Τη δεκαετία του ’50, μια ομάδα από το Αμβούργο είχε μια ιδέα: να εξελίξει τον μέχρι τότε γνωστό τύπο του ανοιχτού γραφείου όπου ο καθένας δούλευε στο «κουβούκλιό του». Και έτσι, γεννήθηκε αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως «ανοιχτού τύπου γραφείο», η αλλιώς open plan office: ένας μεγάλος, ανοιχτός χώρος γεμάτος γραφεία, για «να συνεργάζονται και να αλληλεπιδρούν» οι εργαζόμενοι. Το κόστος για τις επιχειρήσεις έπεσε, αλλά η συνεργασία και η δημιουργικότητα, μάλλον δεν ευνοήθηκαν ιδιαίτερα. Αντίθετα, δεκάδες μελέτες εμφανίζουν στρεσαρισμένους εργαζόμενους να ψάχνουν απεγνωσμένα λίγη ιδιωτικότητα για να συγκεντρωθούν. Όσο για την εργασία από το σπίτι, παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας, παραμένει κάτι μακρινό, σε έναν χώρο εργασίας όπου ο εργαζόμενος, συχνά, θεωρείται «ανάξιος εμπιστοσύνης».
Κοιτάζοντας τις αλλαγές στον σχεδιασμό των γραφείων τα τελευταία 30 χρόνια, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι εργαζόμενοι αισθάνονται σαν πειραματόζωα σε ένα γιγαντιαίο εν εξελίξει πείραμα. Το σχόλιο είναι της Λίμπι Σάντερ. Καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Bond της Αυστραλίας, διευθύντρια του «Future of Work Project» και συγγραφέας, μελετά συστηματικά το ζήτημα των συνθηκών εργασίας, και μου μιλά για τα ευρήματα της μελέτης της.
Επί δεκαετίες, γράφει στην ιστοσελίδα The Conversation, το γραφείο μετατρέπεται από ιδιωτικό, σε ανοιχτό χώρο, και τελευταία, και χωρίς γραφεία. Η αλλαγή αυτή αποδίδεται σε δύο λόγους: την πίεση να μειωθεί το κόστος , και την ώθηση να αυξηθεί η συνεργασία μεταξύ των υπαλλήλων. Ο πρώτος στόχος φαίνεται ότι έχει επιτευχθεί. Αλλά η υπόσχεση για αυξημένη συνεργασία σε αυτούς τους χώρους, μάλλον διαψεύστηκε. Έρευνα σε 42.000 υπαλλήλους έδειξε ότι τα ανοιχτά γραφεία δεν αύξησαν την αλληλεπίδραση.
Πρόσφατη μελέτη από το Oxford Economics αποκάλυψε ότι οι συνέπειες του ανοιχτού γραφείου είναι πολύ σοβαρότερες από όσο συνειδητοποιούν οι διοικήσεις των επιχειρήσεων. Διαπιστώθηκε ότι τόσο η παραγωγικότητα όσο και η «ηρεμία του μυαλού» των εργαζόμενων υποφέρουν στον ανοιχτό χώρο. Αλλά, η ίδια μελέτη έδειξε επίσης ότι παρά τη σταδιακή συνειδητοποίηση των συνεπειών, ελάχιστες εταιρίες αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά το πρόβλημα.
Οι συνέπειες στους εργαζόμενους
Ενιαίος χώρος εργασίας. Πληκτρολόγια ακούγονται. Σταθερά τηλέφωνα χτυπούν. Κινητά τηλέφωνα χτυπούν. Συνεννοήσεις για το αν θα είναι ανοιχτός, και πόσο, ο κλιματισμός, το παράθυρο, το φως. Άνθρωποι κυκλοφορούν στους διαδρόμους ψάχνοντας μια γωνιά για να κάνουν μια ιδιωτική τηλεφωνική συνομιλία. Συνήθως την έχει προλάβει άλλος. Ίσως επειδή οι ήσυχες γωνιές, είναι τόσο λίγες.
Οι αρνητικές συνέπειες των ανοιχτών γραφείων στους εργαζόμενους έχουν καταγραφεί με μεγάλη επάρκεια. Πολλές έρευνες δείχνουν ότι οι χώροι αυτοί είναι πιο θορυβώδεις. Οι εργαζόμενοι έχουν δυσκολία να συγκεντρωθούν, και είναι αδύνατο να κάνουν ιδιωτικές συζητήσεις. Τα δύο βασικά προβλήματα είναι ακριβώς αυτά: η έλλειψη ιδιωτικότητας και ο θόρυβος.
Τεστ για τα επίπεδα κορτιζόλης σε εργαζόμενους έχουν δείξει ότι τα επίπεδα στρες μειώνονται στο μισό σε ήσυχους, ιδιωτικούς χώρους σε σχέση με τους θορυβώδεις ανοιχτούς χώρους.
Τον Ιούνιο του ΄97, έγραφε το 2014 το αμερικανικό περιοδικό New Yorker, ψυχολόγοι μελέτησαν την επίδραση της μετάβασης από κλειστά σε ανοιχτού τύπου γραφεία, σε μια πετρελαϊκή εταιρία στον Καναδά. Σε όλες τις μετρήσεις, για κάθε δείκτη, φάνηκε ότι οι εργαζόμενοι υπέφεραν. Ο νέος χώρος είχε περισπασμούς, προκαλούσε στρες, και, αντί να νιώθουν πιο κοντά, οι συνάδελφοι ένιωθαν μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους, μη ικανοποιημένοι, έως και αισθήματα απέχθειας. Η παραγωγικότητα έπεσε.
Το 2011, ο ψυχολόγος της οργάνωσης Μάθιου Ντέιβις μελέτησε εκατοντάδες έρευνες για τον εργασιακό χώρο. Ανακάλυψε ότι, τα ανοιχτά γραφεία, παρότι δημιουργούσαν μια συμβολική αίσθηση «συλλογικής αποστολής» κάνοντας τους εργαζόμενους να αισθάνονται μέρος μιας καινοτόμας επιχείρησης, ήταν καταστροφικά για την προσοχή, την παραγωγικότητα, τη δημιουργική σκέψη και την ικανοποίηση των εργαζόμενων.
Αλλά και άλλη μελέτη στη Δανία, σε 2.400 εργαζόμενους, από τον Γιαν Πίτερσεν και την ομάδα του, έδειξε ότι όσο αυξάνεται ο αριθμός των εργαζόμενων σε έναν χώρο, τόσο αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων που παίρνουν αναρρωτική άδεια: 50% πάνω σε γραφείο των δύο ατόμων, σε σχέση με το ιδιωτικό γραφείο, 62% περισσότερο στο ανοιχτό γραφείο.
Ο θόρυβος και το στρες
Και το πιο σημαντικό πρόβλημα του ανοιχτού γραφείου, ο θόρυβος. Σε εργαστηριακά πειράματα, ο θόρυβος έχει επανειλημμένα συνδεθεί με μειωμένη γνωστική απόδοση. Ο θόρυβος του γραφείου αδυνατίζει την ικανότητα του εργαζόμενου να επαναφέρει πληροφορίες στον νου του, ακόμη και να κάνει βασικούς αριθμητικούς υπολογισμούς. Το να ακούει κανείς μουσική, φαίνεται ότι δε βοηθά. Ο ψυχολόγος Νικ Πέρχαμ, που μελετά την επίδραση του ήχου στον τρόπο που σκεφτόμαστε, είδε ότι και η μουσική αδυνατίζει την πνευματική μας οξύνοια. Σε μελέτη των ερευνητών του πανεπιστημίου Cornell Έβανς και Τζόνσον, φάνηκε ότι υπάλληλοι γραφείου που εκτέθηκαν στον θόρυβο του ανοιχτού γραφείου επί τρεις ώρες, είχαν αυξημένα επίπεδα επινεφρίνης -ορμόνης που συχνά ονομάζουμε αδρεναλίνη.
Στην έκθεση του Oxford Economics, πάνω από τους μισούς εργαζόμενους λένε ότι ο θόρυβος του περιβάλλοντος περιορίζει την ικανοποίησή τους στη δουλειά. Πολλοί νιώθουν ότι αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν μόνοι τους το πρόβλημα, διώχνοντας τους περισπασμούς με επισκέψεις σε χώρους διαλείμματος, βόλτες έξω, ή ακούγοντας μουσική από ακουστικά. Και, σε αντίθεση με το στερεότυπο, οι νέοι 18-35 ενοχλούνται περισσότερο από τους μεγαλύτερους από τον θόρυβο του περιβάλλοντος στο γραφείο, και είναι πιο πιθανό να ακούνε μουσική ή να αφήνουν για λίγο τα γραφεία τους.
Η ανάγκη για ιδιωτικότητα
Προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, οργανισμοί άρχισαν να πειραματίζονται με τρόπους να χωρίσουν τους ανοιχτούς χώρους. «Σπηλιές», «ζώνες», «πλατείες» έκαναν την εμφάνισή τους. Ενθαρρύνοντας τους εργαζόμενους να μετακινούνται στον χώρο ανάλογα με το είδος της δουλειάς που έχουν να κάνουν -αλλού για δουλειά που απαιτεί συγκέντρωση, αλλού για τηλεφωνήματα, αλλού για συναντήσεις. Αλλά στην πράξη, οι εργαζόμενοι λένε ότι τους κουράζει να ψάχνουν κάθε πρωί να βρουν πού θα καθίσουν, και πολλοί απεχθάνονται να μετακινούνται μεταξύ διαφορετικών αντικειμένων και θέσεων κουβαλώντας λάπτοπ και έγγραφα.
Η έρευνα της Λίμπι Σάντερ δείχνει ότι πολλοί εργαζόμενοι ψάχνουν χώρους όπου δε θα τους διακόψουν όταν θέλουν να συγκεντρωθούν. Επίσης, ότι συχνά οι χώροι συναντήσεων και τηλεφωνημάτων είναι κατειλημμένοι, οδηγώντας σε απογοήτευση και εκνευρισμό όσους ψάχνουν λίγη ησυχία. Τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα όταν οι εργαζόμενοι ψάχνουν χώρους για να κάνουν ιδιωτικές εμπιστευτικές συζητήσεις σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Συχνά τους λένε, «κλείσε δωμάτιο» ή «πήγαινε σε μια καφετέρια», όπως ανέφεραν στην ακαδημαϊκό στη διάρκεια της έρευνάς της.
Γιατί αγνοείται τόσο πολύ η ανάγκη του εργαζόμενου για ιδιωτικότητα, ρωτάω τη Λίμπι Σάντερ. «Νομίζω ότι σε πολλές περιπτώσεις το κύριο μέλημα είναι να μειωθεί το κόστος του ακινήτου για την επιχείρηση. Ταυτόχρονα, υπάρχει και η ώθηση να συνεργαστούν περισσότερο οι εργαζόμενοι. Όμως, αν οι άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε ιδιωτικούς χώρους όπου μπορούν να συγκεντρωθούν, τότε η ικανοποίηση και η παραγωγικότητά τους μειώνεται.»
Διαφορετικές προσωπικότητες, διαφορετικές ανάγκες
«Έχετε πει κάτι ενδιαφέρον στο παρελθόν», λέω στη Σάντερ, «ότι ο σχεδιασμός ενός εργασιακού χώρου πρέπει να παίρνει υπόψη όχι μόνο το αντικείμενο της δουλειάς που πρέπει να γίνει, αλλά και τις ατομικές ανάγκες του ατόμου που κάνει τη δουλειά».
«Κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική προσωπικότητα και αυτό επηρεάζει τον τρόπο που δουλεύει. Στο βιβλίο της η Σούζαν Κέιν περιγράφει πολύ ωραία πως αυτές οι διαφορές, όπως η εσωστρέφεια και η εξωστρέφεια θα επηρεάσουν τον τύπο του εργασιακού περιβάλλοντος που είτε θα βοηθήσει είτε θα εμποδίσει τον τρόπο που δουλεύουμε. Κάποιοι άνθρωποι είναι πιο ανεκτικοί στον θόρυβο από άλλους, κάποιοι μπορούν να εργαστούν με πολλούς περισπασμούς γύρω τους, άλλοι χρειάζονται απόλυτη ησυχία για να συγκεντρωθούν. Κάτι άλλο που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι στο γραφείο είναι πολύ πιθανότερο να προσέχουμε τις συζητήσεις γύρω μας, επειδή μπορεί είτε να αφορούν εμάς είτε κάτι που θα έπρεπε να γνωρίζουμε. Γενικά οι άνθρωποι μπλοκάρουν πιο εύκολα συζητήσεις σε μέρη όπως οι καφετέριες, καθώς ο εγκέφαλός μας δίνει ασυνείδητη προσοχή επειδή είναι απίθανο να μας αφορούν.
Το δεύτερο βασικό σημείο είναι ότι λίγοι άνθρωποι κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα όλη μέρα. Μπορεί να έχουμε μια σύσκεψη, μια κουβέντα με συναδέλφους για κάποιο πρόβλημα, να χρειαστεί να γράψουμε ή να κάνουμε κάτι που απαιτεί συγκέντρωση. Οπότε οι εργαζόμενοι χρειάζονται πρόσβαση μέσα στον χώρο εργασίας τους σε περιοχές που τους υποστηρίζουν σε κάθε διαφορετική δραστηριότητά τους. Με τα ανοιχτά γραφεία, η ιδέα ήταν να συνεργάζονται και να αλληλεπιδρούν συνεχώς, και αυτό απλώς δε λειτουργεί για τους περισσότερους εργαζόμενους.»
Αλλά τα ανοιχτά γραφεία αφαιρούν και ένα ένα στοιχείο ελέγχου, που μπορεί να προκαλέσει στον εργαζόμενο μια αίσθηση απελπισίας. Σε μελέτη του 2005 σε διαφορετικούς οργανισμούς, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι όταν οι εργαζόμενοι δε μπορούσαν να παραμετροποιήσουν το περιβάλλον, να προσαρμόσουν τον φωτισμό και τη θερμοκρασία, η διάθεση «βούλιαζε». Και όλα αυτά, σε συνθήκες «δύο ταχυτήτων», με τη συντριπτική πλειονότητα των στελεχών (62%) να λέει στη μελέτη του Oxford Economics ότι εργάζεται σε ιδιωτικό γραφείο, και τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζόμενων (69%) να απαντά πως δουλεύει σε ανοιχτό γραφείο.
Εργασία από το σπίτι -το μεγάλο «ταμπού»
Παρότι η τεχνολογία έχει δώσει τόσα εργαλεία και τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να δουλεύουν από το σπίτι -τουλάχιστον σε κάποιους τύπους δουλειάς- και πολλοί εργαζόμενοι θα ήθελαν να έχουν αυτή την επιλογή, οι επιχειρήσεις δε φαίνονται πρόθυμες να το εφαρμόσουν. Στην ίδια έρευνα, το 14% των διευθυντικών στελεχών λένε ότι δουλεύουν από το σπίτι -ο αριθμός είναι μηδέν για τους εργαζόμενους. Επιπλέον, πολλές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν κάρτες εισόδου-εξόδου ή μετρητές για να «μετρούν» τον χρόνο που δουλεύουν οι εργαζόμενοι. Γιατί συμβαίνει αυτό;
«Αυτή είναι μια καλή ερώτηση. Παρά την πρόοδο στην τεχνολογία και τις αλλαγές στη φύση της δουλειάς, πολλές επιχειρήσεις εξακολουθούν να λειτουργούν με ένα εντελώς ‘Τεϊλοριανό’ και ξεπερασμένο μοντέλο διοίκησης, όπου η εστίαση γίνεται περισσότερο είναι στον όγκο του χρόνου που οι άνθρωποι περνούν στη δουλειά τους και λιγότερο στο αποτέλεσμα της δουλειάς που κάνουν. Αυτός ο τρόπος διοίκησης εδράζεται στην υπόθεση ότι οι εργαζόμενοι δεν είναι άξιοι εμπιστοσύνης και γι΄αυτό πρέπει να βρίσκονται στο γραφείο όπου πρέπει να τους βλέπουν για να διασφαλίσουν ότι πραγματικά δουλεύουν.» Αλλά, «αν οι εργαζόμενοι δεν αποδίδουν, θα πρέπει να κοιτάξουμε ποιοι είναι οι λόγοι, μελετώντας τις πολιτισμικές αρχές, τον σχεδιασμό της δουλειάς, τον τρόπο διοίκησης. Το να εφαρμόζεις όλο και περισσότερους ελέγχους, δεν κάνει τίποτα όσον αφορά τη δέσμευση και την παραγωγικότητα.»
Και ίσως, πηγαίνοντας ακόμη παραπέρα, μπορούμε να συζητήσουμε για τον κόσμο της εργασίας αλλιώς. Και να σκεφτούμε, γιατί, σε έρευνες που γίνονται σε όλο τον κόσμο, οι περισσότεροι εργαζόμενοι λένε ότι δεν είναι ευτυχισμένοι στη δουλειά τους. Και αν δε μιλήσουμε με όρους «απόδοσης» και «παραγωγικότητας», μπορεί και να είμαστε πιο κοντά στο «να βρούμε το λάθος».
*Αναδημοσίευση http://www.ert.gr/
Πηγές: The Conversation, New Yorker
Κεντρική φωτογραφία: Jean Etienne-Poirrier, flickr