Τρεις μέρες μετά την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων για τα 89α βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου,δύο ταινίες με υποψηφιότητες κυριαρχούν στις αίθουσες
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
«Moonlight» (ΗΠΑ, 2016)
Μια από τις πραγματικές εκπλήξεις του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου της περασμένης χρονιάς, μια ταινία που έχει ήδη διακριθεί σε πολλές βραβεύσεις με αποκορύφωμα τα οκτώ Οσκαρ που από χθες διεκδικεί, είναι το «Moonlight» (ΗΠΑ, 2016) του Μπάρι Τζένκινς που από σήμερα διανέμεται περιορισμένα σε δύο αίθουσες της Αθήνας και μία της Θεσσαλονίκης. Η πυκνή καταγραφή τριών σταδίων της ζωής ενός μαύρου ομοφυλοφίλου, του Σαϊρόν, από την παιδική ηλικία μέχρι την ωριμότητα των 30, αυτό είναι με απλά λόγια η ταινία. Τρεις φέτες ζωής δομημένες με σχολαστική ακρίβεια και πολύ σταθερά βήματα, ώστε τελικά το πρόσωπο που βλέπουμε να μεγαλώνει στην ταινία, να αποκτά μια πληρότητα αλλά και την πλήρη κατανόηση του θεατή.
Ο Σαϊρόν λοιπόν, ως παιδάκι (Αλεξ Ρ. Χίμπερτ), ως μαθητής Γυμνασίου (Αστον Σάντερς) και ως ώριμος άνδρας (Τρεβάντε Ρόουντς). Μεγαλώνει μέσα στη φτώχεια μιας πλευράς του Μαϊάμι που το σινεμά δεν συνηθίζει να εικονογραφεί, στο πλάι μιας μάνας (Ναόμι Χάρις, υποψήφια για Οσκαρ Β’ ρόλου) που εκδίδεται για να βγάλει χρήματα. Στο πρόσωπο ενός πολύ ανθρώπινου dealer ναρκωτικών (Μαχερσάλα Αλι, υποψήφιος για Οσκαρ Β’ ρόλου) βλέπει τον φίλο και πατέρα που ποτέ δεν είχε. Αργότερα, στο Γυμνάσιο, πέφτει διαρκώς θύμα bullying και παράλληλα νιώθει το πρώτο σκίρτημα του έρωτα για έναν συμμαθητή του. Και τέλος, βρίσκεται μόνος στη ζωή, μόνος στον εχθρικό κόσμο του περιθωρίου όπου βρέθηκε χωρίς να το ζητήσει, στον ίδιο χώρο όπου εξάλλου μεγάλωσε, έναν κόσμο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να τον καταπιεί.
Ο Σαϊρόν είναι ένα σφουγγάρι, ένας λιγομίλητος παρατηρητής της ζωής, που άλλοτε απορημένος, άλλοτε φοβισμένος, άλλοτε προβληματισμένος προσπαθεί να διαχειριστεί ή και να καταλάβει ακόμη την ομοφυλοφιλία του. «Θέλω να κάνω πολλά πράγματα που δεν βγάζουν νόημα» λέει χαρακτηριστικά σε κάποια φάση της ζωής του. Ολα αυτά όμως διαπερνούν την ταινία με μια αίσθηση γαλήνης, ενώ οι ελάχιστες εκρήξεις είναι απολύτως δικαιολογημένες στο σενάριο. Γιατί τελικά δεν χρειάζονται πολλά λόγια, δεν είναι απαραίτητες οι υπερβολές που ενίοτε βλέπουμε σε τέτοιου είδους ταινίες (στο μυαλό μου ήρθε το «Precious»). Χρειάζεται ηρεμία αλλά κυρίως αγάπη, τα δύο στοιχεία που ο Μπάρι Τζένκινς είχε για να κάνει μια πραγματική ταινία Τέχνης, να μιλήσει κατευθείαν στην καρδιά μας για το καυτό θέμα που προφανώς τον απασχολεί προσωπικά. Βαθμολογία: 4
Jackie» (ΗΠΑ, 2016)
Κλασική περίπτωση ταινίας που ξεχωρίζει κατ’ αρχάς για την κεντρική ερμηνεία της, η «Jackie» (ΗΠΑ, 2016), πρώτη αμερικανική παραγωγή του εξαιρετικού χιλιανού σκηνοθέτη Πάμπλο Λαρέν, επικεντρώνεται στη Ζακλίν Κένεντι τις πρώτες μέρες μετά τη δολοφονία του συζύγου της και προέδρου των ΗΠΑ Τζον Φ. Κένεντι.
Ο Λαρέν δεν θέλει να κάνει μια «κλασική» βιογραφία και αυτή, βέβαια, είναι η ομορφιά της ταινίας. Αναμειγνύοντας το παρόν με το παρελθόν με άξονα μια συνέντευξη που η Κένεντι έδωσε μετά τη δολοφονία, ο σκηνοθέτης με τη βοήθεια του προσγειωμένου σεναρίου του Νόα Οπενχάιμ περνά στον θεατή περισσότερο τη δική του άποψη για το πώς θα μπορούσε να νιώθει μόνη μέσα στο πανδαιμόνιο η Κένεντι. Στην ουσία σκηνοθετεί την ψυχή της ηρωίδας. Ο περιβάλλων χώρος και το παρασκήνιο της τραγωδίας και όχι η αναπαράστασή της είναι το φόντο που αφορά τον Λαρέν, όπως είχε γίνει με την εξαιρετική ταινία του «Post Mortem» όπου το θέμα ήταν ο αντίκτυπος της δολοφονίας του Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Και ναι, η ταινία περιέχει πραγματικά δυνατές σκηνές, όπου βλέπουμε την πρώην Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ να παλεύει με το πένθος, με την παρηγοριά των παιδιών της αλλά και τον προσδιορισμό της πολιτικής κληρονομιάς του συζύγου της. Και φυσικά, η Νάταλι Πόρτμαν που την υποδύεται οφείλει να κάνει θαύματα εφόσον ο φακός του σκηνοθέτη είναι στραμμένος κατά το 100% πάνω της. Η ήδη βραβευμένη με Οσκαρ Α’ ρόλου για τον «Μαύρο κύκνο» ηθοποιός διεκδικεί και πάλι το ίδιο βραβείο ενώ έχει προταθεί δύο ακόμη υποψηφιότητες για Οσκαρ: κοστουμιών και μουσικής (Mίκα Λεβί). Βαθμολογία: 3
Με τον Τζέιμς Μακ Αβόι σε έναν ρόλο που θεωρώ ότι θα «κυνηγά» για πολύ καιρό τον ταλαντούχο και κατά τη γνώμη μου υποτιμημένο σκωτσέζο ηθοποιό, ο «Διχασμένος» («Split», ΗΠΑ, 2016) είναι ταυτόχρονα μια γενναία επιστροφή του Μ. Νάιτ Σάμαλαν σε ένα σινεμά που ξέρει να χειρίζεται πολύ καλά (και που με ταινίες όπως το «After earth» και «Ο τελευταίος κυνηγός του ανέμου» φάνηκε να εγκαταλείπει): το ψυχολογικό θρίλερ μυστηρίου στο οποίο, συνήθως, υπάρχει μια μεγάλη ανατροπή. Εδώ μπορεί να μην υπάρχει ανατροπή, υπάρχει όμως ατμόσφαιρα, σασπένς και βέβαια ο Μακ Αβόι σε έναν τρομερά αβανταδόρικο, πραγματικά προκλητικό ρόλο, εκείνον του Κέβιν, ενός ψυχασθενούς με πολλαπλές προσωπικότητες, ο οποίος απάγει τρία κορίτσια, τα κλείνει μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα και «παίζει» μαζί τους μέσα από διαφορετικά «πρόσωπα».
Το τελευταίο και πιο επικίνδυνο πρόσωπο φαίνεται ότι θα είναι το Τέρας -ουαί και αλίμονο αν βγει στην επιφάνεια. Θα τον δούμε με μπορντό ζιβάγκο, γκρι φούστα και λευκό κολιέ στο στήθος να μιλάει σαν αυστηρή δασκάλα ή οικονόμο τύπου Τζούντι Αντερσον στη «Ρεβέκκα», θα τον ακούσουμε να ψευδίζει ως εννιάχρονος «Hedwig με τις κόκκινες κάλτσες», θα ανατριχιάσουμε από την ικανότητά του να υποδύεται ένα άτομο με 23 (!!) διαφορετικές προσωπικότητες, το οποίο μπορεί να αλλάξει τη χημεία του σώματός του ανάλογα με τις σκέψεις του!
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ενοχλητικό και φοβιστικό θρίλερ και ένα από τα χαρίσματά του είναι ότι δεν βλέπουμε καθόλου αίμα. Αυτό που βλέπουμε, κυρίως, είναι οι εκφράσεις του προσώπου του Μακ Αβόι που είναι αρκετές για να μας προκαλέσουν ανατριχιλία. Διόλου τυχαία. Ο Μ. Νάιτ Σάμαλαν είναι ένας δημιουργός που ξέρει πολύ καλά πώς να παίζει με τις φοβίες μας κρίνοντας από ταινίες όπως το «Σκοτεινό χωριό», ο «Αφθαρτος» και φυσικά το αριστούργημά του, «Η έκτη αίσθηση». Δεν έχει ανάγκη από τους κουβάδες αίματος των splatter. Στηρίζεται σε ιδέες. Εν προκειμένω και ερμηνείες. Βαθμολογία: 4
«Ο καλύτερος φίλος μου» («A dog’s purpose», ΗΠΑ, 2017)
Την περασμένη εβδομάδα, λίγο πριν από την αμερικανική διανομή της ταινίας «Ο καλύτερος φίλος μου» («A dog’s purpose», ΗΠΑ, 2017) του Σουηδού Λάσε Χάλστρομ, τηλεοπτικό ρεπορτάζ σχετικό με την ταλαιπωρία ενός σκύλου κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων προκάλεσε γύρω της έναν αρνητικό αέρα. Η εταιρεία παραγωγής Amblin Entertainment προέβη σε επίσημη διάψευση της είδησης, ενώ αρκετά ειρωνικά, η ίδια η ταινία προασπίζεται ακριβώς το αντίθετο, μιλώντας για την ανεκτίμητη σχέση που μπορεί να προκύψει ανάμεσα σε έναν σκύλο και στο αφεντικό του. Η βασική ιδέα (και ο Χάλστρομ τη χειρίζεται θαυμάσια) είναι η ζωή μέσα από τα μάτια του σκύλου, ή καλύτερα πολλών σκύλων τους οποίους ακούμε να μιλούν (off με τη φωνή του ηθοποιού Τζος Γκαντ) για την εμπειρία τους με τα αφεντικά, τις δυσκολίες τους, τους ανταγωνισμούς με ανθρώπους και ζώα κ.ο.κ. Βλέποντας αυτή την ταινία νιώθεις σχεδόν την ανάγκη να αποκτήσεις έναν τετράποδο φίλο, ενώ η εκπαίδευση που έχει γίνει πάνω στα ίδια τα ζώα είναι κυριολεκτικά απίστευτη, σε σημείο να μην πιστεύεις τα μάτια σου (παίζουν οι Ντένις Κουέιντ, Κ. Τζ. Απα, Τζον Ορτιζ κ.ά.). Βαθμολογία: 3
ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ
Την Κυριακή 29 Ιανουαρίου στον Δαναό θα προβληθεί το ντοκιμαντέρ «Σιωπηλός μάρτυρας» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, μια ματιά πάνω στη φυλακή Τρικάλων που το 2006 έκλεισε ύστερα από 110 χρόνια λειτουργίας. Επτά πρόσωπα που συνδέθηκαν καθοριστικά με τη φυλακή, επιστρέφουν σήμερα σε αυτή για να ανασυνθέσουν το παρελθόν της με τις προσωπικές τους αφηγήσεις. Βαθμολογία: –
Βαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, -: χωρίς άποψη