«Ίδρυμα Νιάρχος. Από το πάρκο έρχομαι και στην κορφή κανέλλα-και με φωτογραφίες»

0

Δηλαδής έλεος, μόνο τα υδραυλικά και τα ηλεκτρολογικά δεν κοιτάξαμε. Όχι, το λέω για να μην έχεις παράπονο. Πως σούχω παραλείψει κάτι και δεν έχεις πλήρη εικόνα. Για το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ντε! Που βρίσκεται στο Φαληρικό Δέλτα κι άνοιξε προ ολίγων εβδομάδων τις πόρτες του, έτοιμο να φιλοξενήσει την Εθνική Λυρική Σκηνή και την Εθνική Βιβλιοθήκη.

Αφού είδαμε την Όπερα (όποιο παιδάκι, έχασε τη σχετική ξενάγηση, ανατρέχει εδώ), είδαμε και τη Βιβλιοθήκη (όποιο παιδάκι, έχασε και εκείνη την ξενάγηση, κανονικά κόβεται από απουσίες, αλλά επειδής είμαστε λαρτζ, ας κάμει ένα γρήγορο ριβιού εδώ και το καλό που του θέλω νάρθει διαβασμένο για τις εξετάσεις), μας μένει το τελευταίο κομμάτι του έργου για να σχηματίσουμε τελοσπάντων μία ολοκληρωμένη εικόνα.

Βρισκόμαστε στην οροφή της κατασκευής. Πάνω από τα δύο κτήρια. Στο ανώτερο επίπεδο όπου υπάρχει μία αίθουσα προορισμένη για ειδικές εκδηλώσεις.

Εδώ φθάνεις με ένα ασανσέρ μέσω ενός γυάλινου διαδρόμου που μοιάζει να αιωρείται λίγο κάτω από το ενεργειακό στέγαστρο. Το στέγαστρο αυτό αποτελεί καύχημα για τους κατασκευαστές, καθώς για τη δημιουργία του απαιτήθηκε σύνθετος σχεδιασμός και μπορεί να φαίνεται μεν σχετικά ανάλαφρο, αλλά σε πληροφορώ ότι ζυγίζει σχεδόν 4.700 τόνους. Ναι, από Δευτέρας δίαιτα.

Ο λόγος όμως που ανεβήκαμε εδώ απάνω, είναι προφανώς η θέα. Σε ένα έργο που βρίσκεται τόσο κοντά στη θάλασσα, αλλά που για να τη δεις θα πρέπει να σκαρφαλώσεις στην οροφή του. Και ακόμα κι εδώ, που σχηματίζεται ένα κάποιο μπαλκόνι, σούχουμε βάλει δυο μέτρα θάμνους μπροστά σου. Ώστε εντέλει πρέπει να σκωθείς και στις μύτες των ποδιών σου. Για να δεις κάτι που θάπρεπε να είναι αναπόσπαστο κομμάτι του συγκροτήματος και σημείο αναφοράς του. Το Φαληρικό Δέλτα!

Δυστυχώς, ο χώρος αυτός ουσιαστικά δεν επικοινωνεί με το Φαληρικό Δέλτα. Μαντρωμένο και αποκομμένο από την ακτογραμμή, το συγκρότημα του Ιδρύματος Νιάρχου αποτυγχάνει να αποτελέσει κομμάτι ενός ενιαίου περιπάτου. Με τη Συγγρού από τη μία πλευρά, την Ποσειδώνος από την άλλη και τους μάλλον αδιάφορους μικρούς δρόμους της Καλλιθέας από την τρίτη, το όλο πρότζεκτ φαίνεται φυλακισμένο και ανήμπορο να αναδειχθεί σε υπερτοπικό προορισμό και να δημιουργήσει ροή δημόσιου χώρου. Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Μα με ευρύτερη ανάπλαση και πιο ουσιαστική διασύνδεση με τη θάλασσα. Με προέκταση του υδάτινου καναλιού του ώστε να ενώνεται με το Φαληρικό Δέλτα. Με κάποιου είδους αρχιτεκτονικές πρόνοιες που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν μία ενιαία αισθητική πρόταση. Αλλά δεν.

Όλες οι παραθαλάσσιες πόλεις του κόσμου κοιτάζουν να βρουν τρόπους να αξιοποιήσουν το εξαιρετικό πλεονέκτημα της παραλίας, εμείς χτίσαμε ένα τσιμεντένιο λόφο ακριβώς μπροστά της, ο οποίος της έχει στρέψει τα νώτα του. Και μετά τον επενδύσαμε με χαμηλή βλάστηση για να μην πολυφαίνεται. Να με συγχωρείς, αλλά από τη στιγμή που πρωτάκουσα την ιδέα ως τώρα που την εβλέπω υλοποιημένη, συνεχίζω να απορώ. Μα γιατί; Γιατί δεν σιάξαμε ένα κτήριο που να φαίνεται από παντού; Ένα κτήριο που θα στεκόταν πάνω από την παραλία και θα επέκτεινε τους ορίζοντές του δεξιά προς τον Πειραιά και ανατολικά προς τον Άλιμο; Γιατί δεν σιάξαμε ένα κτήριο αγέρωχο και τολμηρό; Που θα ανανέωνε την αισθητική της πόλης και θα αποτελούσε τη νέα αρχιτεκτονική αναφορά της;

Ας κατηφορήσουμε. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάμουμε εδώ απάνου. Και μας περιμένει το τελευταίο κομμάτι αυτού του περιπάτου. Το πάρκο.

Το σημείο που περπατούμε είναι ουσιαστικά η στέγη της βιβλιοθήκης. Η οποία είναι επικλινής και δημιουργεί μία κατηφοριά που σε οδηγεί στο πάρκο. Η έκταση αυτή έχει καλυφθεί με χαμηλή βλάστηση και σου δημιουργεί την αίσθηση ενός κατάφυτου λόφου.

Ενός λόφου που ακόμα κι αν αρχικώς σε εντυπωσιάσει, θα ήθελα να μου εξηγήσει κάποιος τη χρήση του. Διότι να περπατήσεις πάνω σε αυτά τα φυτά δεν γίνεται. Να ανέβεις ως εδώ για να τα θαυμάσεις, πάλι χλωμό μού φαίνεται. Άρα;

Όσο περισσότερο κοιτάζω αυτό το πάρκο, τόσο μεγαλύτερη είναι η θλίψη και η απογοήτευσή μου.

Ένας μεγάλος διάδρομος σε οδηγεί χαμηλότερα, διασχίζοντας αυτό το φυτεμένο οικόπεδο.

Ένας διάδρομος απολύτως εκτεθειμένος. Χωρίς δέντρα, χωρίς παγκάκια, χωρίς απολύτως τίποτα. Ένας διάδρομος στον οποίο το καλοκαίρι δεν θα μπορείς να σταθείς από τον ήλιο, το χειμώνα δεν θα μπορείς να σταθείς από τον αέρα ή τη βροχή. Ένας άδειος διάδρομος. Ο οποίος πού ακριβώς καταλήγει;

Στο περιβόητο πάρκο. Που κι αυτό αποτελείται από χαμηλή βλάστηση.

Την οποία διακόπτουν σε κάποια σημεία, οι ελιές.

Και έρχομαι εγώ κι αναρωτιέμαι. Εκτός από την αρχική περιέργεια, ποιος θα έρθει εδώ να περπατήσει και γιατί; Εκτεθειμένος σε όλους τους καιρούς και δίχως μία πρόνοια φιλικότερης βλάστησης.

Ντοντ γκετ μι ρονγκ, δεν έχω τίποτε εναντίον των ελιών. Ωραιότατα δέντρα είναι και λατρεύω το χρώμα των φύλλων τους. Αλλά σκιά δεν κάμουν. Για πάρκο δεν προσφέρονται. Ή τουλάχιστον, όχι δίχως την προσθήκη και άλλων δέντρων.

Δενδρολίβανο, ρίγανη, θυμάρι, λεβάντα, φασκόμηλο. Συγχαρητήρια, όντως αυτές είναι ενδεικτικές μυρουδιές της ελληνικής υπαίθρου.

Αλλά λυπάμαι που θα στο πω και θα σε στεναχωρήσω, όταν έχεις μία τόσο μεγάλη απλωσιά και τη γεμίζεις με τέτοιους θάμνους, τότε είναι σα να διώχνεις τον κόσμο. Όχι γιατί δεν θα αρέσουν τα φυτά αυτά. Αλλά γιατί δεν προσφέρονται για μία πιο βιωματική εμπειρία αναψυχής. Δεν μπορείς να περπατήσεις πάνω τους. Δεν μπορείς να παίξεις ανάμεσά τους. Δεν μπορείς να ξαπλώσεις στη σκιά τους. Δεν μπορείς να πάρεις το βιβλίο σου και τ’ακουστικά σου και να την αράξεις κάπου εκεί ανάμεσα.

Και θα μου επιτρέψεις να πω ότι αυτό δεν είναι πάρκο, αλλά κτήμα στα Μεσόγεια Αττικής. Κάπου ανάμεσα στο Κορωπί και το Μαρκόπουλο. Λίγο πριν φτάσεις στα Καλύβια. Εκεί προς τον Κουβαρά, τρίτο φανάρι δεξιά.

Αλλά αυτό έλειπε από την Καλλιθέα και το Φάληρο; Αυτό έλειπε από την Αθήνα; Ένα κτήμα με θάμνους και ελιές; Ή μήπως θα ήταν προτιμότερο -λέω εγώ τώρα- ένα μικρό Χάιντ Παρκ; Με γρασίδι και ωραία, ψηλά δέντρα; Με ξέφωτα για τις λιακάδες μας, αλλά και σκιές για τους καύσωνές μας;

Το μόνο σημείο που έχει τη δυνατότητα μίας κάποιας χρήσης είναι ένας χώρος με γκαζόν, κάπου στο τέλος του πάρκου. Ανέμπνευστος κι αυτός, χωρίς καμία αισθητική πρωτοτυπία. Ένας τετράγωνος χώρος με γκαζόν. Γύρω του, ελιές.

Θα πουν πολλοί πως είμαι υπερβολικά αρνητικός. Πως δεν είναι δυνατόν να κριτικάρω ένα έργο που στήθηκε με χρήματα ενός ιδρύματος και τελοσπάντων ήρθε να καλύψει υπαρκτές ανάγκες. Κάποιοι θα μου υπενθυμίσουν πως είναι προτιμότερη η αξιοποίηση -έστω και με τα όποια της κουσούρια- από την εγκατάλειψη της προηγούμενης περιόδου ή από τη μιζέρια του ιπποδρόμου που για δεκαετίες βρισκόταν σε αυτόν τον χώρο.

Καλά κι ωραία όλα αυτά, τα συμμερίζομαι και τα κατανοώ. Εντούτοις γίνομαι και θα γίνομαι κριτικός για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, διότι θεωρώ ότι αυτή η χώρα δεν έχει παρά ελάχιστες τέτοιες ευκαιρίες για αλλαγές στην αισθητική και τη χωροταξία της. Και κατά τη γνώμη μου εδώ είχαμε μία χρυσή ευκαιρία για συνολική αλλαγή της μορφής του Φαληρικού Δέλτα. Μία χρυσή ευκαιρία να συνδεθεί το οικόπεδο αυτό με τη θάλασσα. Μία χρυσή ευκαιρία να δημιουργηθούν εγκαταστάσεις με μεγαλύτερη λειτουργικότητα και πολλαπλότητα χρήσεων. Μία χρυσή ευκαιρία για πραγματικά μοντέρνα αρχιτεκτονική που να λειτουργεί ως τοπόσημο και νέο σύμβολο της Αθήνας.

Αλλά είναι μία ευκαιρία που χάθηκε. Και για μία φορά ακόμα, πρέπει να συμβιβαστούμε με το λιγότερο. Ή να είμαστε και χαρούμενοι που το έχουμε, διότι η άλλη μας εναλλακτική ήταν το άθλιο ή το τίποτα. Πάλι ο πήχης πιο χαμηλά, πάλι η Αθήνα πιο πίσω. Διότι σκεφτήκαμε μάλλον κουτοπόνηρα ότι αν είχαμε άλλου τύπου βλάστηση, θα έπρεπε να την ποτίζουμε και να τη φροντίζουμε. Ενώ οι θάμνοι, τους απαρατάμε και τα ψιλοκαταφέρνουν μόνοι τους.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ανησυχώ. Πάρα, μα πάρα πολύ. Γιατί το έργο τόχουμε ξαναδεί στα Ολυμπιακά Ακίνητα. Όταν δεν υπάρχει σαφές business plan, όταν δεν έχουν εξασφαλιστεί οι συγκοινωνιακές προσβάσεις, όταν δεν είναι βέβαιες οι χρηματοδοτήσεις, όταν δεν υπάρχει ικανή μελέτη σκοπιμότητας, τότες -η εμπειρία έχει δείξει πως- η κατάληξη τέτοιων έργων στην Ελλάδα είναι η σύντομη παρακμή τους. Ας το παραδεχτούμε στους εαυτούς μας: δεν έχουμε οργανική σχέση με το δημόσιο χώρο. Δεν τόχουμε το κόνσεπτ ‘πάρκο’. Το έχουμε αποδείξει στο Πεδίον του Άρεως. Το έχουμε αποδείξει στο περίφημο Πάρκο Αντώνης Τρίτσης (που θυμίζω πως είναι το μεγαλύτερο πάρκο στην Αττική). Το έχουμε αποδείξει στο Ολυμπιακό Στάδιο. Το έχουμε αποδείξει στο Κέντρο Γυμναστικής του Γαλατσίου. Το έχουμε αποδείξει στο Πάρκο Στρατού στο Γουδί.

Θέλει άλλου τύπου αξιοποίηση ο δημόσιος χώρος. Θέλει αξιοποίηση που να καλεί τον κόσμο με πιο έξυπνο τρόπο και να τον εντάσσει με κράχτη περισσότερες και πιο πλουραλιστικές χρήσεις (π.χ. κάποια καταστήματα ή καφέ, εμπορικά κέντρα, συνένωση με τη θάλασσα για διαμόρφωση ενός ενιαίου περιπάτου, κ.λπ.). Μαντρωμένο και απομονωμένο, το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος αποτελεί αναντίρρητα μία ανάσα για τις γύρω περιοχές, αλλά πέραν της αρχικής περιέργειας που θα φέρει και φέρνει κάποιον κόσμο από παραπέρα, το συγκρότημα κατά τη γνώμη μου αποτυγχάνει εξ ορισμού να λειτουργήσει ως ένα υπερτοπικό σημείο αναφοράς για ολόκληρη την πολύπαθη Αθήνα. Και το λέγω, ειλικρινά στεναχωρημένος. Και απογοητευμένος. Μακάρι το μέλλον, να με διαψεύσει.
πηγή:http://pigkouinos.blogspot.gr/*

*Η άποψη του συγγραφέα του κειμένου, είναι προσωπική και δεν σημαίνει πως απηχεί τις απόψεις της Ομάδας Foroline-ADC

Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.