Οι νέοι, αν θέλουν να προκόψουν, φεύγουν έξω, λέει το γνωστό κλισέ. Κάποιοι όμως γυρίζουν πίσω. Και όχι επειδή στριμώχνονται επαγγελματικά. Οι πέντε άνθρωποι που θα γνωρίσετε παρακάτω επέστρεψαν στην Ελλάδα καθαρά από επιλογή. Τους ρωτήσαμε το γιατί.
του Βύρωνα Κριτζά
Μάρκος Κιοσέογλου – 30 ετών, επιχειρηματίας
«Οι φίλοι μου βρίσκονται εδώ, η οικογένειά μου το ίδιο»
Μπορείς να καταλάβεις τη «θητεία» του Μάρκου Κιοσέογλου στο εξωτερικό από τις αρκετές αγγλικές λέξεις που χρησιμοποιεί. Ο ίδιος άφησε την Ελλάδα πριν από 12 χρόνια, το 2004, σπουδάζοντας Management Science & Business στο Warwick, και το 2009 εγκαταστάθηκε στην Αμερική για να κάνει ΜΒΑ. Αναζητώντας εκεί μια δουλειά πλήρους απασχόλησης, όλοι κολλούσαν σε μια μικρή λεπτομέρεια: «Εκανα 500 αιτήσεις, 25 συνεντεύξεις και, με το που άκουγαν τη λέξη “Visa”, μου έλεγαν “ευχαριστούμε, γεια σας”», θυμάται. «Δεν ήθελαν μη Αμερικανούς».
Τα πράγματα πήγαν καλύτερα όταν το 2012 μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου βρήκε απασχόληση στην ταξιδιωτική εταιρεία Expedia και ίδρυσε με άλλες τέσσερις κοπέλες το περίφημο Reload Greece. «Είναι μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που βοηθάει Ελληνες της Διασποράς και φιλέλληνες να ξεκινήσουν επιχειρήσεις στο εξωτερικό οι οποίες θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην οικονομία ή στην κοινωνία της Ελλάδας. Αντιλήφθηκα τότε ότι υπήρχε κόσμος που ήθελε να βοηθήσει τη χώρα μας και δεν ήξερε πώς να το κάνει. Επίσης γνώρισα ανθρώπους που, αντί να γκρινιάζουν, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν κάτι καλό για τους εαυτούς τους και κατ’ επέκταση για την Ελλάδα – και αυτό με έκανε να φοβάμαι λιγότερο τον επαναπατρισμό».
Επαναπατρίστηκε λοιπόν. Σήμερα μένει στην Αθήνα και απολαμβάνει τα καλά της Ελλάδας. «Οι φίλοι μου βρίσκονται εδώ, η οικογένειά μου το ίδιο… Και επίσης οι άνθρωποι είναι πιο κοντά μεταξύ τους. Πριν από λίγο καιρό πήγα εκδρομή στο Πήλιο, όπου έμεινα στο σπίτι ενός φίλου. Ενα Σάββατο του Νοέμβρη το πέρασα στην Πάρνηθα. Στην Αγγλία, το καλύτερο που έχεις να κάνεις το Σάββατο είναι να πας σε ένα ελληνικό καφέ, να δεις άλλους Ελληνες». Πέραν του Reload Greece, η βασική απασχόληση του Μάρκου είναι στην Endeavor, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση με παγκόσμιο δίκτυο. «Βοηθάει καταξιωμένες επιχειρήσεις που πηγαίνουν καλά να πάνε ακόμα καλύτερα», μου εξηγεί με απλά λόγια. Κι όταν του ζητώ να μου πει τον βαθύτερο λόγο που γύρισε στη χώρα μας, μου απαντά εξίσου απλά: «Αρχισα να σκέφτομαι “αν δεν γυρίσω τώρα, πότε θα γυρίσω;”».
Μάνος Γερογιάννης – 30 ετών, designer/animator
Λυδία Σπυράτου – 27 ετών, νηπιαγωγός/ηθοποιός
«Δώσαμε προτεραιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις»
Οταν ο Μάνος και η Λυδία αποφάσισαν από κοινού να φύγουν στο Λονδίνο το 2013, είχαν και οι δυο τους δουλειές στην Ελλάδα. Δεν τους ήταν, όμως, αρκετό. «Θέλαμε να κάνουμε μεταπτυχιακά και παράλληλα να δοκιμάσουμε καινούργια πράγματα, να εξελίξουμε ό,τι είχαμε ξεκινήσει», εξηγεί η Λυδία. Επί τρία χρόνια ο Μάνος εργαζόταν ως freelancer δημιουργώντας animation video στον χώρο της διαφήμισης και η Λυδία ως team leader νηπιαγωγών. Σύντομα, όμως, διαπίστωσαν πως τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από τη δουλειά τους. «Βγαίναμε σπάνια, έπρεπε να κλείσουμε ραντεβού μέρες πριν για να δούμε φίλους μας και απλώς μαζεύαμε χρήματα. Η ίδια η πόλη σού περνάει αυτή τη νοοτροπία», σχολιάζουν.
Ωσπου τον περασμένο Σεπτέμβρη γύρισαν στα πάτρια εδάφη. «Η δουλειά που κάνω γίνεται καθαρά μέσω ίντερνετ, επομένως δεν θυσίασα κάτι. Ακόμα επικοινωνούμε, εγώ και ο συνεργάτης μου, με πελάτες από το εξωτερικό», εξηγεί ο Μάνος. «Αλλά, αν με ρωτάς γιατί γύρισα, θα σου πω ότι, καθώς μεγάλωνα, άρχισα να σκέφτομαι διαφορετικά κάποια πράγματα. Ωραία τα λεφτά και οι επαγγελματικές ευκαιρίες, αλλά εμείς ούτε ακριβό αμάξι ονειρευόμασταν ούτε ακριβό σπίτι. Δώσαμε λοιπόν προτεραιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις. Στο να βλέπουμε συχνότερα τους φίλους μας και τους γονείς μας που μεγαλώνουν…»
Εδώ και λίγους μήνες, ο Μάνος διατηρεί μαζί με τον συνεργάτη του γραφείο στο κέντρο της Αθήνας, creative director της εταιρείας Odd Bleat. «Αυτό που διαπιστώσαμε και οι δύο», αναφέρει η Λυδία, που πλέον δραστηριοποιείται στους Γιατρούς του Κόσμου, «είναι ότι, παρά τη μαυρίλα που αιωρείται, μπορείς να προχωρήσεις και όχι μόνο να είσαι δημιουργικός, αλλά και πλήρης. Σίγουρα δεν υπάρχει αυτή η “εξασφάλιση”, την οποία αποζητούσαν παλιά οι γονείς μας, νομίζω όμως πως η γενιά μας το γυρίζει σιγά-σιγά σε κάτι αισιόδοξο. Είναι απρόβλεπτο και συναρπαστικό. Υπάρχουν πολλά μονοπάτια μπροστά μας, αρκεί να τα δούμε».
Το Λονδίνο ήταν μια πολύτιμη εμπειρία. Δεν μετάνιωσαν για την απόφασή τους να περάσουν ένα διάστημα εκεί, τονίζουν από κοινού. Οταν στην κουβέντα μπαίνει η φράση «ποιότητα ζωής», ο Μάνος λέει ότι «οι περισσότεροι με τη φράση αυτή εννοούν να είναι η πόλη καθαρή, να λειτουργούν πάντα τα ΜΜΜ, να είναι το κράτος δομημένο… Κανένας δεν αναφέρει την ανθρώπινη επικοινωνία. Κανένας δεν λέει ότι “ποιότητα ζωής” είναι και το να μην αισθάνεσαι σαν πρόσφυγας στην πόλη σου. Επίσης, ακούμε συνεχώς ότι “στο Λονδίνο τα πάρκα είναι καθαρά”. Ναι, αλλά στο Λονδίνο επίσης αφήνουν το μπέργκερ και το αναψυκτικό στο κάθισμα του μετρό. Επειδή δεν υπάρχει σήμα να το απαγορεύει. Ούτε εδώ υπάρχει, αλλά δεν έχω δει κάποιον να το κάνει…».
Σταύρος Καλντερίδης – 31 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος
«Ηθελα να βοηθήσω τη χώρα μου»
«Δεν έβλεπα την ώρα να μπω σ’ ένα αεροπλάνο και να φύγω», εξομολογείται ο Σταύρος Καλντερίδης όταν τον αναγκάζω να θυμηθεί την περίοδο που τελείωνε τις σπουδές του στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Καποδιστριακού Αθηνών. «Είχα απαυδήσει από τις πολιτικές παρατάξεις και το όλο κλίμα. Το 2008, ορμώμενος από μια νεανική παρόρμηση περισσότερο (ήμουν 23 ετών), έφυγα για Βοστώνη. Ηταν η περίοδος εκλογής του Ομπάμα. Μεγάλη εμπειρία να το ζω αυτό από κοντά, εγώ που το έβλεπα και επιστημονικά».
Στην Αμερική, ο Σταύρος ολοκλήρωσε δύο μεταπτυχιακά προγράμματα, ενώ παράλληλα εργάστηκε στο ελληνικό προξενείο της Βοστώνης, στη σχολή του ως βοηθός έρευνας και σε δύο σημαντικές πολιτικές καμπάνιες – ενός Δημοκρατικού και ενός Ρεπουμπλικανού υποψηφίου. «Εκανα και μια τέταρτη δουλειά», μου εκμυστηρεύεται σήμερα. «Για ένα διάστημα ήμουν στο ταμείο σε σαντουιτσάδικο ενός ομογενούς, ώστε να τα βγάζω πέρα οικονομικά».
Το 2011, έχοντας ήδη ξεκινήσει μια καριέρα που αρκετοί παλιοί συμφοιτητές και συνομήλικοι θα ζήλευαν, αποφασίζει να γυρίσει. «Συνειδητοποίησα τι σημαίνει εθελοντισμός. Είδα κάτι καλύτερο εκεί πέρα από αυτό που ήξερα – και μου γεννήθηκε η ανάγκη να το μεταφέρω, αν θέλεις, στο σήμερα της Ελλάδας. Δεν έβρισκα το παραμικρό νόημα στο να βοηθήσω τους Αμερικανούς με αυτά που είχα μάθει. Ηθελα να βοηθήσω τη χώρα μου». Δημιούργησε έτσι τη Δέλτα, έναν μη κερδοσκοπικό πολιτικό οργανισμό ο οποίος δραστηριοποιείται κυρίως μέσα από ημερίδες, σεμινάρια και εθελοντική υποστήριξη σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη.
Φυσικά, αρκετοί φίλοι του Σταύρου θεωρούν ότι η απόφασή του να γυρίσει δεν ήταν η πλέον σοφή. Ο ίδιος τούς απαντά ότι «η Ελλάδα είναι μια υπέροχη χώρα. Αξίζει να προσπαθήσει κανείς και δύο, και τρεις, και 13 φορές για να τα καταφέρει εδώ, παρά τις αντίξοες οικονομικές συνθήκες. Αλλωστε στα συντρίμμια της κρίσης χτίζεται το μέλλον – το βλέπουμε ήδη με τις start-ups. Δεν υπάρχει καλύτερη εποχή για να ξεκινήσεις κάτι. Και πέραν αυτού, στη Βοστώνη όπου ήμουν, εννιά μήνες του χρόνου χιόνιζε…».
Μελπομένη Μαραγκίδου – 27 ετών, δημοσιογράφος
«Εκεί είσαι πάντα ξένος»
Γέννημα-θρέμμα Πειραιώτισσα, η Μελπομένη Μαραγκίδου έφυγε για Erasmus στο Παρίσι κατά τη διάρκεια των δημοσιογραφικών σπουδών της στο Πάντειο. Τελειώνοντας από εδώ, θέλησε να επιστρέψει στην Πόλη του Φωτός. Ξεκίνησε πρακτική στο Greek Paris, το site της ελληνικής κοινότητας του Παρισιού, και εν συνεχεία τής πρότειναν να δουλέψει εκεί κανονικά, ενώ παράλληλα άρχισε να εργάζεται σε ένα γραφείο επικοινωνίας στον χώρο της μόδας.
Τα πράγματα πήγαιναν καλά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ζούσε το… όνειρο: «Οι περισσότεροι περιμένουν ότι η ζωή τους στο Παρίσι θα είναι βγαλμένη από ταινία του Γκοντάρ ή του Γούντι Αλεν», λέει χαμογελώντας. «Μπορεί η καθημερινότητά σου να έχει φόντο τον Σηκουάνα, τα πλακόστρωτα δρομάκια της Μονμάρτρης και την Παναγία των Παρισίων, όμως στο τέλος της ημέρας επιστρέφεις στα 25 τετραγωνικά που είναι το διαμέρισμά σου, στον 5ο όροφο χωρίς σκάλα, φορτωμένη με τα ψώνια της ημέρας, σκεπτόμενη αν το μηνιάτικο θα σου φτάσει μπροστά στο υψηλό κόστος ζωής της πόλης». Δεν ήταν όμως οι δυσκολίες που την έκαναν να γυρίσει, αλλά μια αίσθηση ότι απείχε από σημαντικά γεγονότα: «Οσο έβλεπα από τις ειδήσεις τι γινόταν στην Ελλάδα, υπήρχε ένα μικρόβιο μέσα μου, που με έκανε να θέλω να είμαι μέρος και όχι παρατηρητής της ιστορίας. Κι επίσης το κλισέ για τον ήλιο ισχύει και έπαιξε μεγάλο ρόλο».
Επιστρέφοντας στην Αθήνα με πολύτιμες εμπειρίες στις βαλίτσες της, εμπειρίες που η ίδια αισθάνεται ότι την έχουν διαμορφώσει, η Μελπομένη ουσιαστικά ξαναπήρε τη ζωή της από την αρχή. Βρήκε σπίτι στο κέντρο της Αθήνας και λίγο αργότερα άρχισε να εργάζεται ως news editor στο VICE, που μόλις είχε ανοίξει στην Ελλάδα. «Είναι το μεγαλύτερο διεθνές νεανικό μέσο ενημέρωσης, με θέματα γραμμένα από τη γενιά μου για τη γενιά μου», λέει. «Πλέον κάνω αυτό που πραγματικά μου αρέσει. Και επιστρέφω σε ένα σπίτι λίγο μεγαλύτερο από τα 25 τετραγωνικά του Παρισιού. Βέβαια η αλήθεια είναι ότι το άγχος με το μηνιάτικο υπάρχει ανεξαρτήτως πόλης…» Τη ρωτάω τι ήταν αυτό που της έλειψε περισσότερο από την Ελλάδα. «Η αίσθηση ότι είσαι σπίτι σου», μου απαντά λακωνικά. «Εκεί είσαι πάντα ξένος».
1 Σχόλιο
Πολυ ενδιαφερον αρθρο