Με χίλιους κι έναν τρόπους μπορεί να ασχοληθεί με τα κοινά η ποίηση, η προσωπική και η λαϊκή. Ο χειρότερος, αυτός που διαβάλλει την τέχνη του λόγου υποτάσσοντάς τη σε δόγματα και «Σκοπούς», είναι ο τρόπος της φανατικής στράτευσης.
Η ποίηση που θέλει να μιλήσει για τη ζωή ως έχει, αλλά και για τη ζωή όπως θα αντιστοιχούσε στο ύψος του ανθρώπου, μια ποίηση δηλαδή βαθιά και ελεύθερα πολιτευόμενη, δεν χρειάζεται να φωνάζει, να δοξάζει, να μηρυκάζει καταγγελίες, να στρατολογεί. Μπορεί να κάνει τη δουλειά της με ηρεμία· αρητόρευτα. Αυτό το βλέπουμε συχνά στη δημοτική ποίηση, και μάλιστα σε τραγούδια που θα τα θεωρούσαμε υπεράνω κάθε (πολιτικής) υποψίας.
Εκεί που είσαι απολύτως σίγουρος πως οι στίχοι του λαϊκού ποιητή μιλούν για θρύλους, δράκοντες και θεόρατους ήρωες ή αντιήρωες που «μέσα στα ρουθούνια τους βόδια ’χουν σταλισμένα», για πράγματα απίθανα, απίστευτα και εξωανθρώπινα εν ολίγοις· εκεί που βλέπεις να χρησιμοποιείται κατά κόρον το τέχνασμα της υπερβολής και το σχήμα αδυνάτου· εκεί λοιπόν που πιστεύεις πως έχεις να κάνεις με έμμετρα παραμύθια, ξάφνου εισβάλλει ωμή η πραγματικότητα, κοινωνική και ιστορική. Και σε καθηλώνει, έτσι απλά και απτά όπως δίνεται.
Μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις της απρόσμενης συμπλοκής μύθου και πραγματικότητας, φαντασίας και ρεαλισμού, τη συναντάμε στα δημοτικά τραγούδια που αφιερώνονται στο θάνατο του Διγενή.
Λίγοι στίχοι τους, οι εναρκτήριοι, έχουν ακόμα το ίχνος τους στη συλλογική μνήμη, ίσως και επειδή από κάποια στιγμή κι έπειτα κυκλοφόρησαν τραγουδισμένοι στην αγορά, την εμπορική πια, όχι την ανοιχτή και ελεύθερη της ανθρώπινης κοινότητας: «Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης ανατρομάσσει / κι η πλάκα τον ανατριχά πώς θα τονε σκεπάσει…». Η πλοκή αυτών των δημωδών τραγουδιών συμβαδίζει μέχρις ενός μόνο σημείου με την πλοκή του «εθνικού έπους των νεωτέρων Ελλήνων», όπως χαρακτήρισε το Επος του Διγενή ο Νικόλαος Πολίτης, που φρονεί ότι το έπος «ουδέν άλλο είναι, ειμή διασκευή των ακριτικών ασμάτων» (περίπου όπως συνέβη με τα ομηρικά έπη), τα δε «ακριτικά άσματα, περιέχοντα ύλην μη χρησιμοποιηθείσαν υπό του έπους ή παραποιηθείσαν υπ’ αυτού, προήλθον πάντως εξ άλλης πηγής». Από παραλλαγή σε παραλλαγή λοιπόν, κατά τον τόπο και το χρόνο (που λειτουργούν σαν κινητήρες της έμπνευσης ή σαν μετασχηματιστές του υλικού της παράδοσης), θίγονται καινούρια ζητήματα. Και είναι στ’ αλήθεια απροσδόκητο –αλλά και συναρπαστικό– να διαβάζεις τραγούδια για το θάνατο του Διγενή, του μέγιστου ήρωα, και να βλέπεις πως ο θάνατος, που κατάφερε να τον νικήσει με δολιότητα, τον επαναφέρει βίαια στην κοινωνία των ανθρώπων, σαν μέγας εξισωτής. Τον ξανακάνει έναν απ’ όλους. Ακριβώς όπως ο ομηρικός Αχιλλέας στη «Νέκυια» της «Οδύσσειας». Ή μάλλον χειρότερα: γιατί πάνω στην έξοδό του από τον φθαρτό μας κόσμο ο Διγενής συνειδητοποιεί ότι, από ανδραγάθημα σε ανδραγάθημα, αφήνει την οικογένειά του φτωχή. Χρεοκοπημένη. Η γυναίκα του και τα παιδιά του, ορφανοί από καθετί ηρωικό, δεν είναι παρά ταπεινοί (χειρότερα: ταπεινωμένοι) χρεοφειλέτες, που οι δανειστές τούς απειλούν με κατάσχεση των υπολειμμάτων της περιουσίας τους και με εκποίησή τους.
Χρέη. Δανειστές. Χρεοφειλέτες. Κατασχέσεις. Εκποιήσεις. Πλειστηριασμοί. Οροι, σκληρότατοι, της καθημερινότητας που ζουν πάμπολλοι αναγκεμένοι και απελπισμένοι άνθρωποι στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Κι ωστόσο όροι που έρχονται από πολύ παλιά, και από περιοχές της ποίησης που πιθανόν δεν θα τις περιμέναμε. Ισως για να μας πουν ότι στην ανθρώπινη ιστορία μερικά πράγματα ή συναισθήματα μένουν ασάλευτα και ανεπηρέαστα. Για παράδειγμα η απληστία, και η ανημπόρια μπροστά της ακόμα και των σπουδαίων μορφών της δόξας και του θρύλου, που κάπως κάτι έκαναν για το κοινό καλό.
Στο δοκίμιό του «Ο θάνατος του Διγενή» (πρωτοδημοσιεύτηκε στο περ. «Λαογραφία» το 1909 και επανεκδόθηκε από την Ακαδημία το 1980, ως τμήμα του 4ου τόμου με τα «Σύμμικτα» του συγγραφέα), ο Πολίτης παραθέτει δεκάδες παραλλαγές του τραγουδιού. Παραθέτω τους τελευταίους στίχους της ροδιακής: «“Που θα πεθάνω ε χολιώ, χολιώ μ’ αυτά που φήνω. / Που φήνω δυο αρφανά παιδιά, άουρον και κορίτσι. / Και φήνω και λλιάκι χριός, χίλιες χιλιάδες άσπρα, / και φήνω και λιάκι βιός, χίλι’ αρκατών αμπέλι”. / Ο Διενής επέθανεν και πάσι να το χώσου, / πάσι κι οι χριοφελέτες του τ’ αμπέλιν να πουλήσου, / πάσι και τα μικρά παιδιά να το ποχαιρετήσου. / Μπαίνουν στη μέσην κλαίσιν το, / στην άκριαν ναστενάζου. / “Αχ, αμπελάκι μου χρουσόν, του κόσμου ζουλεμένο, / τώρα π’ α σε πουλήσουσιν, εμείς τι α γενούμε;” / Τότες τ’ αμπέλιν τ’ άλαλον απιλογιάν τις δίει: / “Ας με κλαδέψου γέροντες, με σκάψουν παλικάρια, / ας με καρπολοήσουσιν τ’ απάρθενα κορίτσια, / τότες τα τριάντα δυο βουτσιά κρασί θα τα γιμώσω / κι απού τα ποτσαμπούρια μου το χριός θενά το δώκω”». Απιλογιά είναι η απάντηση, βουτσιά τα βαρέλια, ποτσαμπούρια τα τσάμπουρα, αρκάτες οι εργάτες, οι δε χριοφελέτες είναι οι δανειστές εδώ, όχι οι δανεισθέντες, όπως τώρα.
Ώστε, λοιπόν, μόνο αν συνδυαστεί πείρα και νιότη και δουλευτεί ό,τι όντως μας ανήκει, τ’ αμπελάκι μας, υπάρχει φως. Πώς όμως έφτασε ο Διγενής να χρωστάει τον ουρανό με τ’ άστρα, αφού το «λιγάκι χρέος» του είναι χίλιες χιλιάδες άσπρα; Το δημοτικό σπάνια αφήνει κενά ή σκοτεινά σημεία. Ο,τι εκκρεμεί σε μία παραλλαγή, θα εξηγηθεί σε άλλη. Από τις παραλλαγές που δημοσιεύει ο Πολίτης, πέντε δείχνουν (χωρίς να αναφέρονται συγκεκριμένα στον Διγενή) πώς μπορεί να προκύψει υπέρογκο χρέος, που καταντάει δούλο τον χρεοφειλέτη, και ποιοι έχουν τη δύναμη και τη βούληση να οδηγούν ανθρώπους (να πούμε και χώρες;) σε χρεοκοπία, για να τους έχουν του χεριού τους. Σε δύο πελοποννησιακές παραλλαγές, μία ευρυτανική, μία ηπειρώτικη και μία από την Ανατολική Ρωμυλία, πρώιμα λαϊκιστικές φαίνεται, ως υπαίτιος προσδιορίζεται ο κοτζάμπασης / ο προεστός – γέροντας / ο δημογέροντας / ο τζορμπατζής (προσηγορικό των γαιοκτημόνων και των προκρίτων). Δηλαδή, υπεύθυνοι είναι οι έχοντες και κατέχοντες. Λέει, π.χ., το κρίμα του ο αυθεντικός φορομπήχτης (η λέξη μαρτυρείται από το 1892): «Εκείνον τον παλιόν καιρόν και το παλιόν ζαμάνι, / μ’ είχεν η χώρα προεστόν, μ’ είχεν η χώρα πρώτον. / Κι αντ’ άριχνα το δόσιμο και το βαρύ τεφτέρι, / δέκα στους πλούσιους έριχνα, στις χήρες δεκαπέντε, / στη δόλια τη φτωχολογιά έριχνα τριάντα πέντε». Οπου δόσιμο, το νιώθουμε, ο φόρος.
Μα όχι. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται.
Άρθρο του Παντελή Μπουκάλα
Έντυπη Έκδοση της εφημερίδας “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”
Οι αναδημοσιεύσεις Άρθρων Γνώμης , δεν απηχούν κατ’ ανάγκη και τις απόψεις της Ομάδας foroline