Τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που παρέχουν οι ελληνικές ασφαλιστικές χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες. Από τη μία, υπάρχουν τα προϊόντα εγγυημένης απόδοσης, όπου το ποσό που θα λάβει ο ασφαλισμένος στην λήξη του προγράμματος είναι σε μεγάλο βαθμό προκαθορισμένο. Από την άλλη υπάρχουν τα unit-linked προγράμματα που συνδυάζουν την ασφάλιση με την επένδυση συνήθως σε αμοιβαία κεφάλαια ή ομόλογα και η απόδοση των οποίων δεν είναι καθορισμένη.
«Τα προϊόντα εγγυημένης απόδοσης δεν έχουν ρίσκο αλλά ειδικά στο σημερινό περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων δεν προσφέρουν μεγάλες αποδόσεις», σημειώνει ασφαλιστικός σύμβουλος στο insider.gr. «Ουσιαστικά τα προγράμματα εγγυημένης απόδοσης αποτελούν προϊόντα αναγκαστικής αποταμίευσης, ενώ τα unit-linked αποτελούν επένδυση με μεγαλύτερο ρίσκο αλλά και απολαβές».
Ανεξαρτήτως είδος προγράμματος θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το ιδιωτικό πρόγραμμα συνταξιοδότησης σημαίνει και μακροχρόνια δέσμευση. Ειδικά αν κάποιος επιλέξει ένα πρόγραμμα ετήσιων καταβολών, τότε δεσμεύεται για τα επόμενα 15-20 χρόνια ότι θα μπορεί να καταβάλει τα ασφάλιστρα.
Εκτός, όμως από την δέσμευση των χρημάτων, η επιλογή της ασφαλιστικής εταιρείας είναι αρκετά σημαντική. Σε αντίθεση παραδείγματος χάριν με την επιλογή τράπεζας που κάποιος μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταφέρει τον λογαριασμό του, στην ασφαλιστική η επιλογή είναι απόλυτα δεσμευτική καθώς «μεταφορά συμβολαίου» δεν νοείται, χωρίς τουλάχιστον σημαντικές απώλειες στα κεφάλαια που μεταφέρονται.
Θα πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό ότι ένα ιδιωτικό πρόγραμμα συνταξιοδότησης, τουλάχιστον στην σημερινή του μορφή δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κανονική σύνταξη από το Ταμείο Ασφάλισής αλλά λειτουργεί συμπληρωματικά .
Όπως είναι λογικό, με το χαμηλό ύψος ετησίων καταβολών που «τρέχουν» τα περισσότερα προγράμματα (500-1000 ευρώ τον χρόνο), το ύψος της σύνταξης που θα λάβει ο ασφαλισμένος, στην λήξη του προγράμματος, δεν θα είναι ιδιαίτερα υψηλό.
Αυτό που προτείνουν οι ασφαλιστές είναι τα ιδιωτικά προγράμματα συνταξιοδότησης να γίνονται όσο πιο νωρίς γίνεται. Αν κάποιος ξεκινήσει να αποταμιεύει στα 30 του θα έχει περισσότερο χρόνο να συγκεντρώσει ένα σημαντικό κεφάλαιο για τη συνταξιοδότησή του στα 65 του χρόνια από κάποιον που ξεκινάει την αποταμίευση στα 40 ή στα 50 του.
Τέλος, μια συμπληρωματική κάλυψη που προτείνουν όλοι οι ασφαλιστές είναι η απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων σε περίπτωση ανικανότητας εργασίας από ατύχημα ή ασθένεια. Με αυτή την κάλυψη η ασφαλιστική ουσιαστικά πληρώνει τα ασφάλιστρα αν ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να εργαστεί, οπότε εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη συνέχιση του προγράμματος.
του Κώστα Κετσιετζή – πηγή: www.insider.gr