Μη μας παρεξηγήσετε, τα αγαπάμε τα αθηναϊκά μπαράκια. Πολύ. Στις μπάρες τους ξημεροβραδιαζόμαστε, από τα τραπεζάκια που απλώνουν έξω τα καλοκαίρια χαζεύουμε τον αθηναϊκό ουρανό, πάνω από τα κοκτέιλ τους ερωτευόμαστε, στήνουμε βαθυστόχαστες συζητήσεις, ανταλλάσσουμε συναρπαστικά και λιγότερο συναρπαστικά νέα.
της Ηρώς Κουνάδη
Η σχέση μας μαζί τους δεν είναι παροδικός έρωτας (που τυφλώνει) είναι βαθιά ριζωμένη αγάπη –που βλέπει πεντακάθαρα τα κακώς κείμενα. Άσχετα αν αυτά δεν είναι αρκετά για να την κάνουν να φύγει.
Το βιομηχανικό design. Όχι άλλες παλέτες που ζουν τη δεύτερη ζωή τους ως καναπεδάκια, μπουριά βαμμένα με μαύρο σπρέι, γυμνά βιομηχανικά πατώματα να κρυώνεις που τα βλέπεις και άβολα πλαστικά σκαμπό. Στην αρχή ήταν ενδιαφέρον. Τώρα πια είναι απλά κλισέ –και ψυχρό.
Οι μουσικές-χαλί. Πριν από 15 χρόνια μπορεί να σε έκαναν να φαίνεσαι ψαγμένος, τώρα είσαι απλά βαρετός. Καταδικάζουμε το mainstream απ’ όπου και αν προέρχεται (κάποτε λεγόταν Britney Spears, τώρα μπορεί να λέγεται πειραματική τρομπέτα με γαλλικό στίχο) και δηλώνουμε απερίφραστα ότι ποτέ κανείς δεν κέφαρε με τις jazz-o-funkιές.
Τα κοκτέιλ που κοστίζουν πάνω από 10€. Δεν δικαιολογούνται. Ούτε αν χρησιμοποιείς για βάση τους ρούμι 15ετίας (που δεν χρησιμοποιείς) ούτε αν έφτασες στη Βενεζουέλα για να βρεις αποσταγμένο εκχύλισμα αβοκάντο (που δεν έφτασες).
Τα «φτηνά ποτά» των 5€, που σερβίρονται στο συγκλονιστικά στενό ποτήρι που είναι φτιαγμένο για το ούζο. Δεν κοροϊδεύετε κανέναν, παιδιά.
Ο καφές που δεν σερβίρεται από μια ώρα και μετά. «Μα καλά, έρχεσαι κι εσύ στο μπαρ για να πιείς καφέ;». Ναι, από τη στιγμή που σχεδόν όλα τα μπαρ της Αθήνας ανοίγουν πια στις 10.00 το πρωί για καφέ και brunch και brownies και burgers και δε συμμαζεύεται, έχω δικαίωμα να μην θέλω να μεθύσω από τις 8.30 το απόγευμα –και το καλοκαίρι, ας πούμε, στις 8.30 *είναι* απόγευμα. Δικιά σου ιδέα ήταν, υποστήριξέ την μέχρι τέλους.
Οι άβολες καρέκλες. Κατά κανόνα απόρροια του βιομηχανικού design, αλλά όχι μόνο. Αυτουργοί είναι συχνά και η «νοσταλγική ατμόσφαιρα» (οι καρέκλες του σχολείου είναι φτιαγμένες για σπονδυλικές στήλες 12χρονων, περίεργο που κανένας ιδιοκτήτης μπαρ δεν έκανε ποτέ τον συνειρμό) και η «χύμα φιλοσοφία» (το καφάσι από τις μπύρες βολεύει ίσα-ίσα για να πιούμε μια μπύρα στην οικοδομή, ή στη μετακόμιση, όχι στο κοκτεϊλ-ό-μπαρο σου) και η απλή, παλιά καλή οικονομία (πόσο κοστίζει πια ένα ρημάδι μαξιλάρι για αυτή την σιδερένια καρέκλα που έχεις στην αυλή;).
Η δηθενιά, που θα έπρεπε να έχει πεθάνει μαζί με το Κολωνάκι των 90s, αλλά δυστυχώς κάνει ακόμα (περιορισμένες, ευτυχώς) εμφανίσεις σε ορισμένα μπαρ του κέντρου. Όπως σοφά το έθεσε πριν από λίγο καιρό ένας από τους αγαπημένους μας αθηναίους barmen, την ανωνυμία του οποίου θα προστατεύσουμε, «παιδιά, ποτά ανακατεύετε, χαλαρώστε λίγο με το υφάκι».