Ηταν από τις πιο επιβλητικές παρουσίες στην πίστα. Ψηλός, καλοντυμένος, πάντα με ακριβά κοστούμια και ένα κασμιρένιο μπεζ μακρύ παλτό ριγμένο στους ώμους.
Ετσι, σαν να βγήκε από φιγουρίνι, έφθασε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στα γραφεία της εφημερίδας όπου έκανα τα πρώτα μου βήματα. Ανοιξε την πόρτα, στάθηκε με χαμόγελο δίνοντάς μας χρόνο να συνηθίσουμε την παρουσία του και το άρωμα της κολόνιας που εισέβαλε μαζί του και συστήθηκε: «Μιχάλης Μενιδιάτης». Η μικρή αίθουσα έμοιαζε να έχει φρακάρει. Πίσω του, τρεις τέσσερις κλητήρες δεν μπορούν να πιστέψουν την… τιμή. Ο κύριος «Πετραδάκι… πετραδάκι» αυτοπροσώπως.
Ομως, όπως θυμίζει μέσα από τις 288 σελίδες της βιογραφίας του που έγραψε ο Κώστας Μπαλαχούτης, με τίτλο «Μιχάλης Μενιδιάτης: Πετραδάκι… πετραδάκι» και η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μένανδρος, είπε και πολλές άλλες επιτυχίες: «Μην περιμένεις πια»,
«Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις», «Ξημέρωσε, καλή μου», «Πήραν τα στήθια μου φωτιά», «Είδα τα μάτια σου κλαμένα, καλή μου», «Λαϊκός τραγουδιστής». Το ψηλό παιδί από το Μενίδι που ανέδειξε αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Απόστολος Καλδάρας είχε μοιραστεί νωρίτερα το πάλκο με πρωτοπόρους όπως οι Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Γεράσιμος Κλουβάτος, Δημήτρης Στεργίου (ο γνωστός Μπέμπης), Γιώργος Λαύκας, Τάκης Μπίνης κ.ά.
«Ακριβός μάγκας»
Ο Μιχάλης Καλογράνης –Μενιδιάτη τον βάφτισε ο Καλδάρας– ήταν «μάγκας με την ακριβή έννοια της λέξης. Κιμπάρης, άρχοντας σωστός στις εξηγήσεις του και στις συμπεριφορές του», περιγράφει ο συγγραφέας της έκδοσης τον ερμηνευτή. Τον έζησε, άλλωστε, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όσο προετοίμαζαν τη βιογραφία του.
Ο Μιχάλης Μενιδιάτης γεννήθηκε το 1932 στο Μενίδι (πέθανε το 2012), σε μια οικογένεια με οκτώ παιδιά, όπου, όταν δεν έκαναν αγροτικές δουλειές, στο γραμμόφωνο άκουγε τη Ρόζα Εσκενάζι. Ενωμένη οικογένεια, δεμένα αδέρφια, φάνηκε άλλωστε και στα χρόνια που ακολούθησαν, όταν έφτιαξαν το κέντρο «Φαντασία». Πολύ πριν, έβοσκαν πρόβατα στην Πάρνηθα, πουλούσαν ξύλα στην Κατοχή, χόρτα στη Σκουφά που έκοβαν στη λίμνη του Μαραθώνα.
Μπουζούκι ο Μενιδιάτης άκουσε ένα βράδυ του ’50 περνώντας από την πλατεία Βάθης. Μπαίνοντας στο κέντρο από όπου ακουγόταν ο ήχος, είδε πρώτη φορά τον Καλδάρα και τον Μπιθικώτση. «Ε, αυτό ήταν, μαγεύτηκα». Καιρό μετά αγόρασε το δικό του μπουζούκι στον Πειραιά και ο Ορφέας που σύχναζε στη «Δροσιά», μια ταβέρνα στο χωριό του, όπως αποκαλεί με νοσταλγία το Μενίδι, του έδειξε τα μυστικά. Στους μεγάλους παίκτες, Χιώτη, Σπόρο, Μπέμπη, Μητσάκη, Χατζηχρήστο, «οι ερμηνευτές στεκόμασταν προσοχή», διηγείται δείχνοντας τον σεβασμό που είχαν τότε στους δημιουργούς. Γιατί η δεκαετία του ’80 έφερε άλλες τακτικές.
Ο Κ. Μπαλαχούτης περιγράφει τη ζωή του ερμηνευτή, τα χρόνια της Κατοχής, της απελευθέρωσης, την εμφυλιακή Ελλάδα του σπαραγμού, την αστάθεια, το μίσος, το ξεκαθάρισμα λογαριασμών, την Ελλάδα που έκλαιγε μαζί με τη Ναργκίς τα επόμενα χρόνια στους κινηματογράφους. Είναι η εποχή που ο Καλδάρας διασκευάζει με μαεστρία, όπως κι άλλοι δημιουργοί, μελωδίες της ευρύτερης Ανατολής.
Δάσκαλος για τον Μενιδιάτη ήταν και ο Ακης Πάνου με τον λιτό ανατρεπτικό στίχο και τις χαρακτηριστικές μελωδίες του. «Ηταν ο νέος Τσιτσάνης», περιγράφει με εκτίμηση, όμως σε περίοπτη θέση είχε και τον Τάκη Λαμπρόπουλο, τον διορατικό «Τάκη Β΄».
Πρώτος στις… πλαστικές
«Μιχάλη, βγάλε την καμπούρα από τη μύτη», τον συμβούλευε ο Μανώλης Χιώτης. «Ο καλλιτέχνης πρέπει να ξεχωρίζει σε όλα του». Ετσι ο Μενιδιάτης παραδέχεται πως «έγινα ένας από τους πρωτοπόρους των πλαστικών εγχειρήσεων στην Ελλάδα». Διόρθωσε τη μύτη, νωρίτερα ένα παλιό σημάδι από τραύμα στο πρόσωπο.
Ωραίες ιστορίες για τον τρόπο που χόρευε ζεϊμπέκικο διηγείται για τον Χιώτη. «Στακάτο κι αντρικό» με ωραίες φιγούρες, ωραίο και του Βαμβακάρη με βήματα «βαριά και μετρημένα», άλλωστε σοβαρός και λιγομίλητος ήταν ο Μάρκος. Μιλάει για την οικογένειά του, τα παιδιά του, τον γιο του Χρήστο, που ακολούθησε τα βήματά του, αλλά και τους τραγουδιστές που ξεχώρισε. «Ζεστό παιδί, είχε έναν αέρα αρτίστικο κι ήταν πολύ ωραίος σε αυτά που ερμήνευε», θαυμάζει τον Τόλη Βοσκόπουλο, «τεχνίτη γλυκό» περιγράφει τον Γαβαλά, «κύριο» τον Γιάννη Πουλόπουλο.
Αναφέρεται στα χρόνια της «Φαντασίας», που έκλεισε το 1995, αλλά ώς τότε εκεί διασκέδασαν ο στρατάρχης Τίτο με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο Ωνάσης, ο Αντονι Κουίν, ο Σαβάλας, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ζωή Λάσκαρη, η Ρένα Βλαχοπούλου, που ήταν τακτικοί θαμώνες, όπως άλλωστε και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ζητούσε να του τραγουδούν το «Γεννήθηκες για την καταστροφή».
Από τη νύχτα έφυγε πριν αρχίσει η παρακμή της διασκέδασης. Το τοπίο άλλαζε και «κάθε όμορφο πράγμα έχει την αρχή και το τέλος του σ’ αυτήν τη ζήση». Αν και αρκετοί συνάδελφοί του παγιδεύθηκαν με τη φήμη τους, εκείνος γνώριζε πως «και την καρέκλα σου θα την πάρει άλλος, “νόμος ζωής”».
Για τη «Φαντασία», που είχαν οικογενειακώς, και τον τρόπο λειτουργίας μιλάει στον πρόλογο της έκδοσης ο Χρήστος Νικολόπουλος. «Την εποχή που οι μπράβοι οργίαζαν, δεν πάτησε ποτέ κανείς από αυτούς το πόδι του εκεί. Κι αυτό λέει πολλά!».
Οι νεότερες γενιές τώρα ανακαλύπτουν τις ερμηνείες του στα τραγούδια των Απόστολου Καλδάρα, Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, Γιώργου Σαμολαδά, Μανώλη Χιώτη, Ακη Πάνου, Νίκου Καρανικόλα, Τάκη Κωλέτη, Γιάννη Καραμπεσίνη, Κώστα Σούκα, Τάκη Μουσαφίρη. Και βέβαια τον «Λαϊκό τραγουδιστή» –«Θητεία» το ονομάζουν άλλοι–, που έγραψε το 1975 ο Διονύσης Σαββόπουλος για την ταινία «Happy Day» του Παντελή Βούλγαρη.
Το βλέμμα του Ακη Πάνου
Η περιγραφή του Δ. Σαββόπουλου όταν πήγε με τον Γιώργο Μακράκη στο σπίτι του αδελφού του Μενιδιάτη, Κοσμά, στην οδό Πατησίων είναι από τις ωραιότερες στιγμές της έκδοσης. Εκεί «ήταν οι Καλογράνηδες, μαζί με τις γυναίκες τους, με υποδέχτηκαν σαν να ήμουν υπουργός. Μου πρόσφεραν ουίσκι με ξηρούς καρπούς», περιγράφει τη συνάντηση ο τραγουδοποιός. Περνούσε η ώρα με την οικογένεια παρούσα αλλά δεν έβαζαν την κασέτα να παίξει. Μέχρι που χτύπησε το κουδούνι και μπήκε ο Ακης Πάνου. «Αυτόν περιμένανε για να δώσει την έγκριση για το αν θα το πει ή όχι ο Μιχάλης το τραγούδι». Το βλέμμα του Ακη έλεγε «εντάξει». Κι έτσι σήμερα έχουμε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που είπε ο λαϊκός ερμηνευτής με αυτό το αυστηρό αντρικό παράπονο.
πηγή:Έντυπη Καθημερινη