Παρατήρηση πρώτη: πριν από αρκετό καιρό, δημοσιεύτηκε στον Αναγνώστη ένα πολύ ωραίο διήγημα μιας γνωστής Αμερικανίδας συγγραφέως. Αν κρίνει κανείς από τα like, το διήγημα πέρασε μάλλον απαρατήρητο την ίδια στιγμή που άλλα κείμενα λογοτεχνίας, λιγότερο σημαντικά έτυχαν θερμότερης υποδοχής. Αναλογιζόμενη το γεγονός, κατέληξα στο συμπέρασμα πως το συγκεκριμένο διήγημα είχε το «μειονέκτημα» να μην καθηλώνει τον αναγνώστη από την πρώτη κιόλας πρόταση. Αντίθετα, όλη η γοητεία του βρισκόταν στην ανατροπή λίγο πριν από το τέλος. Φαίνεται πως πολλοί αναγνώστες δεν έφτασαν ως εκεί.
Παρατήρηση δεύτερη: παλιότερα, ο Ντίκενς, ο Ντοστογιέφσκι και άλλοι συγγραφείς του σχετικά νέου αυτού είδους που λέγεται μυθιστόρημα αφιέρωναν παραγράφους μέχρι και σελίδες ολόκληρες επεξηγώντας κάτι στον αναγνώστη τους. Σήμερα, κάποιες απ’ αυτές θα μπορούσαν κάλλιστα να λείπουν γιατί ο αναγνώστης διαθέτει πλέον μια λογοτεχνική σκευή που του επιτρέπει να αναγνωρίσει γρηγορότερα τις διάφορες μυθιστορηματικές συμβάσεις ή την εξέλιξη της πλοκής.
Με την έλευση του Ίντερνετ, η σχέση χρόνου και ανάγνωσης άλλαξε ακόμα περισσότερο και μαζί μ’ αυτήν και οι αναγνωστικές μας πρακτικές.
Άλλοτε, ο χρόνος που διαθέταμε σ’ ένα λογοτεχνικό έργο ήταν περισσότερος, τόσο όσον αφορά τον χρόνο πρόσβασης στο κείμενο – η μετάβαση στο βιβλιοπωλείο, η αναζήτηση και η αγορά ή αντίστοιχα ο δανεισμός από τη βιβλιοθήκη – όσο και τον χρόνο ανάγνωσης που συνίστατο όχι μόνο στο να διαβάσεις το βιβλίο, αλλά και να το σκεφτείς, να επανέλθεις σε κάποια σημεία, να το αφομοιώσεις. Στις μέρες μας, ο χρόνος αυτός έχει μειωθεί αισθητά διαμορφώνοντας και τις αναγνωστικές μας συνήθειες.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις που γίνονται, όσοι επισκέπτονται το site του Αναγνώστη, όπως και άλλα παρόμοια site, διαθέτουν κατά μέσο όρο ενάμισι λεπτό. Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι γενικά στο διαδίκτυο σχεδόν κανείς δεν διαβάζει κείμενα που υπερβαίνουν τις 1.500 λέξεις.
Το μέσο – είτε πρόκειται για smartphone, tablet, e-book κλπ. – δεν έχει τη σταθερότητα-διαχρονικότητα του τυπωμένου βιβλίου. Το λογοτεχνικό κείμενο ανεβαίνει και κατεβαίνει, μπορεί να υπάρχει και την άλλη στιγμή όχι. Η σχέση που αναπτύσσουν όλες σου οι αισθήσεις με το χαρτί χάνεται. Όταν αναφέρεσαι, για παράδειγμα, σ’ ένα βιβλίο, δεν αναδύεται ταυτόχρονα στο μυαλό σου το εξώφυλλο, δεν μπορείς να το φυλλομετρήσεις ξαναβρίσκοντας μια συγκεκριμένη μυρωδιά, μια εποχή της ζωής σου, την οικειότητα που ανέπτυξες με το συγκεκριμένο αντικείμενο ή απλώς μια σημείωση στο κάτω μέρος της σελίδας. Η ανάγνωση γίνεται μια διαδικασία απρόσωπη, χωρίς χρονικά ή άλλα σημεία αναφοράς.
Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιούμε συχνά τις λέξεις «πλοηγούμαστε», «σερφάρουμε» για να περιγράψουμε την αναγνωστική μας πρακτική στο Ίντερνετ. Διατρέχουμε μάλλον τα κείμενα παρά διαβάζουμε, συνεπαρμένοι από την πληθώρα που έχουμε στη διάθεσή μας αλλά και αγχωμένοι ως προς το πώς θα διαχειριστούμε τον όγκο αυτό. Παράλληλα, γύρω από το κείμενο που επιλέγουμε, αναπτύσσεται το λεγόμενο «υπερκείμενο», πάσης φύσεως δηλαδή στοιχεία – βίντεο, εικόνες, ήχοι, διαφημίσεις που αναβοσβήνουν, παράθυρα που εμφανίζονται ταυτόχρονα στην οθόνη – τα οποία προσπαθούν με κάθε τρόπο να τραβήξουν την προσοχή μας. Γιατί ο χρήστης του Ίντερνετ είναι πρώτα απ’ όλα ένας πελάτης που εκών άκων υπακούει στα κελεύσματα της παγκόσμιας αγοράς, η οποία μετράει την εμπορικότητα και τη δημοτικότητα του εκάστοτε προϊόντος ανάλογα με τον χρόνο που του διαθέτει ο χρήστης ή και τον αριθμό των like που αποσπά.
Όλα αυτά επηρεάζουν φυσικά την ανάγνωση σε μεγάλο βαθμό: διάσπαση της προσοχής, αποσπασματικότητα, μείωση του χρόνου που αφιερώνεται στο κάθε κείμενο, πράγμα που σημαίνει ότι ο εγκέφαλος δεν προλαβαίνει να αφομοιώσει και όλα συγχωνεύονται τελικά σε μια άμορφη μάζα.
Πόση σχέση έχουν αυτές οι πρακτικές με την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού κειμένου; Για ποια ποιότητα ανάγνωσης μπορούμε να μιλάμε; Παραδοσιακά, η ανάγνωση της λογοτεχνίας προϋπέθετε χρόνο, σεβασμό στο κείμενο, στην ολότητά του και στη διαδικασία της εμβάθυνσης, και ευνοούσε τον μοναχικό στοχασμό. Σήμερα τα παιδιά δεν διδάσκονται καν στο σχολείο ένα ολοκληρωμένο έργο. Παντού δίνεται προτεραιότητα στην ταχύτητα, στον αποσπασματικό και στον συλλογικό στοχασμό μέσω των σχολίων και των like, σαν να πρέπει να τοποθετηθούμε επί παντός επιστητού, ακόμα κι αν έχουμε πλήρη άγνοια του θέματος. Αντί για την εμβάθυνση, την ανάλυση, τη στοχαστική περιδιάβαση, το λογοτεχνικό κείμενο προσεγγίζεται με τη λογική της γρήγορης απόκτησης της πληροφορίας, γεγονός που, όπως και στην περίπτωση της Αμερικανίδας συγγραφέως, ακυρώνει το ίδιο το κείμενο, την ίδια τη λογοτεχνία.
O Μπουρντιέ μιλάει για τη μεταβλητότητα της ιεραρχίας των πολιτιστικών αξιών. Η σπανιότητα ενός αγαθού, όπως και η ελεγχόμενη προσφορά του στην κοινωνία, είναι τα στοιχεία που του προσδίδουν αξία. Χωρίς τον έλεγχο αυτό, η αγορά και το αγαθό τροποποιούνται ριζικά, καθότι υπεισέρχονται νέες παράμετροι. Η ανάγνωση συνιστά μια κοινωνική πράξη με την έννοια ότι απορρίπτει ή συμπεριλαμβάνει, φέρνει αντιμέτωπες ή ενώνει ομάδες ανθρώπων. Σήμερα μιλάμε για εκδημοκρατικοποίηση της μόρφωσης, ο καθένας μπορεί να έχει άμεσα πρόσβαση σε εκατοντάδες κείμενα, σε εκατοντάδες λογοτεχνικά έργα που προσφέρονται δωρεάν από την Amazon κλπ. Πολλοί ισχυρίζονται βέβαια πως, με κάποιες εξαιρέσεις, η πλειονότητα των προτεινομένων τίτλων στο Ίντερνετ συνιστά μια υποκουλτούρα, πρόκειται δηλαδή για υπο-προϊόντα χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις είτε ως προς το περιεχόμενο είτε ως προς τη γλώσσα. Βρισκόμαστε άραγε μπροστά σε μια ανατροπή της ιεραρχίας των πολιτιστικών αξιών; Σε μια αποκαθήλωση της λόγιας κουλτούρας προς όφελος της λαϊκής; Μήπως ο σύγχρονος άνθρωπος αντιδρά στις προδιαγραφές που επί τόσα χρόνια απέκλειαν τις πιο λαϊκές, αγελαίες, προφορικές μορφές και διαμορφώνει μια νέα σχέση με το κείμενο, πιο ελεύθερη και ταυτόχρονα πιο αυθαίρετη, προσαρμοσμένη σ’ αυτό που ζει; Ή μήπως αντίθετα κάτω από την επίφαση της ελευθερίας το κοινωνικό και πολιτιστικό χάσμα διευρύνεται;
*Αναδημοσίευση από το http://www.oanagnostis.gr/