγή της σχέσης μαθητών – δασκάλου που έχουμε δει με πάμπολλες παραλλαγές σε πάμπολλες ταινίες. Βαθμολογία: 2
*«Τα χρυσά μας χρόνια» («Trois Souvenirs de Ma Jeunesse», Γαλλία, 2016) του Αρνό Ντεπλεσέν. Η ιστορία του Πολ που πέρασε επεισοδιακά εφηβικά χρόνια και τώρα που έχει μεγαλώσει (Ματιέ Αμαλρίκ) νιώθει τα θραύσματα μνήμης να τον στοιχειώνουν: ξεσπάσματα μιας νευρωτικής μητέρας, ξύλο στους δρόμους, η βίαιη συμπεριφορά του αδελφού του, η κατάθλιψη του πατέρα του, οι σπουδές στο Παρίσι, ένα κρίσιμο για το μέλλον του ταξίδι στη Ρωσία, αλλά και μια κοπέλα που ήταν για εκείνον το κέντρο του κόσμου. ΟΚεντίν Ντολμέρ υποδύεται τον Πολ σε εφηβική ηλικία. Βαθμολογία: –
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ
«Ο κλέψας του κλέψαντος» («I soliti ignoti, Ιταλία», 1958)
Οι περιπέτειες μιας παρέας ιταλών μικροαπατεώνων που προσπαθούν χρόνια να πετύχουν τη μεγάλη δουλειά αλλά εκείνη δεν τους… κάθεται. Ευρηματική, πανέξυπνη, απολαυστική κωμωδία του Μάριο Μονιτσέλι, γυρισμένη στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν ο ιταλικός κινηματογράφος γνώριζε μοναδική δόξα (και όταν την έχασε δεν την ξαναβρήκε ποτέ). Την παρέα συνθέτουν εκλεκτοί ηθοποιοί, όπως ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ο Βιτόριο Γκάσμαν, ο Τοτό, ο Βάλτερ Κιάρι και ο Ρενάτο Σαλβατόρι, ενώ η θεσπέσια Κλαούντια Καρντινάλε, που τότε πρωτοξεκινούσε, είναι η ελκυστική θηλυκή νότα της ιστορίας. Βαθμολογία: 3
«Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» («Mourning becomes Electra», ΗΠΑ, 1947)
Κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου θεατρικού έργου του Ευγένιου Ο’ Νιλ, που φέρει πολλά στοιχεία από τις αρχαίες τραγωδίες «Ηλέκτρα» και «Ορέστεια» προσαρμοσμένα σε μια απίστευτη οικογενειακή τραγωδία που εκτυλίσσεται στην Αμερική μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Η ταινία σκηνοθετήθηκε από τον σεναριογράφο Ντάντλεϊ Νίκολς και έμεινε στην Ιστορία ως μία από τις πιο επεισοδιακές προσαρμογές θεατρικών έργων στο σινεμά. Η διάρκειά της υπερέβη τις τρεις ώρες, όμως η αποτυχία της δεν μπόρεσε να καλύψει το ύψος των εξόδων και έτσι το στούντιο RKO αντιμετώπισε τη χρεοκοπία.Το λαμπρό καστ της περιλαμβάνει τη Ρόζαλιντ Ράσελ, τον Μάικλ Ρεντγκρέιβ, τον Κερκ Ντάγκλας νεότατο και βέβαια την Κατίνα Παξινού που εκείνη την εποχή έκανε καριέρα στο Χόλιγουντ.Βαθμολογία: 2
ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα προβάλλεται η ταινία «Potop Redivivus: Η πλημμύρα» (Potop Redivibus, Πολωνία, 1973) μέσω της οποίας ο Γέρζι Χόφμαν μετέφερε τις σελίδες του ιστορικού μυθιστορήματος που έγραψε ο νομπελίστας πολωνός συγγραφέαςΧένρικ Σιένκεβιτς (1846-1916). Η «Πλημμύρα» είναι μέρος μιας τριλογίας με πρώτο το πιο γνωστό «Διά πυρός και σιδήρου» και τελευταίο το «Παν Μιχαήλ Βολοντιγιόφσκι». Το έργο είναι εμπνευσμένο από τα βάσανα του πολωνικού λαού κατά τη διάρκεια του πολέμου ανάμεσα στους προτεστάντες Σουηδούς και στην Καθολική Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία. Σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα, ο τίτλος «Πλημμύρα» (ή «Κατακλυσμός») παραπέμπει στη μάζα των ανθρώπων που προσπαθούσαν να σταματήσουν τη σουηδική εισβολή. Πρωταγωνιστεί ο μεγάλος σταρ του πολωνικού κινηματογράφου Ντανιέλ Ολμπρισκί. Βαθμολογία: –
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη,- χωρίς άποψη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός Κινηματογράφου στο http://www.tovima.gr/