Το όνομα «Toni Erdmann» (Γερμανία / Αυστρία, 2016), του τίτλου της πρώτης ταινίας της γερμανίδας σκηνοθέτριας Μάρεν Αντε, που βλέπουμε στην Ελλάδα, είναι το ψευδώνυμο που ένας αρκετά ευκατάστατος ηλικιωμένος Γερμανός, ο Γουίνφριντ (Πέτερ Σιμόνισεκ), ενίοτε χρησιμοποιεί. Ο Γουίνφριντ / Τόνι ζει για να κάνει την πλάκα του, «πουλά» παντού τρέλα, δεν ενδιαφέρεται διόλου για τις συνέπειες, του αρέσει να είναι το αγκάθι στον κήπο, το βότσαλο που θα ταράξει την ηρεμία του νερού στη λίμνη.Αφήνει να εννοηθεί στον κούριερ ότι το πακέτο που του έφερε περιέχει βόμβα, παριστάνει τον δολοφόνο, φορά περούκες και ψεύτικες μασέλες που τον ασχημαίνουν, εισχωρεί ακάλεστος σε πάρτι και φέρεται σαν ταύρος σε υαλοπωλείο. Ο Γουίνφριντ, όχι μόνον μπορεί, αλλά το κυριότερο, θέλει να δημιουργήσει πλαστή εικόνα. Χαίρεται να προκαλεί αμηχανία στους γύρω του και τα καταφέρνει θαυμάσια. «Μπα, άσ’ τον, αυτός είναι τρελός!» δεν λέμε καμιά φορά στον δρόμο όταν βλέπουμε ανθρώπους να συμπεριφέρονται εκκεντρικά;
Μόνο που ο Γουίνφριντ κάθε άλλο παρά τρελός είναι.
Όσο αστείες όμως και αν είναι οι καταστάσεις που περιγράφονται, πόσος θα μπορούσε να είναι ο δραματουργικός χρόνος της συμπεριφοράς ενός τέτοιου χαρακτήρα, χωρίς κάτι βαθύτερο από πίσω; Και υπάρχει, βεβαίως, υπάρχει μια πολύ εύθραυστη σχέση πατέρα – κόρης, η οποία ανθεί σιγά-σιγά στην καρδιά της ταινίας. Σε αντίθεση με τον πατέρα της, η Ινές (Σάντρα Χέλερ), υψηλόβαθμη υπάλληλος πολυεθνικής εταιρείας, ζει μια άκρως συντηρητική και τακτοποιημένη ζωή, ποτέ δεν γελά, ποτέ δεν αφήνει τα συναισθήματά της να εκδηλωθούν, ποτέ δεν χαίρεται.
Όσο αστείες όμως και αν είναι οι καταστάσεις που περιγράφονται, πόσος θα μπορούσε να είναι ο δραματουργικός χρόνος της συμπεριφοράς ενός τέτοιου χαρακτήρα, χωρίς κάτι βαθύτερο από πίσω; Και υπάρχει, βεβαίως, υπάρχει μια πολύ εύθραυστη σχέση πατέρα – κόρης, η οποία ανθεί σιγά-σιγά στην καρδιά της ταινίας. Σε αντίθεση με τον πατέρα της, η Ινές (Σάντρα Χέλερ), υψηλόβαθμη υπάλληλος πολυεθνικής εταιρείας, ζει μια άκρως συντηρητική και τακτοποιημένη ζωή, ποτέ δεν γελά, ποτέ δεν αφήνει τα συναισθήματά της να εκδηλωθούν, ποτέ δεν χαίρεται.
Ο πατέρας της θέλει να της θυμίσει ότι η ζωή είναι καλύτερη όταν επιτρέπεις τον εαυτό σου να χαλαρώσει και να γελάσει, όταν αφήνεις και λίγο τσαλακωμένα τα σεντόνια, αντί να τα έχεις διαρκώς στρωμένα στην εντέλεια. Και η Ινές τελικά θα τον ακούσει και θα απελευθερωθεί, μέσα από σκηνές που μπορούν να προκαλέσουν ενθουσιασμό, όπως για παράδειγμα εκείνη του πάρτι με τους γυμνούς! Γι’ αυτό και η ταινία της Μάρεν Αντε ανήκει συγχρόνως στις πιο αισιόδοξες κινηματογραφικές δημιουργίες που έχω δει τα τελευταία χρόνια.Βαθμολογία: 4
Οι γυναίκες μεταξύ τους
Η «Μεγάλη αναμονή» («L’ attesa», Ιταλία / Γαλλία, 2016), πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθέτησε ο 35χρονος Ιταλός Πιέρο Μεσίνα, βοηθός του Πάολο Σορεντίνο στην «Τέλεια ομορφιά», είναι μια όμορφη, απρόβλεπτη έκπληξη. Μιλά για την απώλεια και τη λύτρωση με πολύ φίνο τρόπο, με υπέροχες εικόνες και ένα σενάριο όπου το μυστήριο και ο ψυχικός πόνος εναρμονίζονται έκτακτα.
Η ιστορία είναι τοποθετημένη κάπου στη Σικελία, όπου μια γυναίκα, η Αννα (Ζιλιέτ Μπινός), θρηνεί βωβά μια απώλεια. Στο ίδιο σπίτι καταφθάνει η Ζαν (Λου Ντε Λαζ), φίλη του γιου της Αννας, που τον περιμένει για να περάσουν μαζί τις καλοκαιρινές διακοπές. Η Ζαν σύντομα καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά, αν και κανείς δεν της λέει τίποτε και η Αννα προσπαθεί να την πλησιάσει.
Μέσα από την αναμονή της άφιξης του γιου, ο Μεσίνα κτίζει την ιστορία του, αργά, ζητώντας την υπομονή μας. Αναζητεί το σημείο επαφής ανάμεσα στις δύο γυναίκες που δεν γνωρίζονταν ως τότε. Και το βρίσκει ενώ η κάμερα τρυπώνει μέσα σε δωμάτια με χαμηλούς φωτισμούς και σκιές και μια αίσθηση μυστικισμού διαπερνά την ταινία, καθώς συν τοις άλλοις πλησιάζει το Πάσχα και γίνονται οι προετοιμασίες για τη μεγάλη πομπή στο χωριό. Επιτέλους, η αναμονή θα τελειώσει και μια πολύ ευαίσθητη ταινία θα μείνει για πάντα στη μνήμη μας.Βαθμολογία: 3 ½
Sherlock Strange
Ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς είναι ο ένας και μοναδικός λόγος για να δει κάποιος που δεν έχει τρέλα με τα κόμικς της Marvel (γιατί αυτοί θα πάνε σίγουρα) την περιπέτεια φαντασίας «Doctor Strange» (ΗΠΑ, 2016). Πλασάροντας για μία ακόμη φορά το κυνικό και υπεροπτικό στυλ του «Σέρλοκ Χολμς», χάρη στο οποίο έγινε διάσημος τοις πάσι, ο Κάμπερμπατς είναι σκέτη απόλαυση ενώ υποδύεται τον δεξιοτέχνη γιατρό που κάνει μουσικά κουίζ ενώ διαπρέπει πάνω στο χειρουργικό τραπέζι προκαλώντας αντιπάθεια με την αλαζονεία του. Το ατύχημα που θα του αλλάξει τη ζωή όμως αλλάζει και την ταινία, η οποία θα μεταφερθεί στο Κατμαντού, όπου ο γιατρός αναζητεί ένα μέρος ονόματι Καμάρ Ταζ, όπου η θεραπεία του σώματος συνάδει με την αναπροσαρμογή του πνεύματος με δασκάλα την Υπέρτατη Μάγισσα, μια φαλακρή Τίλντα Σουίντον. Εκεί ομολογώ ότι άρχισα να χάνομαι, αν και ο Strange δεν χάνει ποτέ το χιούμορ του – το μόνο που με κράτησε ως το τέλος…Τα εντυπωσιακά εφέ θυμίζουν το «Inception» του Κρίστοφερ Νόλαν, όχι μόνο στην αισθητική αλλά και στην ακατάληπτη (για όσους δεν έχουν επαφή με τη Marvel) λογική τους. Προβάλλεται σε 2D και 3D.Βαθμολογία: 2
Ψυχανάλυση του γλυκού νερού
Παγερά αδιάφορο και στο τέλος πολύ κουρασμένο με άφησε το ψυχολογικό δράμα «Αγνωστοι» («Complete unknown», ΗΠΑ, 2016) του Αμερικανού Τζόσουα Μάρστον (τον γνωρίσαμε πριν από κάποια χρόνια από την πολύ ενδιαφέρουσα ταινία «Κεχαριτωμένη Μαρία»). Εδώ, η συνάντηση μιας γυναίκας (Ρέιτσελ Βάις) με έναν παλιό εραστή της (Μάικλ Σάνον), τον οποίο εγκατέλειψε απροειδοποίητα πριν από 15 χρόνια, βγάζει στη φόρα έναν κατάλογο μυστικών γύρω από την πραγματική ταυτότητά της. Τα δεκάδες «γιατί» γύρω από το μπέρδεμα της ζωής της περιμένουν απάντηση σε μία ακόμη ταινία για μια γυναίκα με χιλιάδες θέματα που καλείται να μας πονοκεφαλιάσει χωρίς λόγο σε αυτή τη φλύαρη ψυχανάλυση του γλυκού νερού που με άφησε εντελώς αμήχανο ως προς τι θέλει να πει – αν ήθελε κιόλας.Βαθμολογία: 1
Επίσης στις αίθουσες
Η «Olga» (Βραζιλία, 2004) του Χάιμε Μονχαρδίμ είναι μια πολιτική περιπέτεια με την Καμίλα Μοργκάδο στον ρόλο της Ολγα Μπενάριο Γκούτμαν Πρέστες, η οποία στα χρόνια πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και κατά τη διάρκειά του υπήρξε γυναίκα-σύμβολο της αντίστασης και έπεσε θύμα του βραζιλιάνικου φασισμού και των ναζιστών. Οχι σπουδαία ως ταινία (έχει λίγο την εικόνα τηλενουβέλας), αλλά με ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ζωή μιας μαχήτριας που έμελλε να μείνει στην ανωνυμία.Βαθμολογία: 2
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι Κριτικό Κινηματογράφου στο http://www.tovima.gr/