Στην τρίτη κινηματογραφική ταινία του ο Θοδωρής Αθερίδης χειρίζεται έξυπνα ένα πικάντικο θέμα που μπορεί να κάνει την έκπληξη στα ταμεία των αιθουσών κατά τη διάρκεια των γιορτών
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
«Τέλειοι ξένοι» (Ελλάδα, 2016)
Χωρίς να είναι ξεκαρδιστική κωμωδία, ούτε όμως και σοβαρό δράμα, η τελευταία ταινία του Θοδωρή Αθερίδη, «Τέλειοι ξένοι» (Ελλάδα, 2016), κατάφερε να προσαρμόσει με επιτυχία στα ελληνικά δεδομένα την πρωτότυπη ιδέα της ιταλικής ταινίας «Perfetti sconosciuti» που από την πλευρά της κατάφερε να πιάσει τον σφυγμό μιας εποχής κατά την οποία στην πλειονότητά τους οι άνθρωποι αυτού του πλανήτη νιώθουν (είτε το παραδέχονται είτε όχι) ότι το κινητό τηλέφωνο αποτελεί κυριολεκτικά κομμάτι του εαυτού τους.
Στην πραγματικότητα η ιδέα είναι πάρα πολύ απλή, την έχουμε μπροστά μας αλλά δεν τη βλέπουμε, ίσως επειδή είμαστε πολύ απασχολημένοι με το κινητό μας. Ο Αθερίδης είδε την ιταλική ταινία, τη ζήλεψε όπως ο ίδιος είπε και αποφάσισε να την πλησιάσει α λα ελληνικά, συνθέτοντας τελικά μια συμπαθέστατη παρέα φίλων οι οποίοι κατά τη διάρκεια μιας και μόνο βραδιάς θα δουν τον κόσμο τους να καταρρέει.
Αυτό θα γίνει από τη στιγμή που αποφασίζουν να πέσουν στην παγίδα του πειρασμού και να ανταλλάξουν κινητά υποστηρίζοντας ο καθένας ότι δεν έχει απολύτως τίποτε να κρύψει. Φυσικά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο και το αποτέλεσμα είναι μια συρραφή από ευτράπελα που σε κάποιες στιγμές μπορεί να προκαλέσουν γέλια, σε κάποιες άλλες όμως αμηχανία με πορεία προς τη βαθύτατη πίκρα.
Ο Αθερίδης ενδιαφέρεται να φτιάξει χαρακτήρες, τύπους ανθρώπων που μπορούμε να αναγνωρίσουμε. Και τα καταφέρνει γιατί η παρέα αποτελείται από καλούς ηθοποιούς που βάζουν τα δυνατά τους να ακολουθήσουν το όραμα του Αθερίδη (που προς τιμήν του ως ηθοποιός μένει κάπως στις παρυφές) και να μη χαλάσουν την κεντρική ιδέα της ιταλικής ταινίας.
Ο Αλκις Κούρκουλος ξεχωρίζει στον (απρόβλεπτο) ρόλο του ομοφοβικού ελληνάρα ταξιτζή που παίζει κομπολόι τη χυδαιότητα και η Μαρία Ναυπλιώτου βγάζει τέλεια τη νεύρωση της όμορφης συζύγου που ενώ τα έχει όλα τρώγεται με τα ρούχα της (το γεγονός ότι η ηρωίδα της είναι παιδοψυχολόγος τα κάνει ακόμα χειρότερα). Ο Μάκης Παπαδημητρίου μάς δίνει αυτό ακριβώς που περιμένουμε (μοναχικός, ντροπαλός αλλά και πονηρούλης) και ο Γιάννος Περλέγκας στον πιο δύσκολο ίσως ρόλο της παρέας ενώ προσπαθεί να κρύψει τη λερωμένη φωλιά του, εν τέλει καλείται να υπερασπιστεί τη σεξουαλικότητά του. Χωρίς αναλαμπές οι Σμαράγδα Καρύδη και Ευαγγελία Συριοπούλου, συμμετέχουν με την ίδια ενέργεια αλλά με λιγότερο αβανταδόρικους ρόλους, ενώ στο πρόσωπο της Χριστίνας Βαρώτσου που παίζει την κόρη του Αθερίδη είδα να γεννιέται μια σταρ.
Κάποιες ενστάσεις τις έχω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μου χάλασαν τη γενική εικόνα της ταινίας. Στενοχωρήθηκα όμως που ο Αθερίδης εν τέλει δείλιασε αποφασίζοντας να μη χαλάσει τον ούτως ή άλλως χαλασμένο κόσμο των ηρώων του και να βρει μια εύκολη «λύση» που θα μας πήγαινε για ύπνο με τη σιγουριά ότι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Δεν είναι έτσι όμως, δυστυχώς δεν είναι. Βαθμολογία: 3
«Οταν ξέσπασε η βία» («Dogs», 2016)
Ακόμα μια ταινία από τη Ρουμανία, ακόμη μια απόδειξη της τρομερής ανάπτυξης που παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια ο κινηματογράφος αυτής της χώρας. Το «Οταν ξέσπασε η βία» («Dogs», 2016) του Μπόγκνταν Μίριτσα δεν είναι ένα αστικό δράμα εσωτερικών χώρων όπως π.χ. η «Sieranevada» του Κρίστι Πιούι ή η σπουδαία «Αποφοίτηση» του βαρόνου του νέου ρουμανικού κύματος Κριστιάν Μουντζιού που είδαμε προσφάτως στις αίθουσες. Αντιθέτως, όπως το επίσης ρουμανικό «Aferim!» το «Οταν ξέσπασε η βία» είναι μια ταινία «ανοιχτού πεδίου» και εκτυλίσσεται στο αχανές σύγχρονο ύπαιθρο, εκεί όπου ο νόμος της βίας παραμένει ο μοναδικός.
Ολα περιστρέφονται γύρω από την απόφαση ενός νεαρού Ρουμάνου για το τι θα κάνει με την τεράστια έκταση που κληρονόμησε από ένα συγγενικό του πρόσωπο. Την ώρα που ο νεαρός δέχεται πιέσεις για να την παραχωρήσει σε συνεργάτες του κληροδότη, σκαλίζοντας το παρελθόν αντιλαμβάνεται ότι ο τρόπος απόκτησης της γης από τον τελευταίο δεν ήταν ακριβώς νόμιμος αλλά ποιος μπορεί να το αποδείξει; Ωστόσο, ανήμπορος να αποφασίσει μπροστά στο ηθικό δίλημμα στο οποίο έχει εγκλωβιστεί, αποφασίζει.
Με ωραίες αναφορές σε αρχετυπικά αμερικανικά είδη όπως το γουέστερν και το φιλμ νουάρ, ο Μίριτσα ποντάρει στη δημιουργία μιας τρομερά βίαιης ατμόσφαιρας, κυρίως με πράγματα που λέγονται αλλά και με πρωτότυπες σεκάνς όπως για παράδειγμα εκείνη με το κομμένο πόδι το οποίο βρέθηκε σε έναν βάλτο και έχει έρθει στην κατοχή του αινιγματικού τοπικού αστυνομικού. Σε ένα μονοπλάνο αρκετά μεγάλης διάρκειας βλέπουμε τον αστυνομικό να εξετάζει με λεπτολογική σχολαστικότητα το πόδι που έχει τοποθετήσει σε ένα πιάτο. Αφαιρεί την κάλτσα με το πιρούνι, αναζητεί ίχνη στα νύχια κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα (που θεωρώ ότι υπήρξε πρόθεση του σκηνοθέτη) είναι μια παράξενη εξοικείωση του θεατή απέναντι στη βαρβαρότητα, σε σημείο που μπορεί να μείνει ως και απαθής απέναντί της. Βαθμολογία: 3 1/2
«Ο Αϊ-Βασίλης είναι πολύ λέρα» («Bad Santa», ΗΠΑ, 2016)
Η δραματική κωμωδία «Ο Αϊ-Βασίλης είναι πολλή λέρα» («Bad Santa», ΗΠΑ, 2016) αποτελεί συνέχεια της κωμωδίας «Ο Αϊ-Βασίλης είναι λέρα», χάρη στην επιτυχία της οποίας γυρίστηκε. Ο Μπίλι Μπομπ Θόρντον επαναλαμβάνει τον ρόλο του τίτλου παίζοντας τον Γουίλι Σόουκ, ένα ρεμάλι που μπαινοβγαίνει στη φυλακή, πίνει σαν σφουγγάρι, έχει τη βρισιά για καλημέρα αλλά έχει και μπόσικη καρδιά. Ο Γουίλι θα συνεργαστεί και πάλι με τον πιο αντιπαθητικό, κομπλεξικό και ρατσιστή νάνο του κόσμου (Τόνι Κοξ) και ο στόχος είναι μια ληστεία, εγκέφαλος της οποίας είναι η… μαμά του πρώτου.
Ετσι στο προσκήνιο μπαίνει η Κάθι Μπέιτς για να κλέψει άνετα την παράσταση με το ελαφρύ Πάρκινσον, τα γκροτέσκα τατουάζ και τη διαβολική πονηριά της. Η σχέση Μπέιτς – Θόρντον, μάνας – γιου, είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας γιατί ενώ έχει μπόλικο «βρώμικο» χιούμορ, στην ουσία τονίζει τη δραματική πλευρά της ταινίας εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους ο Γουίλι είναι αυτός που είναι. Μια μελαγχολία άλλωστε κρύβεται πίσω από όλα τα πρόσωπα, ακόμα και στον μονίμως χαρωπό φίλο του, τον ευτραφή Θέρμαν Μέρμαν (Μπρετ Κέλι) που τον ακολουθεί σε ό,τι κάνει επειδή πολύ απλά είναι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που τον εμπιστεύεται. Βαθμολογία: 3
«Κοινόβιο» («Commune», Δανία, 2016)
Αν κάτι εκτίμησα στο «Κοινόβιο» («Commune», Δανία, 2016), όχι από τις καλύτερες ταινίες του Τόμας Βίντερμπεργκ («Festen», «Το κυνήγι»), είναι ότι καταφέρνει να αποδομήσει σχεδόν ολοκληρωτικά την έννοια της λέξης του τίτλου. Υποτίθεται ότι στα χρόνια της δεκαετίας του 1970, πιο επαναστατικά και ανοιχτά σε σχέση με τα στείρα των ημερών μας, τα κοινόβια ήταν σύμβολα απελευθέρωσης. Η ταινία λέει ότι μπορούσαν να γίνουν το ακριβώς αντίθετο: το κοινόβιο που αποφασίζει να «ιδρύσει» ο Ερικ (Ούλριχ Τόμσεν), ένας καλοβαλμένος αρχιτέκτονας παντρεμένος με μια τηλεπερσόνα (Τρίνε Ντίρχολμ) και πατέρας μιας κόρης, έχει τις ρίες του σε ενάρετες ιδέες που αποκρυσταλλώνονται σε θαρραλέες πράξεις: αποφασίζει να παραχωρήσει το ίδιο του το σπίτι στους φίλους του, έτσι ώστε να ζουν όλοι σαν μια παρέα. Για ένα διάστημα αυτό θα λειτουργήσει αλλά σιγά – σιγά η καθημερινή τριβή και τα διάφορα προβλήματα αρχίζουν να προκαλούν περισσότερο στενοχώρια αντί χαρά. Ολοι πρέπει να υπακούν σε κανόνες, τα απανωτά συμβούλια σπάζουν νεύρα, υπάρχουν κυρώσεις στα λάθη, υπάρχουν ανταγωνισμοί και ζήλιες και ερωμένες που διαλύουν τις ζωές των άλλων. Υπάρχει επίσης και ένα άρρωστο παιδάκι που επιμένει να λέει ότι θα πεθάνει πριν κλείσει τα εννιά. Δεν είδα κανέναν από τους επαναστάτες του κοινοβίου να ενδιαφέρεται πραγματικά για την υγεία αυτού του παιδιού.Βαθμολογία: 2
ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ
«Rogue One: A Star Wars Story» (ΗΠΑ, 2016) του Γκάρεθ Εντουαρντς. Επική διαστημική περιπέτεια, η πρώτη αυτόνομη ταινία που σχετίζεται με την κουλτούρα του Star Wars, στους φαν του οποίου κατά κύριο λόγο απευθύνεται. Πρωταγωνιστούν οι Φελίσιτι Τζόουνς, Μαντς Μίκελσεν, Ντιέγκο Λούνα, Μπεν Μέντελσον (προβάλλεται σε 2D και 3D). Βαθμολογία: –
«Τραγούδα!» (Sing, ΗΠΑ, 2016) των Γκαρθ Τζέινινγκς, Κριστόφ Λουρντελέ. Πολλή μουσική και γνωστά τραγούδια σε μια ταινία κινουμένων σχεδίων απευθυνόμενη σε μικρούς και μεγάλους, με τη σφραγίδα των στούντιο Illumination Entertainment που έχουν δημιουργήσει ταινίες όπως οι «Εγώ, ο Απαισιότατος» και «Μπάτε Σκύλοι Αλέστε». Οι φωνές των Μάθιου ΜακΚόναχι, Ρις Γουίδερσπουν, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Σεθ ΜακΦάρλεϊν αντικαθίστανται από τους Θέμη Γεωργαντά, Γιάννη Χατζηγεωργίου, Τζωρτζίνα Λιώση, Ντένη Μακρή κ.ά. (προβάλλεται σε 2D και 3D) Βαθμολογία: –
«Ο πιστός» («The student», Ρωσία, 2016) του Κίριλ Σερέμπρενικοφ. Εξαιρετικά δυσάρεστη στη θεματολογία της ταινία, ακολουθεί τα βήματα ενός μαθητή (Πετρ Σκβόρτσοφ) αποφασισμένου να ακολουθήσει κατά γράμμα τη Βίβλο, κάτι που εκ των πραγμάτων είναι αδύνατον να γίνει. Με «οδηγό» του το θεατρικό έργο του Μάριους Βον Μάγενμπεργκ «Μάρτυρας», ο Σερέμπρενικοφ δείχνει αποφασισμένος να καταδικάσει τη χειραγώγηση της θρησκείας και τολμά να οδηγήσει την ταινία του στα άκρα λούζοντάς την με αίμα. Ο «Πιστός» συμμετείχε στο Τμήμα «Ενα Κάποιο Βλέμμα» του εφετινού Φεστιβάλ Καννών όπου απέσπασε το ειδικό Βραβείο «François Chalais 2016» για την καλύτερη απόδοση της σύγχρονης πραγματικότητας. Βαθμολογία: 2
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, -: χωρίς άποψη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στο http://www.tovima.gr/