Τα άσημα ερείπια της Αθήνας έχουν έναν κόσμο σιωπής που τα τυλίγει, αλλά αν προσπεράσει κανείς τον παγωμένο αέρα που εκλύεται από το εσωτερικό τους, θα τα δει με στοργή.
του Νίκου Βατόπουλου
Εχω ακούσει και από άλλους περιπατητές της πόλης ότι αναζητούν ανοίγματα μέσα από τις κλειστές και καρφωμένες εξώθυρες των αστικών ερειπίων για να απλώσουν τις λαθραίες ματιές τους στα ξεχαρβαλωμένα κλιμακοστάσια, στα σπασμένα πλακάκια και στα αποκολλημένα γύψινα στους τοίχους. Για πολλούς είναι εστίες ρύπανσης, και βεβαίως είναι, αλλά ένα κινηματογραφικό βλέμμα επαναφέρει την οικογενειακή ζωή στα αποσαθρωμένα δωμάτια των αθηναϊκών σπιτιών.
Περπατούσα στην οδό Τελεστού. Λίγοι θα την έχουν ακουστά, γιατί είναι ένα τόσο δα δρομάκι, παράλληλο της Αχαρνών, από την πάνω μεριά προς Φυλής. Συνδέει την οδό Ρόδου και την οδό Εφέσου και αν μπορούσε κανείς να δει από αέρος τον χάρτη, θα παρατηρούσε ότι και η Εφέσου είναι ένα μικρό τμήμα της μακράς οδού που ξεκινάει ως Μηθύμνης και σταδιακά γίνεται Εφέσου και Αγρινίου. Είναι, όμως, η χαρά να περπατάει κανείς σε αυτήν τη θερμή κοιλότητα των Αθηνών, με το βαθύ, αστικό ανάγλυφο, που κάνει έναν απλό περίπατο κυνήγι θησαυρού. Η οδός Τελεστού συμπυκνώνει μερικές άτυχες στιγμές από την ιστορία της Αθήνας, καθώς έχει ένα άχαρο οικόπεδο, που προήλθε από κατεδαφίσεις και στη γωνία με τη Ρόδου, έχει ένα καμένο σπίτι, που κάποτε οι ιδιοκτήτες του θα το καμάρωναν. Είναι σφραγισμένο με λαμαρίνες. Αλλά καθώς πλησίαζα την άλλη γωνία με την οδό Εφέσου, οι επάλξεις του διώροφου σπιτιού είχαν ήδη αρχίσει να στέλνουν τα δικά τους σήματα.
Ηταν φανερό ότι ήταν ακατοίκητο εδώ και χρόνια, όπως ήταν παραπάνω από βέβαιο ότι κάποτε δύο και τρεις οικογένειες έμεναν εδώ. Το υπολόγισα να πλησιάζει τα 90 χρόνια ζωής, να ήταν δηλαδή ένα σπίτι του 1927-28, να ήταν το «μοντέρνο» σπίτι της γειτονιάς, με τις ανέσεις που ήθελαν τότε οι αστοί. Στη γωνία με την Εφέσου έστριψα αριστερά και είδα ότι το σπίτι συνεχιζόταν και ήταν μεγάλο, είχε δύο ακόμη εξώθυρες, δεύτερη έπαλξη (έρκερ) και ένα μεγάλο μπαλκόνι με δύο μπαλκονόπορτες. Ηταν ένα «καστρόσπιτο» της γειτονιάς.
Αλλά, όταν ανέβηκα το πλατύσκαλο σε μία από τις πράσινες εξώθυρες, είδα ότι έλειπαν τα τζάμια και ότι χωρίς δυσκολία μπορούσα να απλώσω το βλέμμα μου σαν κινηματογραφική κάμερα στο εσωτερικό. Δεν ήταν τόσο σκοτεινά όσο είχα φανταστεί και έτσι μπορούσα να δω τη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στον προθάλαμο.
Αριστερά και δεξιά, το ξεφλουδισμένο γαλάζιο του τοίχου ήταν σαν ουρανός που σκαρφάλωνε και στο βάθος μπορούσα με άνεση να δω το ξύλινο κλιμακοστάσιο που στριφογύριζε προς τα πάνω. Μία άλλη, ξύλινη σκάλα, οδηγούσε κάτω στο ημιυπόγειο που θα ήταν και αυτό άνετο, καθώς τα πολλά παράθυρά του τα είχα προσέξει ήδη από τον δρόμο.
Σκέφτηκα πόσο πλήρης ήταν κάποτε η ζωή σε αυτή εδώ την αθηναϊκή γωνία. Το σπίτι αυτό συνόρευε επί της Εφέσου με τρία όμορφα μονώροφα σπιτάκια, όλα νοικοκυρεμένα, ένα με γκριζογάλανη πρόσοψη, το άλλο με λευκορόδινη και το τρίτο, με αχνοκίτρινη. Ηταν μία αθηναϊκή βεντάλια. Λίγο παρακάτω, καθώς επέστρεφα, στην Αχαρνών είδα στον αριθμό 10 τα ξέφτια του σοβά σε ένα θερμό, βασιλικό πράσινο που αυλάκωνε τους ψευδοκίονες σε εκείνο το όμορφο, ξεχασμένο, στυλ του 1920. Κατηφόρισα γεμάτος εικόνες.\
πηγή: Έντυπη Καθημερινή