Ανάμεσα στην Περικλέους και την Κολοκοτρώνη, στην καρδιά της Αθήνας, και ανάμεσα στη Λέκκα και στην πλατεία της Αγίας Ειρήνης, σε όλο αυτό δηλαδή το παλιό κομμάτι της Αθήνας, βρίσκονται αφανείς θησαυροί.
του Νίκου Βατόπουλου
Κανείς, σχεδόν, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει κάθε γωνιά της Αθήνας, κάθε κόγχη και κρύπτη, γιατί είναι πολλά τα μυστικά περάσματα και οι αθέατες όψεις. Στοές βγαίνουν σε κλειστές αυλές, ταράτσες τριώροφων δίνουν απρόβλεπτες οπτικές και σφυρήλατες πόρτες σφραγίζουν ακμαία, άλλοτε, εμπορικά μαγαζιά.
Παρατηρούσα πόσο πολλά κτίρια πρέπει να χτίστηκαν σε αυτό το παλιό κομμάτι της Αθήνας από τους Βαλκανικούς Πολέμους ώς την Κατοχή. Γεμάτοι είναι οι δρόμοι και τα στενά από μικρά και μεγάλα διώροφα, τριώροφα και τετραώροφα του 1915, του 1926, του 1938…
Υπάρχει αύρα Μεσοπολέμου, δίπλα στα πολυώροφα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Αλλά, αν μπαινοβγαίνει κανείς στα στενά, στη Θησέως, στη Ρόμβης, στην Κλειτίου, στην Κτενά, στη Χαβρίου, στη Σκουζέ, στη Βασιλικής, σε όλα αυτά τα χωνεμένα στη μνήμη της Αθήνας δρομάκια, σμιλεμένα από κύκλους ζωής, νιώθει περιτριγυρισμένος από μια παράλληλη πόλη. Είναι όλα αυτά τα μισοκρυμμένα κομμάτια της αλλοτινής Αθήνας που αν θελήσει κάποιος μπορεί να τα εντοπίσει ανάμεσα σε χαραμάδες, σε ξεχασμένες στοές και κλειδαμπαρωμένες πόρτες.
Στην οδό Ρόμβης, που είναι ένας δρόμος φορτωμένος με αθηναϊκά σήματα από τον 19ο αιώνα έως σήμερα, προχωρούσα με διερευνητικό βλέμμα όταν είδα αυτήν την περίεργη μορφή σφυρηλατημένη σε μια παλιά πόρτα στον αριθμό 22. Ηταν μια μάσκα, σαν θεατρική, ένα οβάλ μενταγιόν στις κάθετες ράγες της εξώθυρας. Συνέλεξα νοερά τη μορφή αυτή ως ένα απρόσμενο λάφυρο μιας αθηναϊκής εξερεύνησης, αλλά ύστερα από λίγο η επίδρασή της θάμπωσε καθώς είχα υποκύψει στον πειρασμό να μπω μέσα στην παλιά στοά, στην Περικλέους 46.
Αν σας αρέσουν τα ξεχασμένα αστικά, θαμπά αδιέξοδα, εξερευνήστε αυτήν την αθηναϊκή εσοχή. Το κτίριο εξωτερικά είναι ένα απλό, μοντέρνο του 1930, και απλή είναι και η στοά. Αλλά η ατμόσφαιρα είναι αυθεντική. Ο δίρριχτος φεγγίτης φέρνει μέχρι το δάπεδο χλωμό το φυσικό φως, αλλά το βλέμμα σας θα σταθεί στους ανεμιστήρες και στα φωτιστικά οροφής. Επιγραφές ξεχασμένες επί δεκαετίες επιτείνουν την αίσθηση της αστικής ανασκαφής, αίσθηση που απογειώνεται αν περάσετε την πρώτη εσωτερική, μέσα στη στοά, πόρτα αριστερά που οδηγεί στους ορόφους. Είναι δύο δίδυμες πόρτες, αρ ντεκό, ξύλινες, υπόλευκες. Οταν ήμουν εκεί, η πρώτη πόρτα ήταν ανοιχτή και είδα –στην ευθεία της σκάλας– μια σειρά, σαν ζωφόρο, από περίπου δέκα ξύλινα προπολεμικά γραμματοκιβώτια κάτω από τα ίδιας εποχής ρολόγια του ηλεκτρικού.
Ξεχνάς ότι ζεις στο 2017, ο χρόνος γίνεται σχετικός.
Οταν έστριψα αριστερά την οδό Θησέως, κοντοστάθηκα να περιεργαστώ το διώροφο, με τις εκλεκτικιστικές γιρλάντες, στον αριθμό 5. Είναι ένα ωραίο σπίτι, όμοιο με πολλά της κατηγορίας του. Αλλά, μέσα από τα ρολά που σφραγίζουν την πλαϊνή είσοδο, είδα, στην αυλή, τη στριφογυριστή σκάλα με το αρ ντεκό κιγκλίδωμα και, κυρίως, ένα άλλο σπίτι στο βάθος, με κόκκινο χρώμα και στυλ βυζαντινού αρ νουβό. Πήγα ολόγυρα, πέρασα πάλι από τη Ρόμβης για να το εντοπίσω, αλλά ήταν αργότερα που το είδα να αχνοφαίνεται στο βάθος μιας κλειστής στοάς στην Περικλέους 42. Είχα επιβεβαίωση πλέον για τις αφανείς κόγχες της παλιάς Αθήνας.
πηγή:Έντυπη Καθημερινή