Του Γιάννη Η. Χάρη*
Και τι ’ν’ αυτός ο υπερθεματιστής που μας βρήκε; Λίγος ή τι μας έπεφτε ο πλειοδότης; Και με εντυπωσιακή ταχύτητα, σε δυο-τρεις μέρες μέσα, βρέθηκε να καμαρώνει, καινούριο κοσκινάκι, σε όλα τα μέσα, έδωσε μάλιστα τάχιστα και τίτλο σε μια ενδιαφέρουσα επιφυλλίδα: «Υπερθεματιστές αβεβαιότητας και φόβου», που δεν αναφερόταν φυσικά στους νέους καναλάρχες αλλά στους ακροδεξιούς του AfD της Γερμανίας. Και δεν εξετάζω εδώ αν στα νομικά ισχύει ο όρος στην περίπτωση των πλειστηριασμών ενώ ο πλειοδότης σε διαγωνισμούς, άρα στον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες θα ’πρεπε να μιλάμε για πλειοδότες και όχι για υπερθεματιστές· το θέμα είναι πώς κάθε τόσο θαμπωνόμαστε από έναν ειδικό όρο, άγνωστο ώς τότε στον καθημερινό (και όχι μόνο) λόγο και τον μεταφέρουμε έξω από τον εκάστοτε επιστημονικό ή άλλο χώρο, συχνά άκριτα και συχνότερα λάθος. Είναι λοιπόν το καινούριο κοσκινάκι, όπως ομακαριστός, που έγραφα την περασμένη φορά, ο οποίος έφτασε να συνάπτεται μόνιμα με τον Χριστόδουλο, ακόμα κι από τους φανατικότερους αντιπάλους του –να χρησιμοποιείται δηλαδή λάθος.
Και τι είναι η μη υποβοηθούμενη ευθανασία, που έκανε την επιδεικτική γύρα της στα μέσα, αλλά έσβησε, θέλω να πιστεύω, μαζί με την επικαιρότητα; Τι είναι ο «θάνατος με αυτενέργεια», όπως βγήκε κι έλεγε τότε κάποιος στις ειδήσεις; Ένας «κομψότερος τρόπος να πούμε την αυτοκτονία», όπως ομολόγησε ο ίδιος; Ας μας λυπηθεί ο όποιος θεός της γλώσσας.
Το ’χουμε ξαναπεί άπειρες φορές, και θα το ξαναπούμε άλλες τόσες, πως έτσι προχωράνε οι γλώσσες, με αστοχίες, με κακόζηλα ή και λάθη, που σήμερα τα κατακρίνουμε, αύριο, αν και εφόσον επικρατήσουν, πράγμα διόλου αυτονόητο εξ ορισμού, θα μας φαίνονται εντελώς φυσιολογικά, σ’ εμάς τους ίδιους και σίγουρα στους νεότερους, που θα τα βρούνε έτοιμα σερβιρισμένα και παγιωμένα. Απλώς (διόλου απλώς εντέλει, αλλ’ ας είναι) συζητούμε, έχει νόημα να συζητούμε, οφείλουμε να τα συζητούμε όλα αυτά, να συζητούμε δηλαδή για τάσεις και στάσεις και ιδεολογίες –να συζητούμε ακριβώς για εμάς τους ίδιους.
Και αν σε τέτοιες περιπτώσεις, πέρα από σκέτη ενδεχομένως παρανόηση, μπορεί να δούμε κάποια εκζήτηση, χέρι χέρι με τη λογιόστροφη εποχή μας, έχουμε άλλες περιπτώσεις όπου νεολογισμοί οι οποίοι μας ξαφνιάζουν, όπως πάντοτε εξάλλου οι νεολογισμοί, που μοιάζουν κι αυτοί κακόζηλοι, μαρτυρούν εντέλει δημιουργική χρήση της γλώσσας, σίγουρα σε μια κατεύθυνση βραχυλογίας (σταθερή κι αυτή τάση της γλώσσας), χωρίς όμως ιδεολογικές προθέσεις και αντίστοιχες φορτίσεις:
Πρόσφατα ανακάλυψα τα κοντόληκτα τρόφιμα ή προϊόντα, και βρήκα ψάχνοντας τη μικρή διαδρομή τους τα τελευταία χρόνια, όπου προϊόντα που πρόκειται σύντομα να λήξουν, που είναι κοντά στην ημερομηνία λήξης, με κοντινή ημερομηνία λήξης, είτε πουλιούνται σε πολύ χαμηλότερη τιμή είτε διανέμονται σε οργανώσεις και άλλες δομές για αστέγους και γενικά ασθενέστερες κοινωνικά ομάδες. Αιφνιδιάστηκα, ομολογώ· όσο όμως το κοιτούσα, είδα ακριβώς αυτό που χαρακτήρισα δημιουργική χρήση της γλώσσας: μονολεκτικός όρος στη θέση της περίφρασης, κυρίως όμως διαφανής ετυμολογικά, και, το πιο βασικό από μια άποψη, πέρα από ιδεογλωσσικές εμμονές.
Που είναι, όπως είπα, έξω από ιδεογλωσσικές εμμονές: Ναι, γιατί αν κινούμασταν σε χώρο διανοουμενίστικο ή με διαφημιστές και κειμενογράφους λογιόπληκτους, είδος εν υπερεπαρκεία, θα είχαμε, στην καλύτερη περίπτωση, τρόφιμα ή προϊόντα «βραχύληκτα» –και πάλι επικαλούμαι τον θεό της γλώσσας, να μην τους δίνω ιδέες. «Βραχύληκτα», με προσφυγή στο καθαρά λόγιο επίθετο βραχύς-βραχεία-βραχύ, που ανασύρθηκε κάποια στιγμή και μετέφρασε τη short list για τα βραβεία, τη σύντομη, τη μικρή, την ό,τι θέλετε λίστα ή κατάλογο, την τελική επίσης, γιατί όχι, λίστα: τα τρία κατά κανόνα έως πέντε βιβλία που φτάνουν στην τελική αναμέτρηση για ένα βραβείο. Δίνει και παίρνει η βραχεία λίστα, ούτε καν η ξενική λέξη λίστα τούς χαλάει, απ’ την άλλη, τον τραχανά της αρχαιοπρέπειας· έως και την εκτρωματική γενική πληθυντικού: «των βραχειών λιστών» διαβάσαμε, πώς και πώς περιμένω να δω το (ανακουφιστικό πια) λάθος: «των βραχέων λιστών» –και δεν θα σχολιάσω εδώ την αδόκιμη γενική πληθυντικού «των λιστών», όπως «(υπαρκτά βεβαίως παραδείγματα).
Άλλα όμως είναι πιο χαρακτηριστικά για τα παιχνίδια της γλώσσας, όπου θα ’λεγε κανείς πως έχει εντέλει κόκαλα η γλώσσα: όροι εδραιωμένοι πια, κι όμως χωρίς κάποια λογική έστω διαφάνεια, αν μπορώ να το πω έτσι, που μόνο με λυσάρι σού ανοίγονται: η ανθρωπιστική καταστροφή, ο κοινωνικός αυτοματισμός, το βιώσιμο χρέος κ.ά., που αξίζει να τα δούμε από κοντά μιαν άλλη φορά.
*Ο Γιάννης Η. Χάρης είναι επιμελητής εκδόσεων, επιφυλλιδογράφος στην “Εφημερίδα των Συντακτών” και από το 1994 μεταφράζει το συνολικό έργο του Μίλαν Κούντερα (βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης του ΕΚΕΜΕΛ 2011 για τη Συνάντηση).
http://yannisharis.blogspot.gr/